Εισαγγελείς προς Φλωρίδη για τη ρύθμιση περί κωλυμάτων εντοπιότητας δικαστικών λειτουργών: “Εμφανίζεται τελείως ακατανόητη” λέει η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος
Εισάγεται, επισημαίνει, για πρώτη φορά στην ιστορία της οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων η έννοια της εφετειακής περιφέρειας. Θα δημιουργήσει προβλήματα στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.

Νέα επιστολή απηύθυνε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, αφήνοντας αιχμές για την απόφαση να εφαρμόζονται τα κωλύματα εντοπιότητας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας.
Στη νέα επιστολή ζητεί αφενός μεν την επανεξέταση της σχετικής πρότασης νόμου, ώστε να μην εισαχθεί στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 49 παρ. 6 Ν. 4938/2022 η έννοια της εφετειακής περιφέρειας ως προς την ισχύ των κωλυμάτων εντοπιότητας, που προβλέπονται σε αυτήν, αφετέρου δε την άμεση επαναφορά της τελευταίας αυτής διάταξης στην αρχική της μορφή, όπως δηλαδή αυτή είχε ψηφιστεί στις 2.6.2022, ώστε να εξαιρεθούν από τα κωλύματα εντοπιότητας τα δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Λάρισας, Ηρακλείου, Βόλου, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Χαλκίδας, Σερρών, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης, Κατερίνης, Καλαμάτας, Καβάλας, Χανίων, Λαμίας, Αγρινίου, Κομοτηνής, Μυτιλήνης, Κέρκυρας, Ρόδου και Κοζάνης.
Αφορμή για την νέα επιστολή στάθηκαν οι πληροφορίες για «πρόθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να τροποποιήσει έτι περαιτέρω τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών [Ν. 4938/2022], ώστε να εφαρμόζεται σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας η απαγόρευση τοποθέτησης του δικαστικού λειτουργού και άσκησης του λειτουργήματός του σε δικαστήριο ή εισαγγελία στην περιφέρεια του οποίου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή πρόσωπο με το οποίο αυτός έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης».
Και όπως υπογραμμίζει: «Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος θα επιδιώξει να αναπτύξει τις θέσεις της επί των ανωτέρω και σε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης, αλλά και ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης κατά τη διαδικασία ακρόασης των φορέων, στην περίπτωση που περιληφθεί τελικά σε σχέδιο νόμου τέτοια πρόβλεψη».
Στην επιστολή τονίζεται ότι «οποιαδήποτε, δε, υπόνοια μεροληψίας αντιμετωπίζεται θεσμικώς, εκ μέρους μεν των διαδίκων με την δυνατότητα άσκησης αίτησης εξαίρεσης, με πρωτοβουλία δε των δικαστών διά της δήλωσης αποχής αυτών από την άσκηση των καθηκόντων τους σε συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ποινικώς ή πειθαρχικώς κολάσιμες συμπεριφορές ή δεοντολογικώς αποκλίνουσες δραστηριότητες δικαστικών λειτουργών αντιμετωπίζονται με θεσπισμένες διαδικασίες, τις οποίες τα αρμόδια μέλη του ίδιου του Δικαστικού Σώματος κινούν αμέσως, με στόχο την κάθαρσή του και την συνακόλουθη βελτίωση του, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους».
Υπογραμμίζει δε η Ένωση πως «η τροποποίηση που επεξεργάζεστε μόνον ερμηνευτικά προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει [π.χ. δεν είναι νοητή η διαφορετική προσέγγιση της έννοιας της περιφέρειας των δικαστηρίων, για τα οποία ισχύει η απαγόρευση, από την έννοια της περιφέρειας των δικαστηρίων, τα οποία εξαιρούνται και αναγκαστικά θα επικρατήσει η ίδια ερμηνευτική προσέγγιση και στις δυο ως άνω περιπτώσεις, οδηγώντας στην έμμεση διεύρυνση της εξαίρεσης του εδ. β’ και σε δικαστήρια πόλεων, με πολύ μικρό πληθυσμό, στα οποία σήμερα υφίσταται κώλυμα εντοπιότητας, όπως αυτά ιδίως της εφετειακής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης ή των Πατρών]».
Και καταλήγει: «Ανεξαρτήτως αυτών, πάντως, είναι σίγουρο ότι η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να πετύχει τη διαφαινόμενη στόχευση της, που είναι η απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από τα δικαστήρια της πόλης, όπου ασκεί το λειτούργημα του δικηγόρου ιδίως σύζυγος ή πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αλλά είναι βέβαιο ότι θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα».
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΠΡΟΣ τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης, Γεώργιο Φλωρίδη
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Με προηγούμενη επιστολή μας [με αριθμό πρωτοκόλλου 15-04/03/2025], επισημάναμε τη μόλις προ τριετίας επιλογή του νομοθέτη του νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών [Ν. 4938/2022], να εξαιρέσει από το κώλυμα του άρθρου 49 παρ. 6 αυτού, ήτοι από την απαγόρευση τοποθέτησης και άσκησης του λειτουργήματός τους σε δικαστήριο ή εισαγγελία στην περιφέρεια του οποίου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης, τους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στα δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Λάρισας, Ηρακλείου, Βόλου, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Χαλκίδας, Σερρών, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης, Κατερίνης, Καλαμάτας, Καβάλας, Χανίων, Λαμίας, Αγρινίου, Κομοτηνής, Μυτιλήνης, Κέρκυρας, Ρόδου και Κοζάνης.
Ο νομοθέτης υιοθέτησε τα παραπάνω, ακριβώς διότι έκρινε ότι έτσι εξορθολογίζεται η αντιμετώπιση των κωλυμάτων εντοπιότητας, λαμβανομένων υπόψη πληθυσμιακών κριτηρίων καθώς και των αναγκών λειτουργίας των μικρότερων σε αριθμό υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών δικαστηρίων [βλ. αιτιολογική έκθεση στο εν λόγω σχέδιο νόμου].
Πράγματι, η εξαίρεση από τα εν λόγω κωλύματα των παραπάνω δικαστηρίων συνέβαλε γενικά τόσο στην αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών, που υπηρετούν σε αυτά, λόγω της εγγύτητας προς τον τόπο κατοικίας τους, στην ενίσχυση του οικογενειακού θεσμού και την αντιμετώπιση των πρόσθετων οικονομικών επιβαρύνσεων, δηλαδή των αναγκαίων κατά μήνα εξόδων της (οδικής, θαλάσσιας ή εναέριας) μετακίνησης και διαμονής τους, όσο και στην αρτιότερη στελέχωση των δικαστηρίων των επαρχιακών πόλεων, ακριβώς λόγω του εύλογου ενδιαφέροντος των εν λόγω δικαστικών λειτουργών για την άμεση τοποθέτηση ή μετάθεσή τους στα δικαστήρια αυτά. Οποιαδήποτε, δε, υπόνοια μεροληψίας αντιμετωπίζεται θεσμικώς, εκ μέρους μεν των διαδίκων με την δυνατότητα άσκησης αίτησης εξαίρεσης, με πρωτοβουλία δε των δικαστών διά της δήλωσης αποχής αυτών από την άσκηση των καθηκόντων τους σε συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ποινικώς ή πειθαρχικώς κολάσιμες συμπεριφορές ή δεοντολογικώς αποκλίνουσες δραστηριότητες δικαστικών λειτουργών αντιμετωπίζονται με θεσπισμένες διαδικασίες, τις οποίες τα αρμόδια μέλη του ίδιου του Δικαστικού Σώματος κινούν αμέσως, με στόχο την κάθαρσή του και την συνακόλουθη βελτίωση του, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους.
Κι ενώ κανείς θα ανέμενε, ενόψει και των σύγχρονων συνθηκών, την περαιτέρω επέκταση της εξαίρεσης από τα εν λόγω κωλύματα και στα δικαστήρια άλλων πόλεων μέχρι την τελική κατάργηση, με την πάροδο των ετών, της αναχρονιστικής αυτής περί κωλυμάτων εντοπιότητας διάταξης, εντούτοις στο σχέδιο νόμου ‘‘Αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 – Πρόσθετες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας – Αναδιοργάνωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών – Ενίσχυση της λειτουργίας της Eurojust – Μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Δικονομικές διατάξεις αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και άλλες ρυθμίσεις’’, που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, στις 24.12.2024 και ψηφίστηκε στις 24.1.2025, εντελώς ξαφνικά και χωρίς κανένα δικαιολογητικό λόγο, αφού και στην ίδια τη σχετική αιτιολογική έκθεση, πέραν της τελείως τυπικής και στοιχειώδους αιτιολογίας, ουδεμία αναφορά γίνεται στην πραγματική ανάγκη που επέβαλε τη συγκεκριμένη ρύθμιση, περιορίστηκαν τα δικαστήρια που εξαιρούνται από την εφαρμογή των εν λόγω κωλυμάτων εντοπιότητας σε εκείνα των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πάτρας και Λάρισας.
Δεδομένου ότι η αρχική διάταξη του άρθρου 49 παρ. 6 Ν. 4938/2022 είχε ψηφιστεί πολύ πρόσφατα [στις 2.6.2022], υιοθετώντας την επίμαχη εξαίρεση από τα κωλύματα εντοπιότητας για τα δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Λάρισας, Ηρακλείου, Βόλου, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Χαλκίδας, Σερρών, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης, Κατερίνης, Καλαμάτας, Καβάλας, Χανίων, Λαμίας, Αγρινίου, Κομοτηνής, Μυτιλήνης, Κέρκυρας, Ρόδου και Κοζάνης, οι δε συνθήκες που οδήγησαν στην υιοθέτηση της ουδόλως έχουν μεταβληθεί, αλλ’ ούτε και ο νομοθέτης υπονόησε ο,τιδήποτε περί αυτού, ενώ οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, στη συντριπτική πλειονότητα τους, ασκούν τα καθήκοντα τους υποδειγματικά και όποια προβλήματα παρουσιάζονται αντιμετωπίζονται με βάση άλλες διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, αλλά και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την προηγούμενη επιστολή μας ζητήσαμε την άμεση επαναφορά της διάταξης στην αρχική της μορφή, όπως δηλαδή αυτή είχε ψηφιστεί στις 2.6.2022, ώστε να εξαιρεθούν από τα κωλύματα εντοπιότητας του άρθρου 49 παρ. 6 Ν. 4938/2022 τα δικαστήρια όλων των προαναφερόμενων πόλεων.
Αναμένοντας ακόμη την απάντηση – τοποθέτηση σας, πληροφορηθήκαμε πρόσφατα από δημοσιεύματα σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, την πρόθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να τροποποιήσει έτι περαιτέρω τη συγκεκριμένη διάταξη, ώστε να εφαρμόζεται σε επίπεδο εφετειακής περιφέρειας η απαγόρευση τοποθέτησης των δικαστικού λειτουργού και άσκησης του λειτουργήματός του σε δικαστήριο ή εισαγγελία στην περιφέρεια του οποίου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος ή πρόσωπο με το οποίο αυτός έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης.
Η ως άνω τροποποίηση, με την οποία εισάγεται για πρώτη φορά στην ιστορία της οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων η έννοια της εφετειακής περιφέρειας, ως προς την ισχύ των κωλυμάτων εντοπιότητας, εμφανίζεται τελείως ακατανόητη, η δε εφαρμογή της στην πράξη θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα σε μεγάλο αριθμό δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι θα αναγκαστούν αφενός να απομακρυνθούν από την οικογενειακή τους στέγη, αποστερώντας τα μέλη των οικογενειών τους, ιδίως μάλιστα τα ανήλικα, που βρίσκονται σε ευαίσθητη ηλικία ή σε κρίσιμη φάση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, από την παρουσία τους στην αντιμετώπιση όσων προβλημάτων ανακύπτουν καθημερινά, αφετέρου να εξουθενωθούν σωματικά, ψυχικά και οικονομικά, κάτι που θα έχει αυτονόητες συνέπειες στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και τελικά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Σε κάθε περίπτωση, η τροποποίηση που επεξεργάζεστε μόνον ερμηνευτικά προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει [π.χ. δεν είναι νοητή η διαφορετική προσέγγιση της έννοιας της περιφέρειας των δικαστηρίων, για τα οποία ισχύει η απαγόρευση, από την έννοια της περιφέρειας των δικαστηρίων, τα οποία εξαιρούνται και αναγκαστικά θα επικρατήσει η ίδια ερμηνευτική προσέγγιση και στις δυο ως άνω περιπτώσεις, οδηγώντας στην έμμεση διεύρυνση της εξαίρεσης του εδ. β’ και σε δικαστήρια πόλεων, με πολύ μικρό πληθυσμό, στα οποία σήμερα υφίσταται κώλυμα εντοπιότητας, όπως αυτά ιδίως της εφετειακής περιφέρειας της Θεσσαλονίκης ή των Πατρών].
Ανεξαρτήτως αυτών, πάντως, είναι σίγουρο ότι η τροποποίηση αυτή δεν μπορεί να πετύχει τη διαφαινόμενη στόχευση της, που είναι η απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από τα δικαστήρια της πόλης, όπου ασκεί το λειτούργημα του δικηγόρου ιδίως σύζυγος ή πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, αλλά είναι βέβαιο ότι θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Και τούτο διότι βασική επιλογή για αμφότερα τα παραπάνω πρόσωπα του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης (δικαστικό λειτουργό και δικηγόρο, αντίστοιχα) θα είναι η διατήρηση της οικογενειακής συνοχής. Πράγματι, με δεδομένη την απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την οικογένεια του και την αδυναμία της τακτικής μετακίνησης του προς τον τόπο, όπου βρίσκεται αυτή, ιδίως λόγω της μεγάλης χιλιομετρικής απόστασης, αλλά και της δαπάνης χρόνου και της δυσβάσταχτης οικονομικής επιβάρυνσης, που θα απαιτούνται γι’ αυτήν, η επιλογή της διατήρηση της οικογενειακής συνοχής θα επιτυγχάνεται με τη μόνιμη διαμονή και του δικηγόρου – συζύγου δικαστικού λειτουργού ή προσώπου με το οποίο ο δικαστικός λειτουργός έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης στην πόλη εκείνη, στα δικαστήρια της οποίας θα είναι τοποθετημένος ο δικαστικός λειτουργός και τη συνεπακόλουθη άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος σε αυτήν σχεδόν αποκλειστικά και σε μόνιμη βάση, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, όπως καθορίζονται στο άρθρο 28 του Κώδικα Δικηγόρων [Ν. 4194/2013], κάτι που, υπό την ισχύουσα ρύθμιση και ερμηνεία της εν λόγω διάταξης αποφεύγεται σε ικανοποιητικό βαθμό, αφού η μικρότερη απόσταση μεταξύ των γειτονικών πόλεων, στις οποίες μπορεί αφενός μεν να τοποθετείται και να ασκεί το λειτούργημα του ο δικαστικός λειτουργός, αφετέρου δε να είναι διορισμένος και να ασκεί το λειτούργημα του ως δικηγόρος σύζυγος ή πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ο δικαστικός λειτουργός, επιτρέπει, κατά βάση, τη διακριτή άσκηση των λειτουργημάτων τους.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, ΖΗΤΟΥΜΕ την επανεξέταση της σχετικής πρότασης νόμου, ώστε να μην εισαχθεί στη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 6 Ν. 4938/2022 η έννοια της εφετειακής περιφέρειας ως προς την ισχύ των κωλυμάτων εντοπιότητας, που προβλέπονται σε αυτήν, αλλά και την άμεση επαναφορά της τελευταίας αυτής διάταξης στην αρχική της μορφή, όπως δηλαδή αυτή είχε ψηφιστεί στις 2.6.2022.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Γυναικοκτονία στο Μενίδι: Νεκρή 78χρονη – Τι ισχυρίζεται ο σύζυγός της Συμπλοκή ανηλίκων στο Αγρίνιο – Ενώπιον ανακριτή πέντε κατηγορούμενοι Πολεοδομία Ρόδου: Οι 34 βασικές υποθέσεις διαφθοράς που περιλαμβάνονται στη δικογραφία Δ. Βερβεσός: “Επιτακτική η ανάγκη άμεσης υιοθέτησης ενός ομοιόμορφου κανονιστικού πλαισίου” για την τεχνητή νοημοσύνηΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr