Με άρθρο που δημοσιεύσαμε την προηγούμενη εβδομάδα με τους συναδέλφους Χαράλαμπο Σεβαστίδη και Παντελή Μποροδήμο προκαλέσαμε όλα τα μέλη του ΔΣ, που δεν είχαν λάβει δημόσια θέση για το θέμα της τροπολογίας περί ανακατανομής των θέσεων Εφετών και Προέδρων Εφετών, να το κάνουν. Χαίρομαι διότι το άρθρο αυτό έγινε αφορμή να δημοσιοποιήσουν τις απόψεις τους τόσο ο κ. Σαλάτας όσο και ο κ. Λυμπερόπουλος (ο κ. Νάστας ακόμα σιωπά). Και αποκάλυψαν πραγματικά τόσο ενδιαφέροντα πράγματα και για το ποιος ενεργούσε κρυφά ερήμην της Ένωσης και για το ποιος τον στηρίζει. Μας επιτρέπουν επίσης να συνάγουμε και ορισμένα συμπεράσματα για την πορεία και την κατεύθυνση που θέλουν να δώσουν στην Ένωση από δω και πέρα.
Πρώτη κοινή διαπίστωσή τους είναι ότι εγώ προσωπικά γνώριζα και συμφωνούσα με το αίτημα των κκ Σαλάτα και Λυμπερόπουλου, όπως επίσης ότι ήμουν ενημερωμένος για τις δεκάδες επισκέψεις που πραγματοποιούνταν σε γενικούς γραμματείς, Υπουργούς, Προέδρους Αρείου Πάγου, Προϊσταμένους Εφετείων. Ομολογώ ότι στο ζήτημα της ανακατανομής των θέσεων στα Εφετεία ο κ. Σαλάτας με την υποστήριξη του κ. Λυμπερόπουλου έδειξαν ιδιαίτερη θέρμη. Το αίτημα ήταν γνωστό και δημόσια, αφού συμπεριλαμβανόταν στις θέσεις της ομάδας του κ. Σαλάτα ήδη από το 2015. Ποτέ όμως δεν το συζητήσαμε στο ΔΣ, ποτέ δεν το υιοθετήσαμε. Δε είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τι έγινε, από ποιον και για ποιο λόγο. Ήδη ο Γ.Γ. της Ένωσης – που περίμενε να ψηφιστεί οριστικά η ρύθμιση πριν τοποθετηθεί επ’ αυτής (δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται!) – εξέθεσε αναλυτικά τον…αγώνα που έδωσε για τη νομοθέτηση αυτής της αύξησης οργανικών θέσεων των Προέδρων Εφετών, που για λόγο που μόνο εκείνος ξέρει, έπρεπε να προωθηθεί με αυτό τον μοναχικό τρόπο, από τον ίδιο προσωπικά και χωρίς ποτέ να συζητηθεί στο Δ.Σ. Διαβάζοντας κανείς τις έγγραφες εξηγήσεις που έδωσε, μπορεί να διακρίνει την αγωνία του να πείσει τον κάθε συνάδελφο, ότι ουδεμία επιβάρυνση θα επέλθει από την αύξηση αυτή. Είναι μια αγωνία που προκλήθηκε από το βάρος των αντιδράσεων, δεδομένου ότι όπως μάθαμε είχε ήδη ανακοινώσει στην Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών την επίμαχη τροπολογία ως δική του επιτυχία (!), λαμβάνοντας κατάλληλες απαντήσεις από τους παριστάμενους συναδέλφους. Αίτημα όμως της Ένωσης δεν μπορεί να είναι ό,τι δεν κάνει μεγάλη ζημιά, αλλά μόνο ό,τι οφελεί με κάποιο τρόπο τους συναδέλφους. Και ως προς αυτό, επιχείρημα ουδέν! Οι πρωτοβουλίες λοιπόν του κ. Σαλάτα πολλές φορές γνωστοποιούνταν εκ των υστέρων ή δεν γνωστοποιούνταν ποτέ. Και αναφέρω συγκεκριμένο παράδειγμα: Η πρώτη εθιμοτυπική επίσκεψή μου στον Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Τσιάρα, έγινε στις 25 Ιουλίου 2019. Την ημέρα εκείνη για πρώτη φορά με ενημέρωσε τηλεφωνικά και μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ο κ. Σαλάτας, ότι είχε αποστείλει μόνος του την προηγούμενη εβδομάδα (στις 17 Ιουλίου) επιστολή στον Υπουργό με την οποία του ζητούσε-αποκλειστικά και μόνο- την ανακατανομή των θέσεων Εφετών και Προέδρων Εφετών, ακριβώς όπως προέβλεψε η ψηφισθείσα τροπολογία. Κατά τη συνάντηση του ΔΣ με τον Υπουργό στις 30 Ιουλίου, υποβάλαμε ως κύριο και βασικό αίτημα την αύξηση των οργανικών θέσεων όλων των βαθμών και ειδικά ως προς τις θέσεις των Προέδρων Εφετών να εξεταστεί η δυνατότητα αύξησης θέσεων μέχρι του αριθμού των προεδρευόντων Εφετών. Η Ένωση μιλούσε πάντοτε για αύξηση οργανικών θέσεων και αυτό είναι ξεκάθαρα αποτυπωμένο στο Δελτίο Τύπου της 31ης Ιουλίου 2019, του οποίου το περιεχόμενο σκοπίμως ορισμένοι παρερμηνεύουν. Δεν δεχτήκαμε να υποβάλουμε αίτημα κατάργησης θέσεων Εφετών ή ανακατανομής των θέσεων. Αυτός ήταν ο διακαής πόθος μόνο των κκ Σαλάτα και Λυμπερόπουλου, οι οποίοι δεν ασχολήθηκαν ποτέ με το κύριο αίτημα της Ένωσης για αύξηση των οργανικών θέσεων σε όλους τους βαθμούς. Από την άλλη μεριά γίνεται σε όλους αντιληπτό ότι δεν είχαμε την δυνατότητα να αρνηθούμε να τεθεί προς συζήτηση, έστω και διαφοροποιημένο, το αίτημα του Γενικού Γραμματέα που είχε την στήριξη και του Α’ Αντιπροέδρου της Ένωσης. Στις αγωνιώδεις προσπάθειες να δικαιολογήσει την τροπολογία ως συμφέρουσα το Δικαστικό Σώμα, ο κ. Σαλάτας ισχυρίζεται ότι βρήκε θιασώτες και ένθερμους υποστηρικτές τόσο τον πρώην Πρόεδρο του ΑΠ κ. Βασίλειο Πέππα, όσο και τον προϊστάμενο του Εφετείου Αθηνών κ. Κων. Σταμαδιάνο αλλά και τον πρώην Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης κ. Σάρλη, οι οποίοι ωστόσο, ενώ ήταν γνώστες του αιτήματος, δεν επιβεβαιώνουν την θετική άποψή τους για την ανακατανομή των θέσεων. Αλλά επειδή δεν βλάπτει και λίγη αυτοκριτική, νιώθω ότι οφείλουμε κι εμείς να αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί, αφού δεν καταφέραμε να διαβλέψουμε την επελθούσα εξέλιξη στο χρόνο που θα είχε νόημα…
Αυτό που αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ήταν μια υπόγεια και κρυφή μεθόδευση με επισκέψεις, συναντήσεις, υποβολή υπομνημάτων και κάθε είδους πρωτοβουλίες, για να αλλάξουν εμμέσως τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και μελλοντικά οι συσχετισμοί στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Αυτό το τελευταίο είναι κυρίως που ενδιαφέρει εντός και εκτός των τειχών.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων τα προηγούμενα τρία χρόνια υιοθέτησε μια στάση ασυμβίβαστη με την εκτελεστική εξουσία σε κάθε τι που θεωρούσαμε ότι πλήττει τον πυρήνα της δικαστικής ανεξαρτησίας. Εκδώσαμε εκατοντάδες Ανακοινώσεις και Δελτία Τύπου και συγκρουστήκαμε όχι μόνο με Υπουργούς της τότε Κυβέρνησης (κκ. Πολάκη και Κοντονή), αλλά και με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Μάλιστα η αντιπαράθεση ήταν τόσο σφοδρή και πρωτόγνωρη που η τότε Κυβέρνηση χαρακτήρισε την Ένωσή μας ως «Γραφείο Τύπου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης». Μέχρι εκείνο το σημείο ο κ. Λυμπερόπουλος αισθανόταν ιδιαίτερα ευτυχής και υποστήριζε όλες τις θέσεις μας. Από το καλοκαίρι του 2019 και μετέπειτα η στάση του όπως και του κ. Σαλάτα μεταβλήθηκε. Σε όλα τα θέματα που εισάγονταν προς συζήτηση στο ΔΣ παρατηρήσαμε μια πλήρη μεταστροφή. Αλλαγή στάσης στο θέμα της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, άρνηση να αποστείλουμε στην Βουλή- όπως μας ζητήθηκε- τις θέσεις μας για τις τροποποιήσεις στους Ποινικούς Κώδικες, άρνηση να λάβουν θέση για την επαναφορά της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, άρνηση του κ. Λυμπερόπουλου να εκδώσουμε Δελτίο Τύπου για την περικοπή της χρηματοδότησης του ΤΑΧΔΙΚ και τώρα άρνηση να αντιταχθούν σε μια τροπολογία που ανατρέπει την ισορροπία στο δεύτερο βαθμό της Δικαιοσύνης, που εισήχθη στα κρυφά και για την οποία δεν έγινε καμία διαβούλευση του Υπουργείου με την Ένωση. Η Ένωση δεν μπορεί να έχει στόχο την διαφύλαξη του κυβερνητικού γοήτρου. Σε μια τέτοια προοπτική που την είδαμε από νωρίς να καλλιεργείται, αντιταχθήκαμε και αρνηθήκαμε να συναινέσουμε. Ο πόλεμος που γίνεται αυτή τη στιγμή, αυτήν ακριβώς την αιτία έχει. Θα συνεχίσουμε να έχουμε μια ανεξάρτητη Ένωση από κάθε Κυβέρνηση, μία Ένωση σταθερή στις θέσεις και στις αρχές της ή μία Ένωση υπάκουη ή αντιδραστική ανάλογα με τις συγκυρίες;
Ο κ. Λυμπερόπουλος θυμήθηκε προφανώς την παλιά ιδιότητά του ως αποσπασμένος σύμβουλος του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Αθανασίου και απαντά στην επιστολή του με ύφος περισσότερο πολιτικού παρά δικαστή. Ας δούμε όμως πώς διαστρεβλώνει τα γεγονότα και πως αυτά τον διαψεύδουν πεισματικά: Με κατηγορεί για ηγεμονισμό και για προσπάθεια χειραγώγησης της ΕΔΕ. Αλήθεια, το γνώρισμα αυτό του χαρακτήρα μου, το ανακάλυψε ο κ. Λυμπερόπουλος τους τελευταίους 5 μήνες, επειδή προβάλαμε αντιρρήσεις σε κυβερνητικές επιλογές; Τολμά να ισχυριστεί ότι αρνήθηκα προσωπικά να εκδώσω Δελτίο Τύπου σε «εισβολή» αντιεξουσιαστών στον 7ο όροφο του Εφετείου, οι οποίοι έριξαν τρικάκια και αποχώρησαν, χωρίς να ασκηθούν σε βάρος τους ποινικές διώξεις, όταν όλοι οι συνάδελφοι γνωρίζουν τα δεκάδες Δελτία Τύπου που εκδόθηκαν αυτά τα χρόνια προς υποστήριξη συναδέλφων που δέχτηκαν ανοίκειες και συκοφαντικές επιθέσεις από πολιτικούς, οργανωμένες ομάδες, ΜΜΕ και δημοσιογράφους (μόνο αυτό το έτος εκδόθηκαν 7). Αυτό που έκανα ήταν να μην συναινέσω στην έκδοση ανακοινώσεων που θα γίνονταν αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης και θα εξέθεταν την Ένωση ως προς την αντικειμενικότητά της. Σε μια εποχή που το θέμα της «ασφάλειας» είχε γίνει κύριο πολιτικό διακύβευμα ο κ. Λυμπερόπουλος επέμενε στην έκδοση Δελτίων Τύπου ακόμα και όταν δημιουργούνταν κάποιο μικροεπεισόδιο στην οδό Λουκάρως, έξω από το Εφετείο Αθηνών. Σήμερα βέβαια κανένα ζήτημα ασφάλειας δεν βλέπει να τίθεται και γι’ αυτό δεν ζητάει την έκδοση Δελτίων Τύπου.
Θυμήθηκε την αρθρογραφία μου σε ένα ζήτημα που το θεωρώ ουσιώδες και είναι η κατοχύρωση των ανθρώπινων και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και διαμαρτύρεται γιατί τάχα διατύπωσα την άποψή μου ενώ εκκρεμούσε η υπόθεση, ξεχνώντας φυσικά την δική του παρέμβαση στο ίδιο θέμα σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Αντίθετα εγώ θεωρώ πάντοτε χρήσιμο έναν επιστημονικό διάλογο, που προβληματίζει και ο οποίος είναι επίκαιρος, χωρίς βέβαια να παρεμβαίνει και χωρίς να ασκεί οποιουδήποτε είδους πιέσεις στους δικαστές. Συχνά επαναλαμβάνει –θεωρώντας προφανώς ότι έχει ισχυρά επιχειρήματα- την έλλειψη ενιαίας στάσης της Ένωσης απέναντι στους νέους Κώδικες. Τα γεγονότα όμως τον διαψεύδουν οικτρά. Δύο μήνες πριν ψηφιστούν οι Κώδικες, ήδη δηλαδή από τον Απρίλιο του 2019, όλα τα μέλη του ΔΣ κατέθεσαν τις προτάσεις τους, προέβαλαν τις αντιρρήσεις τους επί συγκεκριμένων άρθρων και τις θέσεις αυτές τις υποβάλαμε στο Υπουργείο και στις Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές. Ήταν από τότε δημοσιευμένες και αναρτημένες στην ηλεκτρονική σελίδα της Ένωσης, ώστε να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια. Ο κ. Λυμπερόπουλος δεν αρκούνταν σ’ αυτό. Επιθυμούσε να λάβει η Ένωση μια συνολική θέση και να καταδικάζει συλλήβδην τους Κώδικες και μάλιστα σε μια προεκλογική περίοδο για τη Χώρα, κατά την οποία το συγκεκριμένο θέμα αποτέλεσε σημείο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Πόσο απέχει από την επιστημονική ορθοκρισία και την σοβαρότητα μιας Δικαστικής Ένωσης να λαμβάνει θέση για ένα νομοθέτημα εκατοντάδων άρθρων, που το επεξεργάστηκαν νομικοί επιστήμονες για περισσότερο από μια τετραετία και να αποφαίνεται σε μερικές γραμμές αν είναι ορθό ή λάθος στο σύνολό του; Ποιόν θα εξυπηρετούσε μια τέτοια ανακοίνωση; Δεν παρασυρθήκαμε ούτε γίναμε μέρος του πολιτικού παιχνιδιού που παιζόταν εκείνες τις ημέρες. Κινηθήκαμε με μεθοδικότητα και ψυχραιμία. Στην επανεξέταση των άρθρων των Κωδίκων πραγματοποιήθηκε μια φανερή ψηφοφορία μεταξύ των μελών του ΔΣ και στείλαμε ως εκπροσώπους της Ένωσης στις Νομοπαρασκευαστικές Επιτροπές τον κ. Λυμπερόπουλο και τον κ. Βεργώνη. Στη συνέχεια πραγματοποιήσαμε το μεγαλύτερο επιστημονικό συνέδριο που ανέλαβε μέχρι σήμερα η Ένωση για να ενημερωθούν οι συνάδελφοι για τις αλλαγές που επήλθαν. Κι ενώ μέχρι τότε αναδεικνύαμε τις θέσεις μας δημόσια, στο ΔΣ της 7ης Νοεμβρίου 2019 οι κκ Σαλάτας και Λυμπερόπουλος επέμεναν να συγκαλύψουμε τη διαφωνία της Ένωσης με την τροποποίηση του άρθρου 390 ΠΚ για την κακουργηματική απιστία και να μην στείλουμε υπόμνημα στη Βουλή, όπως μας είχε ζητηθεί κατά την διαδικασία ακρόασης των φορέων.
Τέλος διαμαρτύρεται γιατί στην επανυποβολή του αιτήματος για τις νέες οργανικές θέσεις προς το Υπουργείο στις 30-10-2019 αποφάσισε κατά πλειοψηφία το Προεδρείο να ζητήσει περισσότερες θέσεις στα Πρωτοδικεία και λιγότερες στα Εφετεία. Συγκεκριμένα από τις 85 θέσεις που προέβλεπε η ΠΝΠ, ζητήσαμε 30 θέσεις για τα Εφετεία και 55 για τα Πρωτοδικεία, θεμελιώνοντας την άποψή μας στην μεγάλη αύξηση της ύλης των Πρωτοδικείων με την μεταφορά ποινικής ύλης από τα Εφετεία προς τα Πρωτοδικεία αλλά και στην επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Ο κ. Λυμπερόπουλος επέμενε στην αντιστροφή της πραγματικότητας και στην κάλυψη μόνο κατά 30 των θέσεων σε Πρωτοδικεία και Εισαγγελίες Πρωτοδικών σε όλη τη Χώρα, αριθμός προφανέστατα ανεπαρκής για ένα τόσο μεγάλο όγκο υποθέσεων που θα επωμιστούν οι συνάδελφοι στον πρώτο βαθμό.
Με τις δύο επιστολές των κκ Σαλάτα και Λυμπερόπουλου γίνεται φανερό ότι θεωρούν την ομάδα μας εμπόδιο στα σχέδια που έχουν από κοινού ετοιμάσει, στην πρόθεσή τους να φτιάξουν μια Ένωση υπάκουη και άφωνη σε μέτρα τα οποία έρχονται και μας αφορούν και τα οποία ενδεχομένως οι ίδιοι να γνωρίζουν καλά. Ακούω ήδη από τώρα την δυσαρέσκεια καλόπιστων συναδέλφων για τις δημόσιες αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών του ΔΣ. Θα μου ήταν και μένα ιδιαίτερα βολικό να επαναπαυθώ στη θέση του Προέδρου της Ένωσης, μακριά από συγκρούσεις και προσωπική φθορά, να ακολουθήσω την τακτική των κκ Σαλάτα και Λυμπερόπουλου και σε μια «ενότητα» αντιλήψεων και κοινών επιδιώξεων, να συναινέσω στην αλλαγή της στάσης της Ένωσης από το καλοκαίρι και μετά. Τέτοια επίπλαστη «ενότητα» που πίσω της κρύβει σκοπιμότητες, ποτέ μου δεν την επεδίωξα. Θεωρώ ότι περισσότερο πληγώνει την Ένωση η συγκάλυψη των προθέσεων και των αντιθέσεων, παρά η δημόσια αντιπαράθεση και η αποκάλυψη της αλήθειας. Και σ’ αυτό τον δρόμο θα εξακολουθήσω…