- Βιασμός ανηλίκου από οικείο πρόσωπο από κοινού κατ’ εξακολούθηση και κατά συρροή
- Κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια από οικείο πρόσωπο, από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, κατά συρροή\
- Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών (από κοινού και κατ’ εξακολούθηση.
«Ήξερα ότι θα αντιμετωπίσω αυτές τις κατηγορίες. Όσα αναγκαζόμουν να κάνω στα παιδιά μου γίνονταν κάτω από πιέσεις και απειλές για τη ζωή μου και τη ζωή των παιδιών μου. Η μόνη επιλογή μου ήταν η αυτοκτονία αλλά αν έβαζα τέλος στη ζωή μου, τα παιδιά μου θα έμεναν μόνα τους με τον κακοποιητή τους», είχε πει η 35χρονη προανακριτικά, γνωρίζοντας, ούσα και η ίδια αστυνομικός, ότι καταγγέλλοντας τον σύζυγό της ομολογούσε τη συμμετοχή της σε κακουργηματικά αδικήματα.
«Ο 45χρονος με ανάγκαζε με τη χρήση σωματικής βίας και με απειλές να ασελγήσω αρχικά σε βάρος του γιου μας από όταν ήταν 6 ετών. Εκείνος καθόταν και παρακολουθούσε. Στις αρχές οι πράξεις αφορούσαν μόνο το γιο μας. Όταν μου το είπε πρώτη φορά, εγώ έμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένη. Όμως δεν είχα περιθώριο επιλογής. Ήταν το μαρτύριό μου. Στην αρχή γινόταν μια φορά στους τρεις μήνες ή στους πέντε μήνες. Επειδή μετά με έβλεπε να κλαίω, γιατί σιχαινόμουν τον εαυτό μου, μου έλεγε «αφού δεν σου αρέσει, δεν θα ξαναγίνει». Αλλά με ανάγκαζε να το ξανακάνω. Με ανάγκαζε να κάνω ασελγείς πράξεις πέραν του γιου μου και στις κόρες μου. Ήμουν υποχείριό του».
Σύζυγος αστυνομικού της Βουλής: Γιατί αφέθηκε ελεύθερη
Μετά την απολογία της η 35χρονη αφέθηκε ελεύθερη με τους όρους της απαγόρευσης επικοινωνίας με τα παιδιά της, της εμφάνισης στο Α.Τ. της περιοχής της και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
Κατά τον συνήγορο υπεράσπισής της, Ιωάννη Μπαρκαγιάννη, «οι Ανακριτικές Αρχές αποφάσισαν αυτή να αφεθεί ελεύθερη, με την επιβολή εις αυτήν μόνον περιοριστικών όρων, καθόσον έκριναν ότι οι πράξεις αυτές τελέστηκαν εκ μέρους της κάτω από το καθεστώς εξαναγκασμού, φόβου και τρόμου. Τα ως άνω δε αποδείχθηκαν από τα οικεία σωματικά ευρήματα, καθώς επίσης και από τα πορίσματα περί της ψυχικής κατάστασής της».