Δικαίωση εισαγγελέα: Μη νόμιμη η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του επί 20 μήνες παρά την απαλλαγή για ποινική δίωξη σε βάρος του

Κρίθηκε ότι η αναστολή στερούνταν οποιασδήποτε νομικής βάσης μετά το πέρας της ποινικής έρευνας εναντίον του και την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης.

NEWSROOM
Δικαίωση εισαγγελέα: Μη νόμιμη η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του επί 20 μήνες παρά την απαλλαγή για ποινική δίωξη σε βάρος του

Εισαγγελέας κατηγορήθηκε μαζί με τη σύζυγό του – επίσης δικαστικό λειτουργό – για παρατυπίες σε δηλώσεις πόθεν έσχες, με αποτέλεσμα να διεξαχθεί ποινική έρευνα και να του επιβληθεί αναστολή άσκησης καθηκόντων. Παρά το γεγονός, όμως, πως υπήρξε απαλλαγή και εκδόθηκε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση, παρέμεινε εκτός καθηκόντων επί 20 μήνες.

Το ζευγάρι των εισαγγελέων προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), που έκρινε πως η αναστολή άσκησης καθηκόντων του εισαγγελέα μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του, στερείται κάθε νομικής βάσης.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τον Μάιο του 2018 ο προσωρινός Γενικός Εισαγγελέας της Αλβανίας είχε εκδώσει διαταγές αναστολής σχετικά με το ζευγάρι των προσφευγόντων εισαγγελέων, εμποδίζοντάς τους άμεσα να ασκήσουν τα επίσημα καθήκοντά τους.

Οι εν λόγω διαταγές βασίζονταν στο γεγονός ότι υπήρχε σε εξέλιξη ποινική έρευνα εναντίον τους για «σοβαρό έγκλημα που διαπράχθηκε εκ προθέσεως» και για το γεγονός ότι τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Η αναστολή ήταν  υποχρεωτική από τη στιγμή που ένας δικαστής ή εισαγγελέας είχε αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορούμενου για αυτό το είδος αδικήματος και διαρκούσε μέχρι την περάτωση της ποινικής διαδικασίας ή την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

freepik

Ειδικότερα, το 2018, μετά από δημοσιεύματα στα ΜΜΕ, ξεκίνησε ποινική έρευνα για καταγγελίες εναντίον των προσφευγόντων σχετικά με μη αποκάλυψη, απόκρυψη ή ψευδή δήλωση περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με την περιουσιακή δήλωση της συζύγου του.

Δικαίωση εισαγγελέα: “Παρέμβαση” στην ιδιωτική ζωή

Οι προσφεύγοντες τέθηκαν σε αναστολή από τα καθήκοντά τους τον Μάιο του ίδιου έτους σύμφωνα με νόμο του 2016. Η έφεση κατά της εν λόγω απόφασης εξετάστηκε τελικά από το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο ακύρωσε τις αναστολές τον Νοέμβριο του 2018.

Ωστόσο, ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία εκκρεμούσε ακόμη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του ΕΔΔΑ, με αποτέλεσμα οι προσφεύγοντες να μην επανέλθουν στις οργανικές τους θέσεις αμέσως.

Η ποινική διαδικασία περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2019. Ωστόσο, ο προσφεύγων επέστρεψε στην θέση του μόλις τον Ιανουάριο του 2020.

Όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία της σχετικά με την αναστολή της δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 καθώς δεν είχε αποδείξει ότι οι συνέπειες στην ιδιωτική της ζωή από την διαταγή αναστολής, η οποία ίσχυε για λίγο περισσότερο από δύο μήνες κατά τους οποίους συνέχισε να λαμβάνει τον μισθό της, ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να εφαρμοστεί  το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Freepik

Ωστόσο, το Δικαστήριο του Στρασβούργου βεβαιώθηκε ότι οι συνέπειες για τον δεύτερο  προσφεύγοντα – συμπεριλαμβανομένης της ανικανότητας προς εργασία για 20 μήνες, και η επισφαλής κατάσταση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρά τη συνέχιση καταβολής του μισθού του – ήταν αρκετά σοβαρές ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 8 και ισοδυναμούσε με «παρέμβαση» στην ιδιωτική του ζωή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναστολή του στερούνταν οποιασδήποτε νομικής βάσης μετά το πέρας της ποινικής έρευνας εναντίον του, και επομένως δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο». Επιδίκασε για το λόγο αυτό αποζημίωση 7.500 ευρώ.

Πηγή: www.echrcaselaw.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr