Δικαστική δικαίωση για αστυνομικό που καταδικάστηκε για δωροληψία και δεν του είχαν καταβληθεί οφειλόμενοι μισθοί. Μάλιστα ο ένστολος προκειμένου να δικαιωθεί προσέφυγε στο ΕΔΔΑ το οποίοοδιαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε στον αστυνομικό αποζημίωση 2.250 ευρώ για ηθική βλάβη.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο προσφεύγων από την Ουκρανία, τότε αστυνομικός, συνελήφθη από τις Αρχές της χώρας του στις 3 Φεβρουαρίου 2010 ως ύποπτος για δωροληψία και παρέμεινε υπό κράτηση τουλάχιστον μέχρι την καταδίκη του.
Στις 17 Φεβρουαρίου 2010 ο προσφεύγων τέθηκε σε διαθεσιμότητα από τη θέση του για το διάστημα που θα διαρκούσε η πειθαρχική έρευνα. Στις 4 Μαρτίου 2010 η έρευνα ολοκληρώθηκε με το πόρισμα ότι το ζήτημα της παραμονής του προσφεύγοντος στη θέση του εξαρτάται από την έκβαση της ποινικής υπόθεσης.
Στις 6 Μαΐου 2011 ο προσφεύγων καταδικάστηκε και στις 16 Σεπτεμβρίου 2011 απολύθηκε από την αστυνομία εξαιτίας της καταδίκης.
Από την ημέρα της σύλληψής του μέχρι την ημέρα της απόλυσής του δεν του καταβλήθηκε κανένας μισθός. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή κατά του πρώην εργοδότη του, Αστυνομικού Τμήματος, ζητώντας να του καταβληθούν οι οφειλόμενοι μισθοί για την περίοδο αυτή.
Το Περιφερειακό Διοικητικό Δικαστήριο του Κιέβου έκανε δεκτή την αγωγή του. Παρέπεμψε ιδίως στο άρθρο 17 του πειθαρχικού καταστατικού της αστυνομίας και στο άρθρο 3 των κανονισμών για τις αποδοχές των αστυνομικών. Και οι δύο διατάξεις προέβλεπαν ότι ένας αστυνομικός που υπόκειται σε πειθαρχική έρευνα μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα, διατηρώντας παράλληλα τις αποδοχές του. Το δικαστήριο διέταξε τον εναγόμενο να καταβάλει στον προσφεύγοντα τις καθυστερούμενες αποδοχές για ολόκληρο το χρονικό διάστημα από τη σύλληψή του έως την απόλυσή του.
Το εναγόμενο Αστυνομικό Τμήμα άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε λόγος να καταβληθεί στον προσφεύγοντα ο μισθός του, δεδομένου ότι, κατά το σχετικό χρονικό διάστημα, βρισκόταν υπό κράτηση και δεν είχε εκτελέσει τα καθήκοντά του ως αστυνομικός. Επισήμανε επίσης ότι οι κανονισμοί για τις αποδοχές των αστυνομικών είχαν τροποποιηθεί και ένας νέος κανόνας προέβλεπε τη διακοπή της καταβολής του μισθού για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας αστυνομικός βρισκόταν υπό κράτηση. Κατά συνέπεια, η εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης θα ήταν αντίθετη προς το νόμο και θα οδηγούσε σε κατάχρηση των πιστώσεων του προϋπολογισμού.
Ο προσφεύγων κατέθεσε Προτάσεις στο εφετείο, σημειώνοντας ότι οι τροποποιήσεις των κανονισμών που επικαλέστηκε η αντίδικη πλευρά είχαν τεθεί σε ισχύ το 2012, μετά την απόλυση του προσφεύγοντος, και συνεπώς ήταν ανεφάρμοστες.
Το Διοικητικό Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση και απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος του αιτήματος του προσφεύγοντος, κάνοντάς το δεκτό μόνο για την περίοδο της πειθαρχικής έρευνας (17 Φεβρουαρίου έως 4 Μαρτίου 2010). Το Εφετείο συμφώνησε ότι σε περίπτωση παύσης λόγω πειθαρχικής έρευνας ο υπάλληλος που τέθηκε σε διαθεσιμότητα έπρεπε να συνεχίσει να λαμβάνει τον μισθό του. Αυτό σήμαινε ότι το δικαίωμα μισθοδοσίας του προσφεύγοντος διατηρήθηκε για την περίοδο της έρευνας, από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 4 Μαρτίου 2010.
Όσον αφορά το υπόλοιπο της επίμαχης περιόδου, το δικαστήριο παρέπεμψε στη διάταξη των κανονισμών για τις αποδοχές των αστυνομικών (άρθρο 3), η οποία διέπει τις αποδοχές σε περίπτωση που ένας αστυνομικός τεθεί σε άδεια.
Το Εφετείο ανέφερε επίσης ότι το γενικό εργατικό δίκαιο δεν εφαρμόζεται σε ζητήματα αποδοχών των αστυνομικών και ότι εφαρμόζονται μόνο οι προαναφερόμενοι ειδικές διατάξεις.
Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση. Υποστήριξε ότι ουδέποτε είχε τεθεί σε άδεια και ότι ουδέποτε είχε ληφθεί σχετική απόφαση. Κατά συνέπεια, η διάταξη περί θέσης σε αργία στην οποία αναφέρθηκε το Εφετείο δεν είχε εφαρμογή σε αυτόν.
Στις 10 Ιουλίου 2014 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.
Freepik
Δικαστική δικαίωση για αστυνομικό: Τι αποφάσισε το ΕΔΔΑ
Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι τα δικαστήρια υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα και εφάρμοσαν διατάξεις που δεν ήταν εφαρμοστέες στην περίπτωσή του.
Η προσφυγή του προσφεύγοντος στο ΕΔΔΑ ήταν μια προσπάθεια να αμφισβητήσει την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων από τα εθνικά δικαστήρια, ένα κλασικό παράδειγμα προσφυγής «τετάρτου βαθμού». Yποστήριξε επίσης ότι η εθνική νομοθεσία προέβλεπε τη διατήρηση των αποδοχών των αστυνομικών μόνο κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής έρευνας. Αυτό είχε επιβεβαιωθεί από τα δικαστήρια.
ΑΡΘΡΟ 6 § 1
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 6 § 1 υποχρεώνει τα δικαστήρια να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους, αλλά δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι απαιτεί λεπτομερή απάντηση σε κάθε επιχείρημα (βλ. Perez κατά Γαλλίας [GC], αρ. προσφ. 47287/99 § 81). Το ερώτημα αν ένα δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογίας, που απορρέει από το άρθρο 6 § 1, μπορεί να κριθεί μόνο υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης (βλ. Gorou κατά Ελλάδας (αριθ. 2) της 20.03.2009 [GC], αρ. προσφ. 12686/03, § 37).
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου που αντανακλά μια αρχή που συνδέεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, οι αποφάσεις των δικαστηρίων πρέπει να αιτιολογούνται επαρκώς (βλ. García Ruiz κατά Ισπανίας [GC], αριθ. 30544/96 § 26). Η υποχρέωση αυτή προϋποθέτει ότι ο διάδικος σε δικαστική διαδικασία μπορεί να αναμένει συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στους ισχυρισμούς που είναι καθοριστικοί για την έκβαση της εν λόγω υπόθεσης (βλ. Ramos Nunes de Carvalho e Sá κατά Πορτογαλίας της 06.11.2018 [GC], αρ. προσφ. 55391/13 κ.α. § 185).
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Εφετείο δεν αιτιολόγησε γιατί θεώρησε ότι οι κανόνες περί θέσης σε αργία εφαρμόζονται στον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι ουδέποτε αποδείχθηκε ότι είχε ληφθεί απόφαση για τη θέση του σε αργία.
Ωστόσο, ούτε το Εφετείο ούτε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αναφέρθηκαν ποτέ σε κανένα από τα επιχειρήματα αυτά. Επιπλέον, δεν αναφέρθηκε ποτέ καμία συγκεκριμένη νομική διάταξη στην οποία θα μπορούσαν να στηριχθούν αυτά τα επιχειρήματα, ούτε από το εναγόμενο ούτε από την Κυβέρνηση. Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να εξετάσουν και να σχολιάσουν τις προτάσεις που ήταν καθοριστικές για την έκβαση της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν εξετάστηκε από τα εθνικά δικαστήρια, όπως απαιτείται από το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, για να θεωρηθεί η δικαστική διαδικασία «δίκαιη» και διαπίστωσε παραβίαση του ανωτέρω άρθρου.
Επιπλέον το ΕΔΔΑ επιδίκασε 2.250 ευρώ για ηθική βλάβη
ΠΗΓΗ: echrcaselaw.com
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις
ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr