Δημήτρης Πατώκος: Ο Μίκης Θεοδωράκης εξόριστος στον σκοτεινό αιώνα…

Ο Μίκης Θεοδωράκης άνοιξε δρόμους σε όσα σήμερα λογαριάζουμε ως δεδομένα. Διαμόρφωσε τη δική του αισθητική πρωτοπορία βασισμένη σε τρεις πυλώνες: την έντεχνη σύνθεση, την ανυποχώρητη κοινωνική αντίσταση αλλά και μια υψηλής ποιότητας εκλαΐκευση.

NEWSROOM
Δημήτρης Πατώκος: Ο Μίκης Θεοδωράκης εξόριστος στον σκοτεινό αιώνα…

Του Δημήτρη Πατώκου 

Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά

πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.

Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος

Είσαι Έλληνας.

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ «ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ»

Εξόριστε Ποιητή, στὸν αἰώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ  «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ»

Και κάπως έτσι, εκείνο το μελαγχολικό πρωί της περασμένης Πέμπτης αποχαιρετίσαμε τον πραγματικά τελευταίο πλέον μύθο του νεότερου Πολιτισμού αλλά και της αιμάσσουσας Ιστορίας μας. Βυθιστήκαμε ξανά στον μαγικό ωκεανό της θείας μουσικής του, που μπορεί να λησμονήσαμε σε κάποιες περιόδους της ζωής μας, ωστόσο δεν πάψαμε ποτέ να την κουβαλάμε εντός μας! Τον τελευταίο καιρό, με επίγνωση της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας του, προσπαθούσα να φανταστώ πως θα αντιδρούσε με τα ναρκωμένα αντανακλαστικά της η σημερινή Ελλάδα στο αναπόφευκτο γεγονός της αναχώρησης του. Πένθιμες καμπάνες, μεσίστιες σημαίες, θλιμμένα πρόσωπα, πολυήμερα αφιερώματα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, εμβληματικά πρωτοσέλιδα εφημερίδων, ένα γλυκόπικρο συναίσθημα εθνικής υπερηφάνειας αλλά και περισυλλογής. 

Είναι αυτονόητη η αμηχανία όταν καλείσαι να μεταφέρεις λέξεις στο χαρτί για τον Μίκη Θεοδωράκη. Τι να γράψεις που να μην έχει γραφτεί; Τι να πεις που να μην έχει ειπωθεί; Κι όμως η ανάγκη να εκφραστείς παραμένει ασίγαστη! Να επιχειρήσεις μια αποτίμηση του έργου του; Ασφαλώς αστειεύεστε! Να προσπαθήσεις να αφηγηθείς κεφάλαια ενός πολυτάραχου βίου; Μα το όνομά του ήταν ταυτόσημο με την πολυτάραχη νεότερη Ιστορία μας! Πρωταγωνιστής αδιαφιλονίκητος σε κάθε της κεφάλαιο. Δεν την άντεχε την αφάνεια! Διεκδικούσε ρόλο πρωταγωνιστικό! Πάντα χειμαρρώδης, πολυσχιδής και πρωτίστως οικουμενικός, σε μια χώρα και μία περίοδο που αυτό παρέμενε σταθερά επιτακτικό ζητούμενο (καθώς ουδέποτε το επέτυχε ο πολιτικός μας κόσμος)! Οπότε; Μήπως θα είχε ενδιαφέρον να ξεδιπλώσει κανείς τη βιωματική του σχέση με την απαράμιλλη Τέχνη του; Και πάλι η πρωτοτυπία δεν είναι εφικτή! Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν αγάπησε τραγούδια του, που δεν γοητεύτηκε από τη μαυροντυμένη φιγούρα ενός θεόρατου αναστήματος που διηύθυνε με πάθος ορχήστρα και τραγουδιστές και την ίδια στιγμή πραγματικά υπερίπτατο. Αλήθεια! Έδειχνε να μην πατάει στη γη…

Στα κεφάλαια της ζωής μας, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πάντα παρών. Στις οικογενειακές μεταπολιτευτικές συναθροίσεις, στα ακούσματα του πατέρα, στις νεανικές μας αναζητήσεις, στα ακούσματα της ωριμότητάς μας. Στο αιώνιο δίλημμα «Μάνος ή Μίκης», προσωπικές κατανυκτικές ακροάσεις ή στρατευμένη τέχνη στο ύψος της συλλογικής υπερηφάνειας, ο καθένας μας έδωσε τις δικές του απαντήσεις, εντούτοις δεν κατόρθωσε τίποτα να απαρνηθεί ή ελαφρά τη καρδία να προσπεράσει…

Ο Μίκης Θεοδωράκης άνοιξε δρόμους σε όσα σήμερα λογαριάζουμε ως δεδομένα. Διαμόρφωσε τη δική του αισθητική πρωτοπορία βασισμένη σε τρεις πυλώνες: την έντεχνη σύνθεση, την ανυποχώρητη κοινωνική αντίσταση αλλά και μια υψηλής ποιότητας εκλαΐκευση. Η τελευταία πάντρεψε το υποτιμημένο και περιφρονημένο μπουζούκι με τον ακριβό λόγο των μεγάλων μας ποιητών. Αυτό το επίτευγμα, με αφετηρία τον «Επιτάφιο», του το χρωστάμε εσαεί! Δεν έκρυψε ποτέ τις επιδράσεις του, έσκυψε να πιεί νερό, με ταπεινότητα, μέσα από πρωτογενείς πηγές, τη βυζαντινή μουσική, τη δημοτική μας παράδοση, το επτανησιακό μέλος και ασφαλώς το λαϊκό τραγούδι του Τσιτσάνη, του Χιώτη και του Μητσάκη. Δεν έμεινε, όμως στάσιμος! Τις εμπλούτισε με τις επιδράσεις του από την κλασική και την σύγχρονη μουσική, αναμετρήθηκε χωρίς τη συνήθη εγχώρια μιζέρια και συμπλέγματα κατωτερότητας με μουσικά μεγέθη του παγκόσμιου στερεώματος και συνομίλησε μαζί τους επί ίσοις όροις. Τον τραγούδησαν η Edith Piaf, η Joan Baez, ακόμα και οι Beatles (σε μία πανέμορφη πρώιμη ηχογράφηση στο BBC)! Κι όλα αυτά, δίχως ποτέ να σαγηνευτεί από τις σειρήνες της διεθνούς καριέρας και να παρεκκλίνει από τον στόχο του: αυτόν της έντονης και γόνιμης πολιτικοποίησης! Αυτό που τον έκανε στόχο της εκάστοτε εξουσίας, «δημοκρατικής» ή δικτατορικής για αρκετές δεκαετίες.

Θα συμφωνήσουμε ότι οποιαδήποτε απόπειρα φίμωσης ενός δημιουργού δεν φανερώνει τίποτε άλλο από την αναμφισβήτητη ισχύ της Τέχνης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αλλά και τον ανομολόγητο φόβο της εξουσίας απέναντι στη δύναμη ενός καλλιτεχνικού έργου. Ο Θεοδωράκης υπέστη, στην πορεία του, αυτού του είδους την περιστολή της πολιτικής και καλλιτεχνικής του έκφρασης. Φρονώ ότι πέρα από την αυτονόητη δυσφορία του, αναντίρρητα το βίωσε ενδόμυχα ως τίτλο τιμής, άφθαρτο παράσημο, ως ακλόνητο τεκμήριο ότι σε καιρούς χαλεπούς υπηρετεί ορθά το λειτούργημά του, εφόσον η εξουσία, ενίοτε με την ισχύ των όπλων και του χρήματος έφτασε στο σημείο να τον απαγορεύει, άρα να τον φοβάται.

«Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», η λαϊκή όπερα του Μίκη Θεοδωράκη, αποτελεί ένα από τα πλέον συγκλονιστικά έργα του. Το έργο ανεβαίνει στις 15 Οκτωβρίου 1962 από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, στο Θέατρο Καλουτά στην Αθήνα, με σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη, σκηνικά και κοστούμια Νίκου Νικολάου και χορογραφίες Ζουζούς Νικολούδη. Σε ανοιχτή επιστολή, με ημερομηνία 1η Οκτωβρίου 1962, που τυπώθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα και μοιράστηκε σε συνοικίες και σωματεία, ο Μίκης Θεοδωράκης υποστηρίζει πως στόχος του πολιτικού εκείνου έργου ήταν η «εθνική συμφιλίωση». Οφείλουμε να αντιληφθούμε τη βαρύτητα της θέσης του δημιουργού, ο οποίος μιλούσε για «ενότητα» και δήλωνε: «Είμαι έτοιμος να δώσω το χέρι και να ξεχάσω για πάντα τα μαρτύρια και τις εξορίες, αν πρόκειται να συμφωνήσουμε γύρω από ένα πλατύ πρόγραμμα, που θα εξασφαλίζει την αναγέννηση της πατρίδος». 

Ομολογουμένως, οι θέσεις αυτές δεν άρεσαν ούτε στην ΕΔΑ και ευρύτερα στην Αριστερά της εποχής, η οποία δεν ήταν έτοιμη να αποδεχθεί πως θύτες και θύματα θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και θα συζητήσουν, με αποτέλεσμα να «θάψει» ουσιαστικά το έργο μέσα από τα έντυπά της.

Ο αριστουργηματικός δίσκος, σήμα κατατεθέν της εθνικής συμφιλίωσης στη δεκαετία του ‘60 «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση (εκεί συναντάμε και τα «Περιβόλια», ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα από καταβολής ελληνικής μουσικής!) θα υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία και από τον κρατικό έλεγχο, μέχρι τελικά να κυκλοφορήσει λειψός. Τα τραγούδια «Αλυσίδα» και «Τραγούδι κόκκινο θα πω» θα λογοκριθούν και θα ηχογραφηθούν τριάντα χρόνια μετά, σε νεότερη εκτέλεση του έργου. Ωστόσο, πέρα από τα «Περιβόλια», τραγούδια όπως το «Ένα δειλινό», τον «Παύλο και τον Νικολιό», το «Όνειρο» και κυρίως το καταληκτικό χορωδιακό «Ενωθείτε χέρια χέρια» εξακολουθούν να προκαλούν αβίαστα ρίγη συγκίνησης!  

Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο άκρατος λογοκριτικός μηχανισμός θα απαγορεύσει ολοσχερώς την κυκλοφορία του έργου του. Την περίοδο αυτή ο Θεοδωράκης έχει μόλις τελειώσει την ηχογράφηση των τραγουδιών του δίσκου «6 Θαλασσινά φεγγάρια» με ερμηνευτές την Βίκυ Μοσχολιού και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Παράλληλα, ετοιμάζει τον νέο του δίσκο «Romancero Gitano» του Federico García Lorca, σε ελεύθερη απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη, με ερμηνεύτρια την Αρλέτα, αλλά και έναν κύκλο τραγουδιών του Μάνου Ελευθερίου με τίτλο «Λαϊκά». Δεν θα κυκλοφορήσει κανένα από τα έργα αυτά! Λίγες μέρες μετά την κήρυξη του πραξικοπήματος, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη απαγορεύεται με ειδικό διάταγμα του αρχηγού του επιτελείου του ελληνικού στρατού Οδυσσέα Αγγελή: 

«1) Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν τα ακόλουθα, ισχύοντα δια ολόκληρον την επικράτειαν: Απαγορεύεται: α) η ανατύπωσις ή η εκτέλεσις της μουσικής και των ασμάτων του κομμουνιστού συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη, τέως αρχηγού της νυν διαλυθείσης κομμουνιστικής οργανώσεως «Νεολαία Λαμπράκη», δεδομένου ότι η εν λόγω μουσική εξυπηρετεί τον κομμουνισμόν  β) το άδειν άπαντα τα άσματα, τα χρησιμοποιούμενα υπό της κινήσεως της κομμουνιστικής νεολαίας, διαλυθείσης δυνάμει της παραγράφου 8 του διατάγματος της 6ης Μαΐου 1967, δοθέντος ότι τα εν λόγω άσματα υποκινούν πάθη και διενέξεις εις τους κόλπους του πληθυσμού. 2) Οι παραβαίνοντες την ως άνω διαταγήν πολίται θα πρέπει να παραπέμπονται αμέσως ενώπιον στρατοδικείων και θα δικάζωνται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκτάκτου νομοθεσίας».

Επί επτά χρόνια δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα ούτε ένας δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη, από τα μέσα του 1967 μέχρι το καλοκαίρι του 1974! Οι ηχογραφήσεις του εξωτερικού έφταναν κρυφά στη χώρα μας σε παράνομες μαγνητοταινίες ή δίσκους με ετικέτες και εξώφυλλα άλλων, «ακίνδυνων» καλλιτεχνών. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία που μου αφηγείτο ένας συμφοιτητής μου: το 1973, ο πατέρας του έφερε οδικώς, κρυφά από το Παρίσι, τον αριστουργηματικό δίσκο «Κατάσταση πολιορκίας», κρυμμένο σε ένα εξώφυλλο άσχετου δίσκου, νομίζω του Adamo. Είχε, όμως, την απρονοησία, σε όλη τη διάρκεια του πολύωρου ταξιδιού, να τον ξεχάσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, με τον ήλιο να τον κοιτά κατάματα! Προς γενική απογοήτευση της παρέας, ο δίσκος είχε τόσο πολύ στραβώσει που μετά βίας έπαιξε στο πικάπ…

Ο Θεοδωράκης αναγορεύθηκε σε φόβητρο για το δικτατορικό καθεστώς: «Έχετε άρματα μάχης, έχω τραγούδια. Το κακό για εσάς είναι ότι δεν βρήκατε άρματα να σκοτώνουν τα τραγούδια. Είμαι πιο δυνατός από εσάς, γιατί ο χρόνος φθείρει τα άρματα, ενώ δυναμώνει τα τραγούδια». Οι δίσκοι του Θεοδωράκη κυκλοφορούν παράνομα και ακούγονται σε χαμηλή ένταση, πίσω από κλειδωμένες πόρτες. Μετά από αιφνιδιαστικές εφόδους σε σπίτια, άνθρωποι συλλαμβάνονται και απαγορευμένοι δίσκοι, όπως η «Ρωμιοσύνη» και οι «Λιποτάκτες» κατάσχονται ως πειστήρια εγκλήματος. Για το κλίμα της εποχής, έχει ενδιαφέρον η παρακάτω είδηση, που δημοσιεύεται στις εφημερίδες: «Το στρατοδικείον της Θεσσαλονίκης κατεδίκασε την παρελθούσαν Τετάρτη, τον Κωνσταντίνο Δαούτην, ηλικίας 24 ετών, εις τετραετήν φυλάκιση, διότι επώλησεν δίσκο του Θεοδωράκη».

Τον Αύγουστο του 1968, ο Θεοδωράκης βρέθηκε εξόριστος, σε κατ’οίκον περιορισμό στο ερημικό ορεινό χωριό της Αρκαδίας, τη Ζάτουνα, το οποίο είχε και τη φήμη ότι ήταν αντικομουνιστικό. Τη φύλαξή του ανέλαβε μια ολόκληρη διμοιρία χωροφυλάκων, οι οποίοι περιπολούσαν το σπίτι, σε εικοσιτετράωρη βάση. Ο ίδιος είχε το δικαίωμα να κυκλοφορήσει στο χωριό μόνο για τέσσερις ώρες την ημέρα, με συνοδεία δύο αστυνομικών και ήταν υποχρεωμένος να παρουσιάζεται δύο φορές την ημέρα στο αστυνομικό τμήμα. Οι χωροφύλακες είχαν εντολές να μην επιτρέπουν την επικοινωνία του Θεοδωράκη με τον έξω κόσμο. Βρισκόταν σε πλήρη απομόνωση. 

Τον πρώτο καιρό δεν του επέτρεπαν να διαβάζει βιβλία, να έχει αλληλογραφία, ενώ απαγορευόταν ακόμα και οι ίδιοι οι χωροφύλακες να του μιλάνε. Αλλά καθώς ήταν κι αυτοί “εξόριστοι” κι απομονωμένοι μαζί με τον ίδιο, με τον καιρό άρχισαν να τον συμπαθούν και έγιναν το πρώτο ακροατήριο των τραγουδιών που συνέθετε ο Θεοδωράκης στο πιάνο. Ήταν οι ιστορικές του «Αρκαδίες»!

Όταν του επέτρεψαν οι αστυνομικές αρχές να μεταφέρει το πιάνο του στη Ζάτουνα, με δεδομένη την καθολική απαγόρευση ακρόασης και ερμηνείας των τραγουδιών του, βρέθηκε σε αμηχανία! Τί να παίξει; Αφού ήταν «απαγορευμένος»! Σιγά-σιγά άρχισε να παίζει κάποιες μελωδίες και καθώς η έμπνευση τον συνεπήρε άρχισε δειλά να συνθέτει. Όταν οι δεσμώτες του δυσανασχετούσαν, εκείνος έβγαινε στο μπαλκόνι και με χαμόγελο και ύφος παιγνιώδες τους φώναζε: «Χατζιδάκις!», σα να τους λέει με μία αδιόρατα κρυμένη ειρωνεία, ότι οι άγνωστες μελωδίες που άκουγαν δεν ήταν δικές του αλλά του έτερου μεγάλου μας Συνθέτη. Αυτό επαναλήφθηκε κάμποσες φορές μέχρι που  αποφάσισε να συνδυάσει δικό του μουσικό και στιχουργικό περιεχόμενο με γνωστά ρεφραίν του Μάνου Χατζιδάκι, έτσι ώστε να ξεγελάει τους χωροφύλακες φρουρούς του. Με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε το τραγούδι «Είμαι Ευρωπαίος» σε στίχους του Μίκη Θεοδωράκη και μουσική του ίδιου αλλά και… του Μάνου Χατζιδάκι!

Είμαι Ευρωπαίος

έχω δυο αυτιά

το ένα μόν’ ακούει

απ’ τ’ ανατολικά.

Την πόρτα μου χτυπάει

και πάλι ο φασισμός

όμως σε τέτοιους ήχους

είμαι εντελώς κουφός.

(Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό).

Έχω ένα αυτί μεγάλο

τ’ άλλο πολύ μικρό

κι έτσι ήσυχος τρυγάω

χαρά, πολιτισμό.

(Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό).

Στην εξορία, ο Θεοδωράκης θα πάρει στα χέρια του το χειρόγραφο ενός εκτενούς ποιήματος. Το είχε γράψει κατά την διάρκεια της κράτησής της στην Ασφάλεια μία άγνωστη γυναίκα, η Ρένα Χατζηδάκη (Μαρίνα), κόρη της Λιλής Ζωγράφου. Το ποίημα με τίτλο «Κατάσταση Πολιορκίας» θα μελοποιηθεί από τον συνθέτη, που το χαρακτήρισε «ανυπέρβλητο σε ομορφιά, δύναμη και αλήθεια ποίημα. Κάθε λέξη, κάθε εικόνα και νόημα μπηγόταν στην σάρκα μου. Με πονούσαν, με ανακούφιζαν, με λύτρωναν. Ήταν η φωνή μας». Η «Κατάσταση Πολιορκίας» μαζί με τα «Τραγούδια του Ανδρέα» θα αποτελέσουν μουσικά σημεία αναφοράς του αντιδικτατορικού αγώνα. Τα τελευταία αποτέλεσαν έναν φόρο τιμής στον φίλο, συναγωνιστή και συγκρατούμενο του Μίκη Ανδρέα Λεντάκη, στο αποκρουστικό κτίριο της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας, «ένα ελάχιστο δείγμα της αγάπης και του θαυμασμού μου στο πρόσωπό του», όπως έλεγε ο Μίκης.

Στο αυτοβιογραφικό του έργο «Το Χρέος», ο Θεοδωράκης περιέγραφε:

«ΚΕΛΙ ΑΡ.3. Το κελί των γυναικών. Στον τοίχο κολλημένες φωτογραφίες παιδιών. Το γυναικείο άρωμα κρέμεται από το ταβάνι. Πλησιάζω το παράθυρο. Ο φωταγωγός. Η ταράτσα. Ο θόρυβος των γραφείων. Οι άγριες φωνές. Χτυπώ. Πλάι στο αποχωρητήριο, το πρώτο μου κελί. Ο ιούδας ανοιχτός. Βάζω βιαστικά το μάτι. Ο Αντρέας! Υποχωρώ. Ένα μάτι με παρατηρεί. Μετά μεγαλώνει. Μπαίνω στο ‘‘μέρος’’. Χτυπώ τον τοίχο συνθηματικά. Ξαναβγαίνω. Μια γρήγορη ματιά. Ο Αντρέας καθισμένος κατάχαμα, χορεύει! Μεσ’ στο κελί ετοιμάζω το Μορς των φυλακών».

Στα τέλη του 1973, σημειώθηκε μία κατ’επίφαση προσπάθεια χαλάρωσης των κατασταλτικών μέτρων, ένα είδος «φιλελευθεροποίησης» της χούντας. Τους προηγούμενους μήνες δαιμόνιος Μάκης Μάτσας της ανερχόμενης τότε δισκογραφικής εταιρείας είχε επισκεφθεί ουκ ολίγες φορές τον αυτοεξόριστο στο Παρίσι συνθέτη για να του προτείνει μία πρωτότυπη συμφωνία! Του πρότεινε αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας με γενναία προκαταβολή και τον όρο ότι θα κατόρθωνε σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα να αποδεσμεύσει την μουσική του από τις απαγορευτικές διατάξεις της δικτατορίας. Αν δεν το κατάφερνε στο διάστημα αυτό, το συμβόλαιο δεν θα είχε πλέον ισχύ και η εταιρεία θα έχανε την προκαταβολή. Πράγματι, σε λίγο καιρό και με «βαριά καρδιά» από την πλευρά του καθεστώτος, δόθηκε το πράσινο φως για την ηχογράφηση κάποιων τραγουδιών του μεγάλου μας Συνθέτη και την επανακυκλοφορία παλαιότερων δίσκων του. Ήδη στο θρυλικό studio της Columbia, σε ώρες νυχτερινές και με χαλαρές «σκοπιές» πέριξ του κτιρίου, είχαν ηχογραφηθεί κρυφά τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου, με τον νεαρό αλλά καθιερωμένο τότε Γιώργο Νταλάρα και την Άννα Βίσση στην παρθενική της εμφάνιση. Η επιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη στην εγχώρια δισκογραφία ήταν γεγονός. Οι βιτρίνες των μεγάλων δισκοπωλείων είχαν στολίσει τις βιτρίνες τους ανάλογα και ανέμεναν την επίσημη κυκλοφορία. Ο αξέχαστος Χάρης Τσακματσιάν, υπάλληλος τότε της εταιρείας MINOS, μου διηγήθηκε πως είχε κατέβει, με το πρώτο προς ακρόαση δείγμα του δίσκου, στα μεγάλα δισκοπωλεία του κέντρου της Αθήνας, για να πάρει τις πρώτες παραγγελίες από τα καταστήματα, όπως συνηθιζόταν τότε.  Ήταν το απόγευμα της 16ης προς 17η Νοέμβρη του 1973! Η Αθήνα φλεγόταν, αστυνομία και τανκς παντού γύρω από το Πολυτεχνείο και εκείνος, με άδεια αλλά και άγνοια κινδύνου, κυκλοφορούσε αποκλεισμένος στο κέντρο της πόλης με τον συγκεκριμένο δίσκο κρυμμένο μέσα στο μπουφάν του. Τα μέτρα φιλελευθεροποίησης ήρθησαν, βέβαια, την επόμενη μέρα. Οι βιτρίνες ξεστολίστηκαν. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει τελικά το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, τον Ιούλιο του 1974 και με ένα κοινό διψασμένο για πολιτικό τραγούδι, θα επιτύχει το ρεκόρ της αυθημερόν εξάντλησης! 

Ανέκαθεν με διασκέδαζε να φτιάχνω κατά καιρούς λίστες με αγαπημένα έργα και μεμονωμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Πέρα από τις όποιες διαφοροποιήσεις, στις λίστες αυτές – που ενίοτε έγιναν και κασέτες χαρισμένες σε φίλους- είχε πάντα θέση το δροσερό «Αρχιπέλαγος» που με τη φωνή της Λίντα φώτιζε τις φοιτητικές μου αναζητήσεις, η «Γειτονιά των αγγέλων» με το ονειρικό χασάπικο «Από το παράθυρό σου…», ο ανείπωτος λυρισμός του «Μαουτχάουζεν» με το λυτρωτικό «Άσμα Ασμάτων», ο «Όμηρος» του Μπρένταν Μπίαν, με το δικό μου λατρεμένο «Άνοιξε λίγο το παράθυρο» (εκεί κοιμάται και το «Γελαστό παιδί» που ενίοτε ακούει στο όνομα Γρηγόρης Λαμπράκης), ο «Ήλιος και ο Χρόνος» με τα σπαρακτικά «Κελιά», το «Άξιον Εστί», στο οποίο ο δημιουργός με κομμάτια όπως «Ναοί στο σχήμα του ουρανού» και «Με το λύχνο του άστρου» υπερβαίνει την γήινη του υπόσταση και εμφορείται από έμπνευση κυριολεκτικά Θεία! Αναντίρρητα και σταθερά στις πρώτες θέσεις της καρδιάς μου παραμένει πάντα ολοκληρωμένο «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού»! 

Ευτυχώς ή δυστυχώς κάποιες αναφορές, κάποιες αφηγήσεις, κάποια άρθρα είναι προορισμένα να μένουν πάντα ανολοκλήρωτα. Ημιτελή εκ φύσεως. Ο Μίκης Θεοδωράκης τα έζησε όλα. Τον θρίαμβο, την αποθέωση, την παγκόσμια εμβέλεια αλλά και την ανελέητη κριτική, την απομόνωση, ενίοτε και τη λήθη. Πόσο τραγική ειρωνεία, την ημέρα της φυγής του, οι πιτσιρικάδες θρηνούσαν το πρόωρο τέλος νεαρού «τράπερ», που ίσως κι αυτός να θέλησε να χτίσει τον προσωπικό του μύθο σε μια άλλη γενιά. Γεγονός είναι πως ο βίος του Μίκη Θεοδωράκη παραμένει ελκυστική αφορμή να εντρυφήσουμε σε πτυχές της Ιστορίας ενός σκοτεινού και ματωμένου αιώνα. Και ταυτόχρονα να αφήσουμε εκτεθειμένες τις αισθήσεις μας κι ελεύθερη την συγκίνησή μας σε ένα έργο-ποταμό που έδωσε στις ζωές μας χρώμα και παλμό…

 

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr