Γ. Γλύκας – Χ. Βαθειά: “Ερμηνεύουμε από την αρχή τον Σύννομο Βίο;”

Όταν ο κηρυχθείς ένοχος δεν έχει διαπράξει προηγουμένως κάποιο έγκλημα ή έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα είναι κατά την αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος νέου ΠΚ ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄) «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή, το δε Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Η διατύπωση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει καταφύγιο απόρριψης του συγκεκριμένου ελαφρυντικό για κάθε αξιόποινη πράξη.

NEWSROOM
Γ. Γλύκας – Χ. Βαθειά: “Ερμηνεύουμε από την αρχή τον Σύννομο Βίο;”

Υποδεχτήκαμε με ικανοποίηση τον Ιούλιο του 2019 την τροποποίηση μεταξύ πολλών άλλων άρθρων του ΠΚ και του 84 παρ. 2, και ειδικότερα όσον αφορά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης περί σύννομου βίου ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται να αποδοθεί από μόνη την προηγούμενη καταδίκη για ελαφρύ πλημμέλημα.

Στην πρώτη ανάγνωση της ανωτέρω τροποποίησης βάλαμε θετικό πρόσημο και ερμηνεύσαμε στην βούληση του νομοθέτη την πρόθεση του να παγιώσει ένα σταθερό παράγοντα, εν προκειμένω το λευκό ποινικό μητρώο, επιτρεπομένης της μικρής κηλίδας, ως προϋπόθεση για την αναγνώριση αυτής της ελαφρυντικής περίστασης. Η πρόσφατη ωστόσο νομολογία των Δικαστηρίων ουσίας κατά κύριο λόγο αλλά και οι αρχικές αμφιλεγόμενες σχετικές αποφάσεις του ΑΠ, διαπιστώνουμε ότι απορρίπτουν αναιτιολόγητα και με κρίση ενδεχόμενης σκοπιμότητας, (ενδεικτικά αναφέρουμε τις υπ΄ αριθ., 1724/2019, 1759/2019 απορριπτικές του ελαφρυντικού), και διαψεύδουν την ερμηνεία μας, και εκτιμούμε και του συνόλου του δικηγορικού σώματος, που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο και παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ακηλίδωτης ποινικής κατάστασης του κατηγορούμενου, δεν αναγνωρίζουν το ελαφρυντικό του σύννομου βίου, όπως κωδικοποιημένα το αναφέρουμε οι Συνήγοροι. Αντιδράσαμε άμεσα στην παρερμηνεία του νόμου και με τα νομικά όπλα της φαρέτρας μας επιδιώξαμε να κριθούν οι προϋποθέσεις χορήγησης της ελαφρυντικής περίσταση του 84 παρ. 2 εδ.α ΄ από τον Άρειο Πάγο.

Αναιρέθηκαν πολλές εσφαλμένες σχετικές αποφάσεις και ενδεικτικά ουχί περιοριστικά αναφέρουμε τις ορθολογιστικές αποφάσεις του ΑΠ : υπ΄αριθμ. 1466/2019, 20 και 23/2020, 80/2020, 263/2020, 621/2020 και προσδοκούμε εν ευθέτω χρόνω ότι θα αναιρεθούν όλες οι δικανικές κρίσεις που αποστερούν από την εφαρμογή της διάταξης το ουσιαστικό της νόημα και τον ποινικό σκοπό της. Από την επισκόπηση και ανάλυση αυτών των αρειοπαγιτικών αποφάσεων διαπιστώνουμε ότι προσδιορίζουν την «σύννομη ζωή» στο πλαίσιο της μη παραβίασης των επιτακτικών και ή απαγορευτικών κανόνων δικαίου.

Η αλλαγή της λέξης από έντιμο σε σύννομο βίο κρίθηκε προφανώς απαραίτητη, γιατί η έντιμη ζωή είναι απροσδιόριστο κριτήριο και οι πολίτες σε ένα κράτος δικαίου είναι ελεύθεροι να διαβιούν, όπως οι ίδιοι κρίνουν, αρκεί να μην παραβιάζουν τους κανόνες δικαίου, έναντι του κριτηρίου της σύννομης ζωής που είναι δεκτικό βεβαίωσης. Η σύννομη προηγούμενη ζωή ορίζεται στην τροποποιημένη διάταξη ρητά, και ειδικότερα ότι δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρύ πλημμέλημα. Όταν ο κηρυχθείς ένοχος δεν έχει διαπράξει προηγουμένως κάποιο έγκλημα ή έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα είναι κατά την αιτιολογική έκθεση του ισχύοντος νέου ΠΚ ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄) «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή, το δε Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Η διατύπωση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει καταφύγιο απόρριψης του συγκεκριμένου ελαφρυντικό για κάθε αξιόποινη πράξη.

Προφανώς ο Νομοθέτης εννοούσε τα ειδεχθή ή εν γένει πολύ σοβαρά εγκλήματα., που και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί η εξαίρεση να αποτελέσει κανόνα. Η νομοθετική βούληση επιδιώκει να δίδεται ευκολότερα το ελαφρυντικό του σύννομου βίου, σχεδόν πάντοτε εφόσον υπάρχει λευκό ποινικό μητρώο, ακόμα και όταν έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η βαρύτητα της πράξης δεν μπορεί να αναιρέσει και να ακυρώσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, εφόσον η βαρύτητα της πράξης λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής στην σχετική διάταξη του άρθρ. 79 Π.Κ., ενώ ήδη η γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α’ Π.Κ. επιβάλλει η κρίση για την πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων του ανωτέρω ελαφρυντικού να εδράζεται αποκλειστικά και μόνο σε περιστάσεις και συμπεριφορές προγενέστερες της τέλεσης του εγκλήματος, τέτοια δε στοιχεία δεν μπορεί να είναι ούτε η φύση ή το είδος, ούτε η βαρύτητα, ούτε ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος.

Το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη ελαφρυντικό μπορεί να μην αναγνωριστεί, ΜΟΝΟΝ εάν υπάρχουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης της πράξης από τα οποία να αποδεικνύεται ότι δεν διήγαγε σύννομο βίο. Χρήσιμο είναι να τονισθεί ότι το ζητούμενο είναι εν προκειμένω η σχέση του κατηγορούμενου με την έννομη τάξη και τα έννομα αγαθά (ο Νομοθέτης απαιτεί με τον ισχύοντα 4619/2019 Π.Κ ΤΗΝ ΣΥΝΝΟΜΗ ζωή), ενώ η αναγωγή σε γενικά κοινωνικά ή ηθικά πρότυπα και η αξιολόγηση με βάση κρατούσες αξίες, χωρίς να συνεκτιμάται η δυνατότητα σε ίσες ευκαιρίες, είναι δυνατόν να χαλκιδεύσει την αρχή της ισότητας.

Εάν η νομοθετική βούληση συμπεριελάμβανε και την αξιολόγηση από το Δικαστήριο, της πρότερης από την πράξη κοινωνικής ζωής του κατηγορουμένου, δεν υφίστατο λόγος για τροποποίηση της διάταξης ως προς την αντικειμενικότερη εκδοχή της. Τα ήθη, οι κοινωνικές απόψεις, οι νοοτροπίες, η μορφή της οικογένειας, και εν γένει ο τρόπος ζωής των ανθρώπων έχει αλλάξει ολοκληρωτικά τις τελευταίες δεκαετίες, και σήμερα δεν μπορούμε να συσχετίζουμε τον έντιμο κοινωνικό βίο με την δημιουργία πυρηνικής επί παραδείγματι οικογένειας, ούτε με ένα συντηρητικό κοινωνικό πλαίσιο ζωής. Πλέον των ανωτέρω, ο Νομοθέτης εντόπισε αυτή την εξέλιξη και επιδίωξε να δημιουργήσει ένα αμάχητο τεκμήριο, την παραβίαση ή μη του νόμου, προκειμένου με ασφάλεια ο φυσικός Δικαστής μας να χορηγεί την υπό εξέταση ελαφρυντική περίσταση.

Η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ α΄ στην ισχύουσα μορφή της είναι ρητή, σαφής και δεν αποτελεί έννοια προς δικαστική αξιολόγηση. Η ασφάλεια που προσφέρει η βασική προϋπόθεση της, ήτοι η ακηλίδωτη ποινική κατάσταση του κατηγορουμένου είναι επαρκής ώστε να απαλείφεται η αμφισβήτηση της κοινωνικής ζωής του ατόμου που δικάζεται και καταδικάζεται και καλλιεργεί πρόσφορο έδαφος για αντικειμενικότητα, τη θεμελιώδη αρχή της Δίκαιης Δίκης.

Των Δικηγόρων Γιάννη Γλύκα και Χριστίνας Βαθειά

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr