Έκθεση «βόμβα» του Συνηγόρου του Πολίτη για τις συντάξεις

Η επιτακτική ανάγκη αύξησης της Εθνικής σύνταξης, προκύπτει από την έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, στην οποία  γίνεται λόγος για τη δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων μεταξύ των ασφαλισμένων, καθώς εμφανίζονται σε δυσμενέστερη θέση οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, ενώ θέτει ευθέως και θέμα διάκρισης λόγω ιθαγένειας. Για την ακρίβεια η ανεξάρτητη Αρχή – την έκθεση της οποίας φέρνει […]

NEWSROOM
Έκθεση «βόμβα» του Συνηγόρου του Πολίτη για τις συντάξεις
Η επιτακτική ανάγκη αύξησης της Εθνικής σύνταξης, προκύπτει από την έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, στην οποία  γίνεται λόγος για τη δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων μεταξύ των ασφαλισμένων, καθώς εμφανίζονται σε δυσμενέστερη θέση οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, ενώ θέτει ευθέως και θέμα διάκρισης λόγω ιθαγένειας.

Για την ακρίβεια η ανεξάρτητη Αρχή – την έκθεση της οποίας φέρνει στη δημοσιότητα το  ΕΝΥΠΕΚΚ – θέτει με σοβαρά επιχειρήματα τον θεμέλιο λίθο για την αύξηση της εθνικής σύνταξης, για τους διακινούμενους εργαζόμενους οι οποίοι ενώ κάνουν άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, χάνουν 14 κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα αποκλειστικά λόγω της διακίνησής τους και βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των μη διακινούμενων, που έχουν όμως πραγματοποιήσει τον ίδιο χρόνο ασφάλισης.

Ειδικότερα δε, όσον αφορά τους ομογενείς από την Αλβανία και όσον αφορά το στοιχείο τής νομιμότητας της διαμονής τους, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κενά τής νομοθεσίας και οι αντιφάσεις των διοικητικών πρακτικών καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90.

Παράλληλα, η ανεξάρτητη αρχή, στηλιτεύει τη διαφορετικότητα στη μεταχείριση των ασφαλισμένων, με δυσμενέστερο τρόπο, η οποία αφορά κατ’αρχάς τους διακινούμενους έναντι των μη διακινούμενων, αλλά, εμμέσως, συνεπάγεται και διάκριση λόγω ιθαγένειας, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, οι ημεδαποί θα πληρούν ευκολότερα την προϋπόθεση της διαμονής έναντι των αλλοδαπών.

Ακόμα ο Συνήγορος του Πολίτη υπογραμμίζει ότι η μείωση της εθνικής σύνταξης βάσει ετών διαμονής αφενός αλλοιώνει την ίδια την οικονομία του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος (συστατικό στοιχείο του οποίου είναι η θεμελίωση δικαιωμάτων βάσει του χρόνου ασφάλισης), αφετέρου οδηγεί σε πολύ χαμηλές συντάξεις στις περιπτώσεις που δεν συμπληρώνονται 40 έτη κατοικίας στην Ελλάδα και ταυτοχρόνως σε πολύ μεγάλες ανισότητες μεταξύ ασφαλισμένων με τον ίδιο χρόνο ασφάλισης και τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές.

Για τους λόγους αυτούς αποφαίνεται ότι:

●Χωρίς το κριτήριο διαμονής στη χώρα η χορήγηση της εθνικής σύνταξης και του επιδόματος ανασφάλιστου υπερήλικα

●Ο νόμος Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016) παραβιάζει τους Κανονισμούς  της ΕΕ 883/4 και 987/9 και τη ΔΣΕ 102/1952

●Καλεί την κυβέρνηση σε άμεση αλλαγή τού θεσμικού πλαισίου χορήγησης της εθνικής σύνταξης

Ιδού η Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη

Άμεση αύξηση τής εθνικής σύνταξης θέτει με Πόρισμα-«βόμβα» ο Συνήγορος του Πολίτη. Επιμένει ότι η εθνική σύνταξη που σήμερα είναι καθηλωμένη σε 345 και 384 ευρώ, αντίστοιχα για 15 και 20 χρόνια ασφάλισης,  πρέπει να αυξηθεί σε ανώτερα αξιοπρεπέστερα επίπεδα.

Επίσης, σύμφωνα με τη σημαντική αυτή Έκθεση, η εθνική σύνταξη πρέπει να χορηγείται χωρίς το κριτήριο των ετών προηγούμενης διαμονής στη χώρα ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση δικαιώματος εθνικής σύνταξης και τον υπολογισμό της (άρθρο 7 ν. 4387/2016), καθώς και για την καταβολή του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστου Υπερήλικα (άρθρο 93 ν. 4387/2016).

Ο Συνήγορος του Πολίτη (σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 9 του Συντάγματος και τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 6 του ν. 3094/2003 και 4 παρ. 4 του π.δ. 273/1999) εξέτασε αναφορές πολιτών, κατά κύριο λόγο Ελλήνων υπηκόων και υπηκόων κρατών-μελών της ΕΕ, σχετικά με τη ΜΗ χορήγηση της εθνικής σύνταξης ή την μείωση της εθνικής σύνταξης που τους χορηγήθηκε από τον ΕΦΚΑ, λόγω της ΜΗ συμπλήρωσης των προϋποθέσεων διαμονής στην Ελλάδα (άρθρο 7 παρ. 2 ν. 4387/2016).

Η Αρχή εξέτασε επίσης αναφορές ανασφάλιστων πολιτών, σχετικά με τη ΜΗ χορήγηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερηλίκων ή τη μείωση του ποσού τού επιδόματος που τους χορηγήθηκε από τον ΟΠΕΚΑ, με την ίδια αιτιολογία (άρθρο 93 παρ. 1, εδ. γ και δ, ν. 4387/2016).

Στο πλαίσιο διερεύνησης των προαναφερόμενων υποθέσεων, αλλά και ενόψει της επανεξέτασης βασικών διατάξεων του ν. 4387/2016, η Αρχή εξετάζοντας το ισχύον νομικό πλαίσιο, τόσο από πλευράς Εσωτερικού Δικαίου, όσο και από πλευράς Ευρωπαϊκού Δικαίου, καθώς και τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργείου Εργασίας, της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του ΕΦΚΑ, προέβη στις εξής συνταρακτικές επισημάνσεις:

1) Η εθνική σύνταξη είναι ασφαλιστική παροχή χορηγούμενη στο πλαίσιο του Ελληνικού Ασφαλιστικού Συστήματος, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι ότι η χορήγηση και ο υπολογισμός των παροχών πραγματοποιούνται με βάση την προηγούμενη ασφάλιση και όχι καθολικό σύστημα που καλύπτει τον πληθυσμό με βάση την κατοικία στο κράτος απονομής και συνεπώς το κριτήριο των ετών διαμονής είναι ξένο προς το Ελληνικό Ασφαλιστικό Σύστημα.

2) Η διπλή μείωση της εθνικής σύνταξης βάσει ετών ασφάλισης και βάσει ετών κατοικίας στους διακινούμενους εντός της ΕΕ ευρωπαίους πολίτες δεν εναρμονίζεται με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας που απορρέει από την ίδια την Συνθήκη ΛΕΕ και με τις γενικές αρχές του Ενωσιακού Δικαίου του συντονισμού Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και κυρίως με την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, ύστερα από την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, χάνουν 14 κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα αποκλειστικά λόγω της διακίνησής τους και βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των μη διακινούμενων, που έχουν όμως πραγματοποιήσει τον ίδιο χρόνο ασφάλισης.

Η διαφορετική δυσμενής μεταχείριση αφορά κατ’αρχάς τους διακινούμενους έναντι των μη διακινούμενων, αλλά, εμμέσως, συνεπάγεται και διάκριση λόγω ιθαγένειας, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, οι ημεδαποί θα πληρούν ευκολότερα την προϋπόθεση της διαμονής έναντι των αλλοδαπών.

3) Η μείωση της εθνικής σύνταξης λόγω ετών διαμονής ανατρέπει γεγενημμένα, θεμελιωμένα ή και μόνον ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα κατηγοριών ασφαλισμένων, οι οποίοι έχουν διαμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε τρίτες χώρες, με τις οποίες δεν υφίσταται διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης, όπως οι επαναπατρισθέντες Έλληνες υπήκοοι και ομογενείς που είχαν εγκατασταθεί σε χώρες τής αλλοδαπής και οι επαναπατρισθέντες πολιτικοί πρόσφυγες.

Στους ασφαλισμένους αυτούς δόθηκε η δυνατότητα να αναγνωρίσουν χρόνους ασφάλισης (ν. 1469/1984 και 1539/1985) και εφόσον πληρούσαν και την προϋπόθεση των 3000 ΗΕ στην Ελλάδα, είχαν δικαίωμα και στα κατώτατα όρια συντάξεων. Η ανατροπή που συνεπάγεται η εφαρμογή των διατάξεων περί μείωσης της εθνικής σύνταξης βάσει ετών διαμονής στις κατηγορίες αυτές ασφαλισμένων, πιθανόν υπερακοντίζει την ευχέρεια που αναγνωρίζεται στον νομοθέτη να επαναδιαμορφώνει το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης με τρόπο που συνεπάγεται μείωση των παροχών.

4) Στο μέτρο που η εθνική σύνταξη αποσκοπεί (σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016) στην εγγύηση ενός κατώτατου ποσού σύνταξης και συμμετέχει σε σημαντικό βαθμό στη διαμόρφωση του τελικού ποσού της καταβαλλόμενης σύνταξης, δεν θα πρέπει να οδηγεί στο να υπολείπεται η τελευταία των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται από την ΔΣΕ 102 και τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας.

Ακόμα δε και εάν γινόταν δεκτό το κριτήριο των ετών διαμονής σε ένα Ασφαλιστικό Σύστημα όπως το ελληνικό (που είναι δομημένο με βάση τον χρόνο ασφάλισης), η πλήρης ελάχιστη σύνταξη θα πρέπει σύμφωνα με την ΔΣΕ 102 να καταβάλλεται αν ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει 20 έτη διαμονής.

Περαιτέρω, η μείωση της εθνικής σύνταξης βάσει ετών διαμονής οδηγεί σε ανεπίτρεπτη διαφοροποίηση της καταβαλλόμενης σύνταξης μεταξύ διακινούμενων και μη διακινούμενων ασφαλισμένων και ως προς το ύψος της ελάχιστης παροχής του άρθρου 58 του Κανονισμού 883/2004.

5) Η Ελλάδα έχει υποχρέωση από τη ΔΣΕ 102 να υιοθετήσει διάταξη περί ελάχιστης συνταξιοδοτικής παροχής, καθώς και υποχρέωση να ΜΗΝ διαφοροποιεί το ποσό τής ελάχιστης παροχής ανάλογα με το εάν ο ασφαλισμένος έχει ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας εντός ΕΕ ή όχι.

6) Η προϋπόθεση της προηγούμενης διαμονής για τη θεμελίωση δικαιώματος στη χορήγηση του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα είναι κατ’αρχήν σύννομη, ωστόσο η δεκαπενταετής διαμονή μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά μακρά περίοδος.

Δεδομένου δε ότι και το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα, όπως και η σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικα του ν. 1296/1982, είναι ειδικές ΜΗ ανταποδοτικές παροχές που ανταποκρίνονται στα κριτήρια του άρθρου 70 του Κανονισμού 883/2004, θα πρέπει να εφαρμοσθεί η αρχή τού συνυπολογισμού περιόδων κατοικίας (άρθρο 6), οπωσδήποτε δε στις περιπτώσεις προηγούμενης πενταετούς διαμονής στη χώρα.

7) Από την στιγμή που θεμελιώνεται το δικαίωμα στο επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστου υπερήλικα, η διακύμανση του ποσού ανάλογα με τα έτη διαμονής δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα τής παροχής ως παροχής διασφάλισης ενός στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης και συνεπώς ανταπόκρισης σε ανάγκες εξ ορισμού ανελαστικές.

8) Ο έλεγχος της 40ετούς διαμονής στην Ελλάδα για την χορήγηση της πλήρους εθνικής σύνταξης υποβάλλει τους αιτούντες στην απαίτηση μίας οιονεί αδύνατης απόδειξης.

Ειδικότερα δε, όσον αφορά τους ομογενείς από την Αλβανία και όσον αφορά το στοιχείο τής νομιμότητας της διαμονής τους, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κενά τής νομοθεσίας και οι αντιφάσεις των διοικητικών πρακτικών καθ’όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90.

Όσον αφορά τους ευρωπαίους πολίτες, η νομιμότητα της διαμονής τους δεν εξαρτάται από την χορήγηση άδειας διαμονής, τα δε σχετικά έγγραφα (βεβαίωση εγγραφής και έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής) έχουν απλώς αποδεικτικό και όχι συστατικό του δικαιώματος διαμονής χαρακτήρα.

9) Η μείωση της εθνικής σύνταξης βάσει ετών διαμονής αφενός αλλοιώνει την ίδια την οικονομία του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος (συστατικό στοιχείο του οποίου είναι η θεμελίωση δικαιωμάτων βάσει του χρόνου ασφάλισης), αφετέρου οδηγεί σε πολύ χαμηλές συντάξεις στις περιπτώσεις που δεν συμπληρώνονται 40 έτη κατοικίας στην Ελλάδα και ταυτοχρόνως σε πολύ μεγάλες ανισότητες μεταξύ ασφαλισμένων με τον ίδιο χρόνο ασφάλισης και τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές.

10) Ο ισχυρός δεσμός των ασφαλισμένων με την χώρα και η ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία και στην κοινότητα αλληλεγγύης της Ελλάδας, απορρέουν από την ίδια τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας και συνεπώς η μη θεμελίωση δικαιώματος ή, ακόμη συχνότερα, η μείωση των παροχών, δεν δικαιολογούνται ενόψει σκοπών όπως η διασφάλιση ύπαρξης τέτοιων δεσμών και η αποφυγή του social shopping.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr