Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Δημήτρης Πατώκος: Η Τζοκόντα χαμογελά στη Νέα Υόρκη…

"Tο «Χαμόγελο της Τζοκόντας» καταργεί τα όρια ανάμεσα στην λογιοσύνη και την λαϊκότητα. Είναι η πηγαία έκφραση ενός ανείπωτου λυρικού κόσμου, αυτού του Μάνου Χατζιδάκι, που με το ακριβό φιλί των Μουσών χάρισε στην ορχηστρική μουσική την δημοφιλία που της αξίζει" επισημαίνει ο Δημήτρης Πατώκος.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Δημήτρης Πατώκος: Η Τζοκόντα χαμογελά στη Νέα Υόρκη…

Ένα μελαγχολικό φθινόπωρο του 1963. Απόγευμα μιας Κυριακής. Στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, μια πολύβουη κοσμοπλημμύρα συνωστίζεται βιαστική και ανέμελη. Ανάμεσα στο πλήθος, μια γυναίκα μόνη περιπλανιέται σαν χαμένη, μπροστά από βιτρίνες πολύχρωμες και φορτωμένες όνειρα. Στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου, η «Τζοκόντα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι χαμογελά απίθανα αινιγματικά στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Ο πάντα ανήσυχος και περίεργος Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος περπατούσε στο φόντο αυτής της παράξενης παρέλασης, βυθισμένος «σε έναν συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων», με ένα εξαίσιο μουσικό θέμα του Βιβάλντι να ηχεί επίμονα στα αυτιά του, θα αντικρίσει την μυστηριώδη αυτή γυναικεία μορφή να χάνεται μέσα στο ορμητικό πλήθος, απελπισμένα αδιάφορη για όσα συμβαίνουν γύρω της… Ο ίδιος χαρακτηριστικά εξομολογείται: 

«Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε, κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντάς την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω, την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια μου για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά.»

Αυτή η μαγική κινηματογραφική σκηνή ήταν γραφτό να περάσει στην αιωνιότητα, όταν ο μάγος των παιδικών μας ονείρων Χατζιδάκις την μεταμόρφωσε σε μελωδίες εξαίσιες και μεθυστικές, σε έναν από τους πιο γοητευτικούς δίσκους της μεταπολεμικής διεθνούς μουσικής Ιστορίας, στο «Χαμόγελο της Τζοκόντας»!

«Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες στην μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι κι ένας μονόλογός της κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί».

Το έργο-ορόσημο, με αρχικό τίτλο «10 τραγούδια για ορχήστρα στο ίδιο κλίμα», προοριζόταν για τη φωνή της Jacqueline Danno, γράφηκε στο Παρίσι το 1962. Ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη, τον Απρίλιο του 1965 ως συμφωνικό έργο, και μάλιστα σε παραγωγή του εμβληματικού Quincy Jones, του οποίου το μαγικό άγγιγμα υπήρξε αισθητό σε ουκ ολίγους μετέπειτα σπουδαίους δίσκους, όπως το «Thriller» του Michael Jackson. 

Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ από την δισκογραφική εταιρεία Fontana με 12 ορχηστρικά μέρη και τίτλο «Gioconda’s Smile», με ένα γνησίως φολκλορικό, αρχαιοελληνικό εξώφυλλο τουριστικής αισθητικής, ενώ το 1965 εκδόθηκε στην Ελλάδα με τίτλο «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» και υπότιτλο «10 τραγούδια για ορχήστρα». Τα δύο κομμάτια που αφαιρέθηκαν από την πρώτη ελληνική έκδοση και την πλειονότητα των μετέπειτα εγχώριων επανεκδόσεων, ήταν τα «Le Soldat» («Ο στρατιώτης») και «The Athletes» («Οι αθλητές»). Το έργο κατόρθωσε να πουλήσει πάνω από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως! 

Προ ημερών, έπεσε στα χέρια μου -κάπως καθυστερημένα- μία ακόμα συλλεκτική επανέκδοση που περιλάμβανε την στερεοφωνική μορφή του έργου, όπως είχε αποτυπωθεί μόνο στην αμερικάνικη έκδοση του 1965 από το original stereo master που εστάλη από την Αμερική, καθώς και ένα ψηφιακό ανέκδοτο δίσκο από το αρχείο του συνθέτη με τον ίδιο στο πιάνο να παίζει έξι θέματα του έργου. Έχω πλέον χάσει το μέτρημα των ελληνικών και όχι μόνο επανεκδόσεων του έργου, σε βινύλιο ή cd, ωστόσο η συγκεκριμένη έκδοση με πλημμύρισε νοσταλγία για την πρώτη μου επαφή με το σπουδαίο αυτό έργο. Αυτή ήταν και η αφορμή για την συγγραφή αυτού του κειμένου, ή μάλλον η πρόφαση, γιατί δεν χρειάζεσαι απαραίτητα μια αιτία να ξεδιπλώσεις τα συναισθήματά σου για έναν τέτοιο δίσκο! Κι αν ακόμα δεν έχεις μια, την επινοείς….

Κι εδώ αθόρυβα υπεισέρχεται η προσωπική μνήμη. Το ανεξίτηλο βίωμα της πρώτης επαφής με μουσικές που μας συνεπήραν, μας σαγήνευσαν και ίσως άλλαξαν και τον τρόπο, με τον οποίο ακούμε τη μουσική! Για τον καθένα, το βίωμα αυτό παραμένει ξεχωριστό και γι’ αυτό πολύτιμο! Κάπου στα 1990, λοιπόν, τα cd είχαν ήδη εισβάλει στην ζωή μας αρχίζοντας να εκτοπίζουν τους παραδοσιακούς δίσκους βινυλίου! Τα πρώτα ράφια με τα ψηφιακά δισκάκια έκαναν δοκιμαστικά την εμφάνιση τους στα καταστήματα, με τις πρώτες συλλογές δημοφιλών τραγουδιστών αλλά και κάποιους κλασικούς δίσκους, σε ομολογουμένως κάπως πρόχειρες τότε εκδόσεις. Ήταν η εποχή που ως μαθητής Λυκείου, είχα αρχίσει να εντρυφώ στην μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Τα δυο πρώτα άλμπουμ που αγόρασα ήταν η «Πορνογραφία» και «Το χαμόγελο της Τζοκόντα». Το δεύτερο το είχα λίγο απωθημένο. Από μικρό παιδί, με μαγνήτιζε το πρωτότυπο εξώφυλλο με την αινιγματική Μόνα Λίζα μπροστά από τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, όπως το χάζευα στα διαφημιστικά εσώφυλλα της Columbia. Η αλήθεια είναι πως ήμουν ελάχιστα προετοιμασμένος για αυτό που θα ακολουθούσε, όταν πάτησα το play. Από την πρώτη κιόλας νότα, έγχορδα, κρουστά και πνευστά, πρωτίστως βιολιά αμέτρητα, κατέκλυσαν το δωμάτιο και με παρέσυραν σε ένα άκουσμα τόσο ορμητικό μα και αβάσταχτα μελαγχολικό, που δύσκολα θα μπορούσε  οποιοσδήποτε ακροατής να του αντισταθεί. Εικόνες ασπρόμαυρες ξετυλίχτηκαν μπροστά μου, πρόσωπα μυθικά από παλιές αγαπημένες ελληνικές ταινίες. Ο συνειρμός δεν ήταν αυθαίρετος. Λίγα χρόνια πριν, ο Χατζιδάκις υπέγραφε ευγενικές μουσικές, γεμάτες ευαισθησία σε μελοδράματα υψηλής ποιότητας, όπως τα «Χαμένα Όνειρα», το «Τελευταίο Ψέμα» και η «Κάλπικη Λίρα». Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, ότι όσο πρωτοβυθιζόμουν στην μαγεία του έργου, ανακαλούνταν στη μνήμη οι ασπρόμαυρες σκιές της Έλλης Λαμπέτη, του Δημήτρη Χορν ή της Τζένης  Καρέζη.

Στο ένθετο βιβλιαράκι, υπήρχαν σύντομα κείμενα που συνόδευαν το καθένα από τα κομμάτια του δίσκου, φορτίζοντας ακόμα περισσότερο την υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν. Μια πινακοθήκη προσώπων που υποκρύπτουν μια ακολουθία συμβολισμών, από την ανώνυμη μοναχική γυναίκα που αφηγείται την ιστορία της μέσα στο νεοϋορκέζικο πλήθος ως την Τζοκόντα που κοσμεί ένα εξώφυλλο στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου Ριτζιόλι. Και από την κοντέσα Εστερχάζυ που επιπλήττει τον γιο της αλλά και τον ξανθό μυστηριώδη νεαρό, που συστήνεται ως «Κύριος Νολλ ο Θάνατος» μέχρι την Παναγία που δακρύζει και μας οδηγεί πάλι, σαν ένα σχήμα κύκλου, στην αρχική ανώνυμη γυναικεία μορφή, για να ταυτιστεί μαζί της. 

«Ο γιος της κοντέσας (Εστερχάζυ), μαθητής που διάβαζε στο παραθύρι, είδε τις στάλες (της βροχής), γύρισε και με κοίταξε και μου χαμογελάει. Η κοντέσα έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, τον πήρε μέσα και του ‘δειξε τα σκυθρωπά πορτραίτα των προγόνων του θυμίζοντας του πως ποτέ ένας Εστερχάζυ δεν χαμογελάει στον ουρανό.»

Κάποια στιγμή, στην σκηνή εισβάλλουν απροσδόκητα οι Δολοφόνοι με ματιές και φωνές πρόστυχες, σκίζουν τα ρούχα της ηρωίδας, περνούν βελόνες στο κορμί της, εκείνη τρέχει να γλιτώσει, μα από παντού ξεφυτρώνουν οι Δολοφόνοι…

Όλα αυτά τα πρόσωπα είναι οι πρωταγωνιστές μικρών σουρεαλιστικών στιγμιότυπων, στο πλαίσιο μιας πρωτοπρόσωπης εξομολόγησης πολύτιμης έμπνευσης και σπάνιας λογοτεχνικής αξίας, με φόντο τη μοναξιά και την αλλοτρίωση της αμερικάνικης μεγαλούπολης ως μετωνυμία της σύγχρονης ζωής.

«Η Παναγιά κλαίει. Τρέχω κι εγώ, μ΄ από τον κόσμο δεν μπορώ να μπω. Όλοι μιλούν με φόβο και με περιέργεια για το θαύμα. Είναι η μοναδική Παναγία της πολιτείας που κλαίει, κι είναι πολύ για τη μικρή κι ασήμαντη γειτονιά μας. Παρακαλώ για να μ αφήσουνε να μπω, θέλω να δω, με σπρώχνουν, με πατούν, πονώ, ίσαμε που άρχισα να κλαίω κι εγώ. Μα ξαφνικά σαν μ είδανε να κλαίω, όλοι τους γύρω μου φτιάξανε κύκλο και σιγά σιγά απομακρυνόντουσαν από κοντά μου ταραγμένοι αφήνοντας με μόνη στο κέντρο ενός κύκλου που ολοένα μεγάλωνε, κι εγώ να κλαίω και να γίνομαι ένα μικρό σημάδι της πολιτείας, ενώ αυτοί να φεύγουν και να χάνονται στους γύρω δρόμους ψελλίζοντας: Η Παναγία που κλαίει.»

Tο «Χαμόγελο της Τζοκόντας» καταργεί τα όρια ανάμεσα στην λογιοσύνη και την λαϊκότητα. Είναι η πηγαία έκφραση ενός ανείπωτου λυρικού κόσμου, αυτού του Μάνου Χατζιδάκι, που με το ακριβό φιλί των Μουσών χάρισε στην ορχηστρική μουσική την δημοφιλία που της αξίζει. Κι επιβεβαιώνει περίτρανα αυτό που ανέκαθεν ο ίδιος πρέσβευε με το έργο του:

Τραγούδι είναι η συντομότερη απόσταση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους…

Του Δημήτρη Πατώκου

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ