Αποκάλυψη: Και το Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά δεν εφάρμοσε τη διάταξη περί υποχρεωτικής φυλάκισης για το πλημμέλημα της “συμμορίας”

Στη Βουλή φέρνει την υπόθεση ο ΣΥΡΙΖΑ - Το dikastiko.gr φέρνει στο φως νέα απόφαση, του Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, που επισημαίνει ότι δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ η συγκεκριμένη διάταξη για υποχρεωτική φυλάκιση για πλημμελήματα που ψηφίστηκε πρόσφατα - Ολόκληρο το σκεπτικό του δικαστηρίου

NEWSROOM
Αποκάλυψη: Και το Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά δεν εφάρμοσε τη διάταξη περί υποχρεωτικής φυλάκισης για το πλημμέλημα της “συμμορίας”

Δεύτερη απόφαση, ανώτερου δικαστηρίου (Εφετείου) που αρνείται να εφαρμόσει τη νέα διάταξη του Ποινικού Κώδικα περί υποχρεωτικής φυλάκισης (όχι αναστολή) σε περιπτώσεις που διαπράττονται συγκεκριμένα αδικήματα από κατηγορουμένους που λειτούργησαν ως “συμμορία” (187 ΠΚ παρ.6) , αποκαλύπτει το dikastiko.gr. H συγκεκριμένη διάταξη δέχεται ομοβροντία πυρών από τους δικηγόρους που εξήγγειλαν αποχή έως τα τέλη Δεκεμβρίου από δίκες με αντικείμενο “εγκληματικές οργανώσεις” , ενώ πλέον και τα δικαστήρια αρνούνται να την εφαρμόσουν, κυρίως με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ , να εφαρμοστεί δηλαδή ως δυσμενέστερη διάταξη σε εκκρεμείς υποθέσεις : “…για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, εφαρμόζει το άρθρο 497 ΚΠΔ και όχι το άρθρο 187 παρ.6 ΠΚ, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη αντίκεται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος), αλλά και στο θεμελιώδες δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας, που απαγορεύει τη μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενόχου έως την αμετάκλητη καταδίκη του”, αναφέρει η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, που εκδόθηκε στις 6 Μαϊου 2022 και καθαρογράφηκε πρόσφατα σχετικά με την υπόθεση εκβιάσεων και άλλων αδικημάτων σε βάρος 40 προσώπων που έγινε στην αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού.

Πλημμέλημα της “συμμορίας”: Πολλαπλές οι αποφάσεις

Οι αποφάσεις πλέον είναι αρκετές και τα δικαστήρια δίνουν αναστολές στους κατηγορουμένους για το αδίκημα της συμμορίας παρότι η νέα διάταξη (187 παρ 6) που εισήχθη στις αρχές Μαρτίου του 2022 προβλέπει ότι :

Οι ποινές δραστών εγκλημάτων (ακόμα και πλημμελημάτων ) κατά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας , αν διαπράττουν το έγκλημα ως συμμορία , δεν μετατρέπονται, ούτε αναστέλλονται.

-Στη φυλακή, ανεξαρτήτως ποινής, οδηγούνται όλα τα μέλη εγκληματικής οργάνωσης

Όπως αποκάλυψε το dikastiko.gr ήδη το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ΄αριθμόν 2937/2022 απόφασή του αρνήθηκε να οδηγήσει στις φυλακές κατηγορούμενους που καταδικάστηκαν σε ποινές από 3- 5 χρόνια για τα αδικήματα της κλοπής (κακούργημα) και συμμορίας (πλημμέλημα- 187 παρ. 6 ΠΚ).

Παράλληλα το dikastiko.gr αποκαλύπτει δεύτερη απόφαση του Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά (πρόεδρος Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Αικατερίνη Κόκολη και Σοφία – Αλεξάνδρα Ζήκου μέλη) που δεν εφαρμόζει την διάταξη περί υποχρεωτικής φυλάκισης στους καταδικασθέντες για το πλημμέλημα της συμμορίας και δίνει αναστολή στην εκτέλεση της ποινής τους μέχρι το Εφετείο. Το σκεπτικό του δικαστηρίου αναφέρει:

…Περαιτέρω, κατά το άρθρο 187 παρ.6 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 72 παρ.2 Ν.4908/2022, ΦΕΚ Α’ 52/11.03.2022 ορίζεται ότι «Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ». Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι «…. Με την προτεινόμενη τροποποίηση προστίθεται παρ.6 στο άρθρο 187 ΠΚ, με το οποίο προβλέπεται η μη αναστολή κατ’ άρθρα 99 ΠΚ και η μη μετατροπή, κατ’ άρθρο 104Α ΠΚ της επιβληθείσας ποινής σε κοινωφελή εργασία του δράστη που τελεί κάποια από τα αδικήματα, κακουργήματα ή πλημμελήματα του άρθρου 187 ΠΚ, αλλά και η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος επί τυχόν ασκηθείσας έφεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης, των ως άνω περιπτώσεων, λόγω της μείζονος «ποινικής απαξίας των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και της ανάγκης αποτροπής των δραστών από την τέλεση τέτοιων πράξεων». 

EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δυσμενής 

 Η εφαρμογή της νέας αυτής διάταξης οδηγεί σε δυσμενέστερη, σε σύγκριση με το προηγούμενο καθεστώς, μεταχείριση του κατηγορουμένου όσον αφορά την απαγόρευση του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης, καθόσον το Δικαστήριο που δίκασε, ανεξάρτητα αν επιβάλλει ποινή φυλάκισης ή πρόσκαιρης κάθειρξης, δεν θα έχει πλέον το καθήκον να κρίνει αυτεπαγγέλτως για το αν η τυχόν άσκηση έφεσης θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή όχι, καθόσον τούτο αποκλείεται από το νόμο σε όλες τις περιπτώσεις αδιακρίτως. Στην περίπτωση αυτή, της δυσμενέστερης δηλαδή μεταχείρισης του κατηγορουμένου αναφύεται το ζήτημα αν θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις της παρ.6 του άρθρου 187 ΠΚ και επί καταδίκης για πράξη του ίδιου άρθρου που τελέστηκε όμως μέχρι και τις 11-3-20222, ή αν αυτές θα απωθηθούν κατ’ άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ (αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου).

Εξάλλου, με την ΟλΑΠ [σε Συμβούλιο] 1/2014, κρίθηκε ότι η προαναφερθείσα διάταξη (άρθρο 2 ΠΚ) αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι οι οποίοι αποβλέπουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, έχουν αναδρομική δύναμη και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο κατά το χρόνο εκδόσεως αυτών, μέρος αυτών, εκτός αν άλλως ορίζουν….Δεν μπορεί δε να συνιστά κριτήριο της αναδρομικής εφαρμογής ή όχι μιας δικονομικού περιεχομένου διατάξεως το αν αυτή έχει ή όχι, κατά το μέρος της δίκης που δεν έχει ακόμα περατωθεί, δυσμενέστερες συνέπειες για τον κατηγορούμενο από αυτές που είχαν οι διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξεως, γιατί έτσι θα αναιρείτο ο χαρακτήρας της διατάξεως αυτής ως δικονομικής με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ασφάλεια δικαίου..». Έτσι, η περί μη χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση νέα διάταξη εφαρμόζεται επί κάθε καταδικαστικής αποφάσεως που δημοσιεύεται μετά την έναρξη ισχύος του άνω νόμου και δη είτε επί εκκρεμούσας, είτε επί νέας δίκης, έστω και αν η εφαρμογή της οδηγεί σε δυσμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου σε σύγκριση με εκείνη την οποία του επεφύλασσαν οι διατάξεις που ρύθμιζαν το ίδιο δικονομικό αντικείμενο και ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης του.

Πλημμέλημα της “συμμορίας”: Κατάργηση του τεκμηρίου αθωότητας 

Τούτο διότι η νέα διάταξη αφορά στις έννομες συνέπειες της διενέργειας διαδικαστικής πράξης (ανασταλτικό αποτέλεσμα άσκησης έφεσης) και ανήκει, ως εκ τούτου, στο δικονομικό ποινικό δίκαιο. Όμως, με την επίμαχη εισαγωγή πλήρους αποκλεισμού του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης και μάλιστα για λόγους τιμωρίας και ειδικής πρόληψης, η νέα νομοθετική ρύθμιση αντιβαίνει στην προστασία δικαιωμάτων του ανθρώπου, αφού μεταχειρίζεται τον κατηγορούμενο ως ένοχο πριν την αμετάκλητη καταδίκη του, κατά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

EUROKINISSI

Επιπλέον, το νέο άρθρο 187 παρ. 6 ΠΚ, όσον αφορά τον αποκλεισμό του ανασταλτικού αποτελέσματος της άσκησης έφεσης, αντιστρατεύεται στην αρχή της αναλογικότητας, ως θεωρητικού θεμελίου και κατευθυντήριας αρχής, αφού αποκλείει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης ειδικά για το πλημμέλημα της συμμορίας, που απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών στην περίπτωση οργάνωσης για διάπραξη κακουργήματος (άρθρο 187 παρ.3α ΠΚ), ενώ αντίθετα, η ποινική δικονομική νομοθεσία (άρθρο 497 παρ.7,8 ΚΠΔ) επιτρέπει με προϋποθέσεις τη χορήγηση ανασταλτικής δύναμης στην έφεση στην περίπτωση καταδίκης για κακούργηματικές πράξεις με επιβληθείσα ποινή συχνά πολυετή κάθειρξη. Επομένως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η νέα διάταξη του άρθρου 187 παρ.6 ΠΚ, όσον αφορά την απαγόρευσης ανασταλτικής δύναμης της έφεσης, αντίκεται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος), αλλά και στο θεμελιώδες δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας, που απαγορεύει την μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενόχου έως την αμετάκλητη καταδίκη του και κατοχυρώνεται ρητά με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και οι οποίες υπερισχύουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ.1 Συντάγματος, κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, με αποτέλεσμα η ένδικη διάταξη να μην εφαρμοστεί. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 497 παρ.4 ΚΠΔ ορίζεται ότι «αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε, το οποίο με ειδική αιτιολογία,εφαρμόζοντας τα κριτήρια της παρ.8 του ίδιου άρθρου, αποφασίζει αμέσως μετά την απαγγελία της αποφάσεως, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε ύστερα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι θα ασκήσει έφεση. Κατά τη διάταξη της παρ.8 του ίδιου άρθρου, στην έφεση δεν χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα, όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξεως, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Επίσης, κατά τη διάταξη της παρ.5 του ίδιου άρθρου, το δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιβάλει περιοριστικούς όρους.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, εφαρμόζει το άρθρο 497 ΚΠΔ και όχι το άρθρο 187 παρ.6 ΠΚ, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη αντίκεται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος), αλλά και στο θεμελιώδες δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητας, που απαγορεύει την μεταχείριση του κατηγορουμένου ως ενόχου έως την αμετάκλητη καταδίκη του, όπως ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας αναλύεται”.

Δημήτρης Μπελδέκος: Ιστορική απόφαση

Ο δικηγόρος Δημήτρης Μπελδέκος εκ των δικηγόρων που χειρίστηκε την υπόθεση, αναφέρει μεταξύ άλλων πως η νέα διάταξη, που ήρθε να “τινάξει στον αέρα” μια σειρά από υποθέσεις που ήδη δικάζονταν, εισάγει ένα νομικό παραλογισμό : “…..Την εβδομάδα που μας πέρασε καθαρογράφηκε η απόφαση μίας ιστορικής δίκης, που διενεργήθηκε το περασμένο δικαστικό έτος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Η συγκεκριμένη πολύμηνη δίκη, η οποία έλαβε χώρα στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα της γυναικείας πτέρυγας των Φυλακών Κορυδαλλού, ήταν ιστορική καθώς ήταν η πρώτη χρονικά που αντιμετώπισε το ακανθώδες ζήτημα που δημιούργησε η νέα διάταξη που εισήχθη περί μη ανασταλτικού αποτελέσματος για υποθέσεις που αφορούν τόσο το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης (187 παρ. 1 και 2), όσο και το αδίκημα (πλημμέλημα) της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου.

Ομολογώ ότι έχοντας το καθήκον της συνυπεράσπισης (μαζί με τον διαπρεπή νομικό Ιωάννη Γλύκα) ενός εκ των βασικών κατηγορουμένων, βρέθηκα προ εκπλήξεως καθώς στα μέσα της επ΄ακροατηρίω διαδικασίας εισήχθη -μέσω άσχετης τροπολογίας που αφορούσε την οπαδική βία- η διαβόητη παράγραφος 6 του α. 187. 

Παρά τη δημοσιότητα που πήρε η συγκεκριμένη δίκη λόγω της φύσης του αδικήματος (εκβίαση κατ΄ επάγγελμα και κατά συρροή, και κατά περίπτωση διεύθυνση συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση) το δικαστήριο μέσω της κυρίας προέδρου, των κυριών συνέδρων, αλλά και φυσικά με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών κ. Λακαφώση, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Αφενός μετέτρεψε την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης σε συμμορία, αποδεχόμενο τον αυτοτελή ισχυρισμό περί προσωποπαγούς σχέσεων των κατηγορουμένων, και αφετέρου έκρινε το ζήτημα του ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση για κάθε κατηγορούμενο ξεχωριστά, μη αποδεχόμενο την καταφανώς αντισυνταγματικότητα της παρ. 6 του α. 187. 

Το πρόβλημα της μη αναστολής στην περίπτωση της εγκληματικής οργάνωσης και της συμμορίας, έγινε ακόμα πιο έντονο καθώς κατά την εφαρμογή του α. 186 παρ. 6 Π.Κ. δεν ίσχυσε η αρχή του ευμενέστερου νόμου μεταξύ του χρόνου τέλεσης της πράξης και του νόμου εκδίκασης. Η αιτιολογία για αυτή τη νομική βαρβαρότητα βασίζεται στο ότι τα ένδικα μέσα (και δη το μέσο της έφεσης) θεωρούνται μέτρα δικονομικής πρόβλεψης.

Παρ΄όλα, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 497 ΚΠΔ έχει διφυή χαρακτήρα καθώς σύμφωνα με το α. 15 παρ. 1 εδ. γ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και τα Πολιτικά δικαιώματα ο όρος «ελαφρύτερη ποινή» δεν καταλαμβάνει μόνο το πλαίσιο της ποινής, αλλά σε αυτή εμπίπτει και το θέμα της έκτισης ή μη της ποινής. Έτσι έχουμε να κάνουμε με μία δικονομική ρύθμιση που φέρει χαρακτηριστικά αμιγώς ουσιαστικού δικαίου.

Eurokinissi/ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Άλλωστε όπως εισέφερε και ο συνάδελφος Λαδής υπάρχει απόφαση του ΕΔΔΑ (υπόθεση Scopola κατά Ιταλίας) σύμφωνα με την οποία όταν μία δικονομική διάταξη εθνικού δικαίου επηρεάζει τη βαρύτητα της ποινής, τότε αυτή θεωρείται διάταξη με ουσιαστικό περιεχόμενο και ως εκ τούτου πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή του επιεικέστερου νόμου. 

Σε όλο τον προβληματισμό πρέπει να προστεθεί ότι σύμφωνα με τη νέα μορφή του α. 497παρ. 8 ΚΠΔ, η αναστολή στην έφεση είναι ο κανόνας, και η μη χορήγησή της αναστολής δίνεται μόνο όταν συντρέχουν σωρευτικά οι κάτωθι προϋποθέσεις: όταν οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν, όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα, όταν έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, και όταν από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. 

Έτσι με την θέση σε ισχύ της παραγράφου 6 του α. 187 Π.Κ. ο νομοθέτης φάνηκε να αυτοαναιρείται καθώς η παραπάνω παράγραφος αντικρούει στο πνεύμα της παραγράφου 8 του α. 497 ΚΠΔ.

Ο νομικός παραλογισμός της συγκεκριμένης ρύθμισης εμφανίζεται και στην περίπτωση που στην ίδια υπόθεση ένας κατηγορούμενος καταδικάζεται μόνο για συμμετοχή σε συμμορία, και ένας άλλος για συμμετοχή σε συμμορία σε συνδυασμό με διάπραξη διακεκριμένων κλοπών.

Σε αυτή τη περίπτωση ο καταδικασθείς για το πλημμέλημα της συμμορίας αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της άμεσης φυλάκισης, ενώ αντίθετα ο καταδικασθείς για το κακούργημα του α. 374 παρ.1δ έχει περιθώρια να λάβει την αναστολή στην έφεση, καθώς έχει παγίως νομολογηθεί ότι οι διακεκριμένες κλοπές της παρ. 1δ, απορροφούν το αδίκημα της συμμορίας.

Είναι σαφές λοιπόν ότι ανακύπτει θέμα αναλογικότητας (α. 25 Σ), από την οποία και εκπορεύεται η αντισυνταγματικότητα της παραγράφου 6 του α. 187 Π.Κ.

Επομένως, ορθώς τα δικαστήρια της ουσίας- με αρχικό το Τριμελές εφετείο κακουργημάτων Πειριαία- στην πλειοψηφία τους δεν εφαρμόζουν την παράγραφο 6 του α. 187 Π.Κ., ειδικά όταν αυτή αφορά καταδικαστική απόφαση επί συμμορίας.

Συμπερασματικά, και παρά τη συνέπεια της πλειοψηφίας των δικαστών που δεν εφαρμόζουν την παρ. 6 του α. 187 ΠΚ, το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί νομολογιακά, αλλά χρίζει άμεσης νομοθετικής ρύθμισης”.

Στη Βουλή

Μετά όμως τις αποκαλύψεις του dikastiko.gr , η υπόθεση έρχεται στη Βουλή με ερώτηση που κατέθεσε ο βουλευτής Δράμας και Τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Θεόφιλος Ξανθόπουλος και άλλοι 27 βουλευτές. Οπως αναφέρει “ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατά την συζήτηση στη Βουλή, είχε επισημάνει τα προβλήματα της διάταξης, καθώς απενεργοποιούνται θεμελιώδεις θεσμοί του ποινικού μας δικαίου (αναστολή, μετατροπή), παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας (απαγόρευση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση) ενώ η νομοθέτηση είναι ευκαιριακή με αρνητικές συνέπειες για την ενότητα του ποινικού μας συστήματος…. Κατόπιν τούτων ερωτάται ο υπουργός Δικαιοσύνης εάν προτίθεται η Κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλία για τη νομοθετική κατάργηση – τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 187 παρ. 6 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το ν. 4908/2022 καθώς και ποια είναι η θέση της απέναντι στην απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος για αποχή από ποινικές δίκες στις οποίες υπάρχει κατηγορία για τέλεση του άρθρου 187 ΠΚ”.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr