“Έκλεισαν τα μάτια” οι αρχές στη σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης – Είχε τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια

Ολιγωρία των υπηρεσιών πρόνοιας να αποτρέψουν την κακοποίηση. Πραγματοποίησαν μόνον 6 επισκέψεις σε 12 χρόνια. Δεν έλαβαν κανένα μέτρο να την προστατέψουν.

NEWSROOM
“Έκλεισαν τα μάτια” οι αρχές στη σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης – Είχε τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια

Τοποθετήθηκε σε ηλικία 5 ετών σε ανάδοχη οικογένεια, αλλά υπήρξε ολιγωρία από τις αρχές για τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη η ανήλικη από την πρώτη στιγμή και επί σειρά ετών από τον σύζυγο της οικογένειας.

Όπως καταγγέλλεται oι αρμόδιες αρχές δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της κακοποίησης καθώς επέδειξαν αδράνεια στην παρακολούθηση των συνθηκών διαβίωσης της ανήλικης.

Η ενήλικη πλέον προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μετά την απόρριψη όλων των προσφυγών της στις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Γαλλίας, χώρα καταγωγής της. Και όχι μόνον δικαιώθηκε από το ΕΔΔΑ, αλλά επιδικάστηκε και αποζημίωση 55.000 ευρώ.

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, από την αρχή της τοποθέτησής της σε ανάδοχη φροντίδα, η προσφεύγουσα βρισκόταν σε μία ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση λόγω, πρώτον, της πολύ νεαρής ηλικίας της (5 ετών στο χρόνο τοποθέτησής της) και, δεύτερον, του γεγονότος ότι ήταν παιδί που έμεινε χωρίς γονική μέριμνα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η σεξουαλική κακοποίηση της ανήλικης την οποία είχε υποστεί επί σειρά ετών, όπως προέκυψε από την ποινική διαδικασία και αμφισβητήθηκε μόνο εν μέρει από σύζυγο της ανάδοχης οικογένειας ήταν αρκετά σκληρή.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο ήταν κατάλληλο για προστασία των παιδιών από σοβαρή βλάβη, δεδομένου ότι εξασφαλίζονταν μια σειρά μέτρων και μηχανισμών για πρόληψη και εντοπισμό των κινδύνων κακομεταχείρισης σε ανάδοχες οικογένειες.

echr

Σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης: Μόνον 6 επισκέψεις επιθεώρησης σε 12 χρόνια

Ωστόσο, όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων πρόληψης και ανίχνευσης των μηχανισμών, το Δικαστήριο σημείωσε ότι μόνο έξι επισκέψεις επιθεώρησης είχαν πραγματοποιηθεί στη σχετική περίοδο, που ήταν σχεδόν δώδεκα ετών.

Το γεγονός – αναφέρει το ΕΔΔΑ – ότι είχε γίνει η πρώτη επίσκεψη στο σπίτι της ανάδοχης οικογένειας σχεδόν έντεκα μήνες μετά την τοποθέτηση της προσφεύγουσας η οποία ήταν  πέντε ετών όταν άρχισε η διευθέτηση ανάδοχης φροντίδας, υποδηλώνει ότι δεν είχε γίνει καμία ενέργεια για τον έλεγχο για την  κατάσταση της προσφεύγουσας στην αρχή της ανάδοχης περιόδου, αν και αυτή  ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη στιγμή για εκείνη.

Επιπλέον, οι επόμενες επισκέψεις δεν είχαν πραγματοποιηθεί σε τακτική βάση, αφού έλαβαν  χώρα το 1977 και το 1978 και μετά ξανά το 1981 (δυόμισι χρόνια αργότερα), το 1982 και το 1983 και καμία επίσκεψη δεν έγινε μέχρι το 1998 (πάνω από πέντε χρόνια αργότερα) . Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν λάβει τα προληπτικά μέτρα που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία προκειμένου να εντοπιστεί κίνδυνος κακομεταχείρισης.

Εάν  αυτά τα μέτρα είχαν όντως εφαρμοστεί, οι εργαζόμενοι των υπηρεσιών παιδικής πρόνοιας (ASE) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σχέση εμπιστοσύνης με την προσφεύγουσα και να της δώσουν την προσοχή που της άξιζε.

Αυτά τα μέτρα θα ήταν ιδιαίτερα καθοριστικά δεδομένου ότι το 1985 η προσφεύγουσα, η οποία ήταν 14 ετών τότε, είχε εμπιστευθεί σε μέλος της εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά ότι είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση.

freepik

Οι αρχές δεν την προστάτευσαν

Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να επικαλεστεί το επιχείρημα ότι δεν γνώριζε ότι η προσφεύγουσα δεχόταν σεξουαλική κακοποίηση αφού δεν είχε κάνει ποτέ καμία καταγγελία στο ASE  σχετικά με την ανάδοχη οικογένειά της, καθώς υπήρχαν προφανείς ελλείψεις στην τακτική παρακολούθηση της προσφεύγουσας που επιβάλλονταν από τις τότε ισχύουσες καταστατικές διατάξεις.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο  διαπίστωσε ότι η έλλειψη τακτικής παρακολούθησης από το ASE,  σε συνδυασμό με την έλλειψη επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών είχε  επηρεάσει σημαντικά την εξέλιξη των γεγονότων.

Πρόσθεσε ότι η εφαρμογή των ισχυόντων κανόνων βάσει του εσωτερικού δικαίου, ώστε να παρέχεται προστασία στην προσφεύγουσα  δεν θα είχε επιβάλει υπερβολική επιβάρυνση στις αρμόδιες αρχές.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στις συγκεκριμένες περιστάσεις στην παρούσα υπόθεση, οι γαλλικές αρχές δεν είχαν εκπληρώσει την υποχρέωσή τους να προστατεύσουν την προσφεύγουσα  έναντι της κακομεταχείρισης την οποία υπέστη από τον σύζυγο της οικογένειας ενώ βρισκόταν σε ανάδοχη φροντίδα.

Σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης: Μη συμμόρφωση με ρήτρα θρησκευτικής ουδετερότητας

Παρόλο που οι βιολογικοί γονείς της  ήταν μουσουλμάνοι, η προσφεύγουσα μεγάλωσε με την θρησκεία που πρέσβευαν  τα μέλη της ανάδοχης οικογένειάς της, που ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα, όταν τοποθετήθηκε στην ανάδοχη οικογένεια, δεν ήταν μέλος των Μαρτύρων του Ιεχωβά και είχε γίνει ως αποτέλεσμα της ανατροφής της σε μία οικογένεια τα μέλη της οποίας  ανήκαν σε εκείνη την εκκλησία.

freepik

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το ASE αγνοούσε ότι οι γονείς της ανάδοχης οικογένειας και τα παιδιά τους ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ενώ δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ASE είχε στην κατοχή του τις πληροφορίες αυτές τη στιγμή της τοποθέτησης της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η επιτόπια επιθεώρηση πριν από την τοποθέτηση της προσφεύγουσας, και ιδιαίτερα τις κατ’ οίκον επισκέψεις και συνομιλίες με την προσφεύγουσα, μια καταστατική απαίτηση καθ’ όλη τη διάρκεια της τοποθέτησης, θα μπορούσε να εξασφαλίσει  την ενημέρωση του ASE σχετικά με τις θρησκευτικές πρακτικές της ανάδοχης οικογένειας, προκειμένου  να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για να υπενθυμίσει στους ανάδοχους γονείς το καθήκον της ουδετερότητάς τους και, εάν χρειαζόταν να μετέφεραν την προσφεύγουσα  σε διαφορετική  ανάδοχη οικογένεια.

Σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης: Ενημερώθηκαν οι αρχές για τη θρησκεία της οικογένειας

Σε κάθε περίπτωση, το ASE είχε ενημερωθεί το αργότερο  τον Σεπτέμβριο του 1988, από την γιατρό στο τμήμα επειγόντων περιστατικών όπου η προσφεύγουσα  είχε μεταφερθεί λόγω του σοβαρού τροχαίου ατυχήματος της στις 9 Σεπτεμβρίου 1988. Τότε, η ανάδοχη οικογένεια, κατά παράβαση του καθήκοντός της ουδετερότητας, είχε στείλει επιστολή  στο νοσοκομείο ζητώντας, λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ότι η προσφεύγουσα δεν πρέπει να  λάβει κανένα προϊόν αίματος.

Τα στοιχεία της δικογραφίας έδειξαν ότι η κοινωνική  λειτουργός που ήταν υπεύθυνη για την επίβλεψη της αναδόχου οικογένειας  δεν είχε δώσει συνέχεια σε αυτές τις πληροφορίες. Το Δικαστήριο παρατήρησε, πρώτον, ότι η κοινωνική λειτουργός δεν είχε μιλήσει στην προσφεύγουσα για την ανατροφή της, τις θρησκευτικές πρακτικές της ανάδοχης οικογένειας ή τον θρησκευτικό προσηλυτισμό της και, δεύτερον, ότι δεν είχε αναφέρει τα επίμαχα στοιχεία στην έκθεση που συντάχθηκε ένα μήνα μετά το περιστατικό, στις 21 Νοεμβρίου 1988.

Επιπλέον, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το ASE είχε στη συνέχεια ενημερώσει τον εισαγγελέα ανηλίκων για την κατάσταση, ιδίως πριν ο τελευταίος λάβει την απόφασή του στις 13 Δεκεμβρίου 1988 για να διατηρήσει τη συμφωνία ανάδοχης φροντίδας με την ίδια οικογένεια μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1991.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν λάβει τα μέτρα που απαιτούνται από αυτές δυνάμει των ειδικών θετικών υποχρεώσεών τους στην παρούσα υπόθεση, να εξασφαλίσουν ότι η ανάδοχη οικογένεια τήρησε τη ρήτρα θρησκευτικής ουδετερότητας στην οποία είχε αναλάβει να σεβαστεί τις θρησκευτικές απόψεις της προσφεύγουσας  και της φυσικής της οικογένειας.

Πηγή: www.echrcaselaw.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr