Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων: Τα σημεία ενστάσεων με το νέο νόμο για το “μαύρο χρήμα”

Οι παρατηρήσεις που κατέθεσε στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Ποιες αλλαγές εισηγείται.

NEWSROOM
Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων: Τα σημεία ενστάσεων με το νέο νόμο για το “μαύρο χρήμα”

Θετικά κρίνει αρκετά σημεία του νέου νόμου για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, που παρουσίασε πριν την ψήφισή του τις θέσεις της στην Διαρκή Επιτροπή Δημοσίας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, καταθέτοντας και ορισμένες ενστάσεις για συγκεκριμένες διατάξεις.

Μεταξύ αυτών, εισηγήθηκε να παραμείνει το κατώτατο όριο ποινής των 6 μηνών για τα βασικά εγκλήματα, που συνδέονται με το «μαύρο χρήμα», καθώς και η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων να αίρεται – όπως ισχύει – εντός πενταετίας αν δεν εκδοθεί οριστική ποινική απόφαση και όχι αν δεν υπάρξει αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο που ορίζουν οι νέες ρυθμίσεις.

Παράλληλα, ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην πρόβλεψη επιβολής των υψηλότερων κυρώσεων (κάθειρξης και χρηματικής ποινής) για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων, ανεξάρτητα εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Όπως επισημαίνει η Ένωση, «δεν νοείται να τιμωρείται βαρύτερα από το βασικό έγκλημα», καθώς παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας των ποινών.

Η Ένωση συμμετείχε στην ακρόαση φορέων ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής με τους κ. Ηλία Αναγνωστόπουλο, Πρόεδρο, και Αριστομένη Τζαννετή, Γενικό Γραμματέα.

Αρχικές παρατηρήσεις της Ένωσης

Στις παρατηρήσεις που κατέθεσε στην Επιτροπή της Βουλής, η Ένωση Ποινικολόγων Ελλάδος είχε αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Με το νομοσχέδιο ενσωματώνεται η Οδηγία 2018/1673/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2018 και τροποποιείται ο ισχύων Ν. 4557/2018. Ακολούθως παρατίθενται οι σημαντικότερες από τις προτεινόμενες αλλαγές στο Ν. 4557/2018, επί των οποίων παρατηρούνται τα ακόλουθα:

Α. Τα στοιχεία του εγκλήματος της νομιμοποίησης

1. Tο άρθρο 4 του Σχ/Ν δεν συμπεριλαμβάνει μεταξύ των αναφερομένων στο άρθρο 2 Ν. 4557/2018 αυτοτελών τρόπων τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης:

– την περ. δ’ ( χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες)

– την περ. ε’ (σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων για τη

διάπραξη μίας ή περισσοτέρων από τις πράξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α ́ έως και δ ́ και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα) και – την περ. στ’ (απόπειρα διάπραξης, υποβοήθηση, υποκίνηση, διευκόλυνση, παροχή συμβουλών σε τρίτο).

Η μη αναφορά των ανωτέρω ως αυτοτελών τρόπων τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης είναι ορθή . Οι εν λόγω τρόποι τέλεσης αφενός καλύπτονται εν πολλοίς από τις περιπτώσεις α’ και β’ του άρθρου 2 Ν. 4557/2018 και αφετέρου εξομοίωναν με αυτουργικές πράξεις νομιμοποίησης συμπεριφορές, οι οποίες υπάγονται ούτως ή άλλως σε άλλες διατάξεις (π.χ. σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ή πράξεις απόπειρας και συμμετοχής στη νομιμοποίηση).

2. Σε συμμόρφωση προς το άρθρο 3 παρ. 3 στοιχ. γ’ της Οδηγίας το άρθρο 4 παρ. 2 Σχ/Ν καταργεί στα αναφερόμενα σε αυτό βασικά εγκλήματα, που έχουν τελεσθεί στο έδαφος άλλου Κράτους, την ισχύουσα μέχρι σήμερα απαίτηση να τιμωρούνται αυτά και κατά το δίκαιο του τόπου τέλεσης. Ενόψει της βαρύτητας και της συχνότητας των εν λόγω βασικών εγκλημάτων η κατάργηση της αρχής του διπλού αξιοποίνου, καίτοι συνιστά παρέκκλιση από τα γενικώς ισχύοντα, μπορεί να θεωρηθεί δικαιοκρατικώς ανεκτή.

3. Στο άρθρο 4 παρ. 3 του Σχ/Ν μεταφέρεται σχεδόν αυτούσια η πρόβλεψη του άρθρου 3 παρ. 3 περ. β ́ της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία για την καταδίκη για το αδίκημα της νομιμοποίησης δεν απαιτείται η απόδειξη όλων των πραγματικών στοιχείων ή όλων των περιστάσεων που σχετίζονται με την εγκληματική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του δράστη. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η εφαρμογή της νέας ρύθμισης δεν θα οδηγήσει στην πράξη σε καταδίκες για νομιμοποίηση με όλως ελλειπτική (έως και ανύπαρκτη) παράθεση των πραγματικών στοιχείων και περιστάσεων (λ.χ. χρόνος, τόπος, δράστης) του βασικού εγκλήματος, θα ήταν προτιμότερη και σύμφωνη με το πνεύμα της Οδηγίας η θετική διατύπωση της διάταξης, έτσι ώστε να απαιτείται σε κάθε περίπτωση η απόδειξη εκείνων των πραγματικών στοιχείων ή περιστάσεων της εγκληματικής δραστηριότητας, από τις οποίες προκύπτει η γνώση της προέλευσης, έστω και αν αυτές δεν απαιτείται να αναφέρονται στο σύνολό τους.

Προτεινόμενη αναδιατύπωση:

«Για την καταδίκη για τα αδικήματα της παρ. 1 απαιτείται να αποδεικνύεται ότι η περιουσία προήλθε από συγκεκριμένο βασικό έγκλημα του άρθρου 4 και να παρατίθενται εκείνα τα πραγματικά στοιχεία ή εκείνες οι περιστάσεις που σχετίζονται με την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα και από τις οποίες προκύπτει η γνώση της προέλευσης της περιουσίας από εγκληματική δραστηριότητα. Ο προσδιορισμός της ταυτότητας του δράστη δεν είναι αναγκαίος»

Β. Τα βασικά αδικήματα

1. Με το άρθρο 5 Σχ/Ν διευρύνεται ο κατάλογος των εγκλημάτων που συνιστούν «βασικά αδικήματα» με την προσθήκη των προβλεπομένων στα άρθρα 132 του Ν. 2725/1999 (δωροδοκία και δωροληψία για την αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα) και στο Ν. 4689/2020 (αδικήματα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασυνοριακή απάτη σχετικά με τον ΦΠΑ).

2. Σε σοβαρές αντιρρήσεις είναι, αντιθέτως, εκτεθειμένη η γενική ρήτρα της περ. κα’ του άρθρου 5 Σχ/Ν, κατά την οποία θεωρείται «βασικό αδίκημα» και κάθε άλλο έγκλημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας αντί του ισχύοντος σήμερα (άρθρο 4 περ. ιη’ Ν. 4557/2018) ελάχιστου ορίου ποινής τουλάχιστον έξι μηνών. Η προτεινόμενη ρύθμιση προσκρούει στο άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας, το οποίο προβλέπει ως κατώτατο όριο απειλουμένης ποινής για τα βασικά εγκλήματα στερητική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των 6 μηνών, και, επιπλέον καθιστά άνευ αντικειμένου την -αναγκαία- περιπτωσιολογική απαρίθμηση των επί μέρους εγκλημάτων που αναφέρονται στις περ. α’ – κ’ του άρθρου 5.

Γ. Διακεκριμένες – προνομιούχες μορφές νομιμοποίησης και προβλεπόμενες ποινές

Με το άρθρο 6 του Σχ/Ν επέρχονται οι ακόλουθες αλλαγές στο ισχύον άρθρο 39 Ν. 4557/2018:

1. Η βασική μορφή του εγκλήματος της νομιμοποίησης τιμωρείται , όπως και στον ισχύοντα Ν. 4557/2018, σε βαθμό κακουργήματος με προσαρμογή του ύψους της προβλεπόμενης ανώτατης ποινής (8 έτη), ενώ κατόπιν της επιβεβλημένης προσαρμογής στο σύστημα ποινών του ΠΚ η σωρευτικώς επιβαλλόμενη χρηματική ποινή αντικαθίσταται με ημερήσιες μονάδες.

2. Στην περίπτωση β ́ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 τυποποιούνται απλώς διακεκριμένες μορφές νομιμοποίησης, για τις οποίες προβλέπεται, όπως και στο Ν. 4557/2018 ποινή κάθειρξης (δηλαδή μέχρι 15 ετών). Η διαφορά σε σχέση με την ισχύουσα ρύθμιση είναι ότι για πρώτη φορά εισάγεται -ορθώς- το κατώτατο ποσοτικό όριο των 120.000 ευρώ και προστίθενται και άλλα βασικά εγκλήματα εκτός από τη δωροδοκία και τη δωροληψία (μεταξύ άλλων κλοπή, ληστεία, εκβίαση, εμπορία ανθρώπων).

3. Στις ιδιαίτερα διακεκριμένες περιστάσεις του άρθρου 39 παρ. 1 περ. γ’ Ν. 4559/2018 απειλείται πρόσκαιρη κάθειρξη ( 5-15 έτη), διατηρουμένων κατά τα λοιπά των λοιπών επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ’ επάγγελμα τέλεσης και της τέλεσης από μέλος εγκληματικής οργάνωσης η οποία επιδιώκει τέτοιες δραστηριότητες. Το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής έχει σε σχέση με το ισχύον το πλεονέκτημα ότι διευρύνει τα επιμετρητικά περιθώρια του δικαστή, επιτρέποντας την επιβεβλημένη εξατομίκευση της ποινής. Περαιτέρω το άρθρο 6 παρ. 1 περ. γ ‘ Σχ/Ν ορθώς απαλείφει (σε συμφωνία με τον ΠΚ) η ισχύουσα επιβαρυντική περίπτωση της κατά συνήθεια τέλεσης και της υποτροπής,

4. Στο άρθρο 6 παρ. 1 περ. δ ́ Σχ/Ν τυποποιείται η προνομιούχος μορφή νομιμοποίησης σε αντικατάσταση των περιπτώσεων στ ́ της παραγράφου 1 του άρθρου 39 Ν. 4557/2018 με τις ακόλουθες μεταβολές: α) αυξάνεται το ανώτατο όριο ποινής από δύο σε τρία έτη, β) καταργείται η προβλεπόμενη στο άρθρο 39 παρ. 1 περ. θ’ ιδιαιτέρως προνομιούχος μορφή νομιμοποίησης περιουσίας κατώτερης των 15.000 ευρώ, γ) σε περίπτωση κατ’ επάγγελμα τέλεσης επιβάλλεται φυλάκιση αντί της ισχύουσας (άρθρο 39 παρ. 1 περ. θ’ Ν. 4557/2018 φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών)

5. Σημαντική καινοτομία του Σχ/Ν είναι η σαφής ρύθμιση του αξιοποίνου της νομιμοποίησης εσόδων, που τελείται από τον ίδιο τον δράστη του βασικού αδικήματος (το λεγόμενο «αυτοξέπλυμα»). Στο 6 παρ. 1 περ. ε’ Σχ/Ν θεσπίζεται σε περίπτωση καταδίκης για το βασικό έγκλημα προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή, όταν η νομιμοποίηση συνίσταται στην απλή απόκτηση, κατοχή ή χρήση της περιουσίας, εκτός αν για τη νομιμοποίηση απειλείται υψηλότερη ανώτατη ποινή. Η νέα ρύθμιση συμβαδίζει με την αιτιολογική σκέψη 11 του προοιμίου της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία «Σε τέτοιες περιπτώσεις, στις οποίες η δραστηριότητα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν περιορίζεται στην απλή κατοχή ή χρήση, αλλά περιλαμβάνει και τη μεταφορά, μετατροπή, απόκρυψη ή συγκάλυψη περιουσιακών στοιχείων και έχει ως αποτέλεσμα την επέλευση επιπλέον ζημίας, πέρα από αυτή που προκλήθηκε ήδη από την εγκληματική δραστηριότητα, για παράδειγμα τη διάθεση σε τρίτους της περιουσίας που προήλθε από εγκληματική δραστηριότητα και, μέσω της πράξης αυτής, τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, η εν λόγω νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θα πρέπει να τιμωρείται».

Σημειωτέον ότι η καθιέρωση προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή του αυτουργού του βασικού εγκλήματος που απλώς κατέχει ή χρησιμοποιεί την παράνομη περιουσία σε περίπτωση καταδίκης για το βασικό αδίκημα, σημαίνει ότι θα πρέπει να διώκονται και να παραπέμπονται στο ακροατήριο και οι δύο πράξεις (βασικό έγκλημα – κατοχή παράνομη περιουσίας). Η επιλογή αυτή είναι ορθολογική και εξυπηρετεί την οικονομία της δίκης, διότι με την εξ αρχής ένταξη της πράξης νομιμοποίησης στο αντικείμενο της ποινικής δίκης καθίσταται δυνατή η άμεση κήρυξη της ενοχής για την τελευταία χωρίς την ανάγκη συμπληρωματικών ποινικών διώξεων, ιδίως στις προβλεπόμενες στις προβλεπόμενες στο ισχύον άρθρο 39 παρ.3 Ν. 4557/2018 περιπτώσεις.

6. Με το άρθρο 6 παρ. 2 Σχ/Ν καθιερώνεται για πρώτη φορά δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων επί πράξεων νομιμοποίησης που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 6 ΠΚ. Η ρύθμιση ευθυγραμμίζεται με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. β ́ της Οδηγίας, που προβλέπει την υποχρέωση των κρατών-μελών να θεμελιώσουν δικαιοδοσία για την εκδίκαση των πράξεων νομιμοποίησης που τελούνται από υπηκόους τους, χωρίς να εξαρτά αυτή από τη συνδρομή της προϋπόθεσης του διττού αξιοποίνου ή της υποβολής εγκλήσεως ή αιτήσεως για τη δίωξή τους.

Δ. Η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων

Με το άρθρο 7 Σχ/Ν αντικαθίσταται η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 40 του ν. 4557/2018 για τη δήμευση της περιουσίας που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα σε συμμόρφωση με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2018/1673 και σε προσαρμογή στο άρθρο 68 του νέου ΠΚ. Η νέα ρύθμιση κινείται προς την ορθή κατεύθυνση και αυξάνει το δείκτη προστασίας των ενδιαφερομένων προσώπων.

Ειδικότερα:

1. Στο άρθρο 7 παρ.1 Σχ/Ν αξιώνεται ρητά η ειδική αιτιολόγηση της γνώσης του τρίτου φυσικού προσώπου , κατά του οποίου επιβάλλεται η δήμευση, σε σχέση δε με τα νομικά πρόσωπα υιοθετείται η ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 68 του νέου ΠΚ. Σημαντική είναι η κατ’ αντιστοιχία προς το άρθρο 68 παρ. 2 ΠΚ προβλεπόμενη η δυνατότητα μη επιβολή της δήμευσης, όταν αυτή είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη, άλλως η επιβολή περιορισμένης αναπληρωματικής δήμευσης ή χρηματικής ποινής.

2. Αξιοσημείωτη και αποτελεσματική σε πρακτικό επίπεδο κρίνεται η προσθήκη των εδαφίων γ ́ και δ ́ στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 Σχ/Ν, με τα οποία εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem στη δήμευση, στην περίπτωση που το προϊόν του βασικού αδικήματος έχει ήδη δημευθεί στο πλαίσιο άλλης δίκης κατά του ιδίου κατηγορουμένου.

3. Περαιτέρω, σε εναρμόνιση με το άρθρο 68 παρ. 6 ΠΚ προβλέπεται στο άρθρο 7 παρ. 5 Σχ/Ν ότι σε κάθε περίπτωση δήμευσης το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον, για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του ζημιωθέντος από το βασικό αδίκημα ή το αδίκημα νομιμοποίησης.

Ε. Δέσμευση και απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων

Με το άρθρο 9 Σχ/Ν το ισχύον άρθρο 42 Ν. 4557/2018 για τη δέσμευση και την απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων βελτιώνεται και προσαρμόζεται στις ρυθμίσεις του νέου ΚΠΔ. Ειδικότερα:

1. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 Σχ/Ν, για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων, όταν διενεργείται τακτική ανάκριση, δεν αρκούν πλέον «βάσιμες υπόνοιες», αλλά χρειάζονται «σοβαρές ενδείξεις» ότι τα υπό δέσμευση περιουσιακά στοιχεία προέρχονται από την τέλεση των βασικών αδικημάτων ή των αδικημάτων νομιμοποίησης σε συμφωνία με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 261 παρ. 1 ΚΠΔ, ενώ οι βάσιμες υπόνοιες αρκούν πλέον μόνο για την επιβολή του μέτρου κατά την προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση ή με διάταξη του Προέδρου της Αρχής.

Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η διάταξη για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων επιδίδεται στον καθ’ ου εντός προθεσμίας 20 ημερών από την έκδοσή της, ενώ συγχρόνως διευκρινίζεται ότι η επιβολή της δέσμευσης δεν κωλύει τον καθ’ ου να ανοίξει έναν καινούργιο λογαριασμό, να αποκτήσει έναν άλλο τίτλο ή χρηματοπιστωτικό προϊόν.

2. Στο άρθρο 9 παρ. 4 Σχ/Ν προβλέπεται κατ’ αντιστοιχία προς τη ρύθμιση του άρθρου 262 παρ. 2 ΚΠΔ και η δυνατότητα του περιορισμού της δέσμευσης σε περιουσιακά στοιχεία μικρότερης αξίας από αυτά που είχαν δεσμευθεί αρχικά. Στην παρ. 5 διευκρινίζεται ότι άρση ή περιορισμός της δέσμευσης επιτρέπεται και προκειμένου να ικανοποιηθεί ο ζημιωθείς από το βασικό αδίκημα ή το αδίκημα νομιμοποίησης, ενώ στην παρ. 11 προβλέπεται ότι τα δικαιώματα που έχει ο καθ’ ου η δέσμευση μπορούν να ασκηθούν και από τους κληρονόμους του, σε περίπτωση θανάτου του.

3. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 9 Σχ/Ν η δέσμευση αίρεται αυτοδικαίως αν δεν υπάρξει αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο εντός χρονικού διαστήματος 5 ετών από την επιβολή του μέτρου. Η ως άνω ρύθμιση αποκλίνει αδικαιολόγητα από το ισχύον άρθρο 262 παρ. 4 ΚΠΔ, το οποίο προβλέπει ότι το μέτρο της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων αίρεται αυτοδικαίως, αν δεν εκδοθεί οριστική ποινική απόφαση εντός πενταετίας από την έκδοση της διάταξης. To εν λόγω άρθρο του ισχύοντος ΚΠΔ έχει αυτονοήτως εφαρμογή και επί των δεσμεύσεων που έχουν επιβληθεί κατά την ισχύουσα ειδική νομοθεσία περί νομιμοποίησης εσόδων εγκληματικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι σ’ αυτήν δεν υπάρχει διαφορετική ρύθμιση. Με την προτεινόμενη στο Σχ/Ν ρύθμιση επιτείνονται οι δυσμενείς συνέπειες των δεσμεύσεων περιουσιακών στοιχείων, αφού παρατείνεται για απεριόριστο (!) χρόνο μετά την παραπομπή στο ακροατήριο η αποστέρηση της περιουσίας του κατηγορουμένου, αντί να επιδιώκεται η η ταχεία εκδίκαση των σχετικών ποινικών υποθέσεων. Η δε προβλεπόμενη στο άρθρο 9 παρ. 5 Σχ/Ν δυνατότητα ανάκλησης ή περιορισμού της δέσμευσης μετά την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δεν αντισταθμίζει επαρκώς τις δυσμενείς συνέπειες της κατ’ ουσίαν αόριστης παράτασης της δέσμευσης ενόσω εκκρεμεί η υπόθεση στο ακροατήριο.

Επιπλέον, δημιουργείται ένα αντιφατικό και άτοπο καθεστώς δεσμεύσεων δύο ταχυτήτων που υπάγονται σε διαφορετικούς κανόνες ως προς την χρονική διάρκειά τους: Για όσες δεσμεύσεις έχουν επιβληθεί υπό τον ΚΠΔ θα ισχύει η πενταετία κατ’ άρθρ. 262 παρ. 4 ΚΠΔ, ενώ για τις νέες δεν θα ισχύει. Τούτο θα προκαλέσει αδικαιολόγητα άνιση μεταχείριση των υποθέσεων και σύγχυση στην πράξη.

Και το σημαντικότερο: Η προβλεπόμενη στο Σχ/Ν ρύθμιση είναι ευθέως ασύμβατη προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας και θα οδηγήσει γι’ αυτό σε καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ αλλά και τα αρμόδια όργανα της ΕΕ. Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικώς στην Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 14/21.4.2021 του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου (Γ.Γεράκη):

Προτείνεται γι’ αυτό η προσαρμογή της ρύθμισης προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 4 ΚΠΔ με την πρόβλεψη της αυτοδίκαιης άρσης μετά πάροδο πενταετίας από την επιβολή της αν δεν εκδοθεί οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου».

Συμπληρωματικές παρατηρήσεις

Σε συνέχεια των από 5.7.2021 αρχικών παρατηρήσεων της, προχώρησε και σε συμπληρωματικές παρατηρήσεις, εκθέτοντας τα ακόλουθα:

«Οι ήδη υποβληθείσες παρατηρήσεις μας διατυπώθηκαν με βάση το περιεχόμενο του Σχ/Ν που τέθηκε υπόψη μας κατά τη διαβούλευση. Ήδη όμως διαπιστώνουμε ότι στο Σχ/Ν, όπως αυτό έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο Βουλής των Ελλήνων, έχει επέλθει η ακόλουθη μεταβολή στο περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 περ. δ’ εδ. τελευταίο: Ενώ η διάταξη αυτή αρχικά προέβλεπε ότι αν το βασικό έγκλημα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος και η πράξη της νομιμοποίησης τελέστηκε κατ’ επάγγελμα επιβάλλεται φυλάκιση και χρηματική ποινή έως

πεντακόσιες ημερήσιες μονάδες, πλέον προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή επιβάλλονται οι κυρώσεις της περ. γ’ (δηλαδή κάθειρξη και χρηματική ποινή από 2.000 έως 10.000 ημερήσιες μονάδες).

Η -αναιτιολόγητη- τροποποίηση της αρχικής (ορθής) ρύθμισης του Σχ/Ν εγείρει σοβαρές αντιρρήσεις. Παραβλέπει, πρώτον, ότι η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα έχει σε σχέση με το βασικό έγκλημα παρακολουθηματικό – συνοδευτικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου δεν νοείται να τιμωρείται βαρύτερα από το βασικό έγκλημα. Η κατ’ επάγγελμα τέλεση της νομιμοποίησης δεν δικαιολογεί τη βαρύτερη ποινική αξιολόγηση της νομιμοποίησης σε σχέση με το πλημμεληματικό βασικό έγκλημα· πολλώ μάλλον αν ληφθεί υπόψη ότι στην πράξη συνήθως (και πολλές φορές καταχρηστικά) οι διώξεις για νομιμοποίηση ασκούνται με την επιβαρυντική περίσταση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης.

Δεύτερον, η εν λόγω οψιφανής ρύθμιση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας των ποινών, που καθιερώνεται στο άρθρο 49 παρ. 3 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθ’ όσον, με την παραπομπή στο κυρωτικό πλαίσιο της περ. γ ́ του άρθρου 6, απειλεί την ίδια ποινή (κάθειρξη 5-15 έτη) για όλες τις πράξεις νομιμοποίησης που τελούνται κατ’ επάγγελμα ανεξαρτήτως του εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος ή πλημμελήματος. Η νομιμοποίηση όμως, ως εξηρτημένο ή υποτελές έγκλημα, αντλεί μέγα μέρος της απαξίας της από το προηγηθέν βασικό έγκλημα. Ο κακουργηματικός ή μη χαρακτήρας του τελευταίου δεν μπορεί, επομένως, να μην έχει αντίκρυσμα και στην ποινή που απειλείται για την νομιμοποίηση. Προτείνεται η επαναφορά της αρχικής ρύθμισης του Σχ/Ν».

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ