Η απόφαση της «Καρλσρούης»: Διχάζει και την γερμανική κυβέρνηση η παρέμβαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου

Το Βερολίνο αναλαμβάνει την 1η Ιουλίου την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ και θα πρέπει να αποδείξει ότι ότι δεν υπονομεύει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ ή ότι δεν αγνοεί την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Τρίτη 5 Μαΐου 2020. Λίγο πριν τις 10 π.μ ο Αντρέας Φόσκουλε, ο πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, […]

NEWSROOM
Η απόφαση της «Καρλσρούης»: Διχάζει και την γερμανική κυβέρνηση η παρέμβαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου

Το Βερολίνο αναλαμβάνει την 1η Ιουλίου την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ και θα πρέπει να αποδείξει ότι ότι δεν υπονομεύει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ ή ότι δεν αγνοεί την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Τρίτη 5 Μαΐου 2020. Λίγο πριν τις 10 π.μ ο Αντρέας Φόσκουλε, ο πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, φορούσε τη χαρακτηριστική κόκκινη τήβεννο και ετοιμαζόταν να ανεβεί για τελευταία φορά στην έδρα, μετά από δέκα χρόνια ως πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας. Με τρεμάμενη φωνή διαβάζει την απόφαση της «Καρλσρούης», σύμφωνα με την οποία «για πρώτη φορά στην ιστορία του το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ενέργειες και αποφάσεις ευρωπαϊκών οργάνων εμφανώς δεν καλύπτονται από την ευρωπαϊκή κατανομή αρμοδιοτήτων και συνεπώς στερούνται αποτελεσματικότητας στη Γερμανία».

Αυτές οι ελάχιστες προτάσεις από μια απόφαση 120 σελίδων, αρκούσαν για να προκαλέσουν σοκ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έκρινε ότι η διαδικασία με την οποία ελήφθη το 2015 η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές (Public Sector Purchase Programme -PSPP) δεν έγινε βάσει του δικαίου της ΕΕ. Η «Καρλσρούη» θεώρησε ακόμα ότι η ΕΚΤ δεν τήρησε την αρχή της αναλογικότητας και έλαβε αποφάσεις «ultra vires», υπερβαίνοντας δηλαδή την εντολή που έχει από τις Συνθήκες. Συνεπώς, καθώς στο πρόγραμμα εμπλέκεται και η γερμανική κεντρική τράπεζα (Bundesbank), το δικαστήριο αποφάσισε ότι μετά από μια μεταβατική περίοδο τριών μηνών η Bundesbank δεν θα μπορεί να αγοράζει κρατικά ομόλογα εάν η ΕΚΤ δεν ξεκαθαρίσει με «διαφανή» τρόπο ότι το πρόγραμμα τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Γερμανίας προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις, τόσο σε νομικούς κύκλους, όσο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε εθνικές κυβερνήσεις των κρατών – μελών όσο και στην ίδια την κυβέρνηση της Γερμανίας. Για πρώτη φορά το Ανώτατο της Γερμανίας απέρριψε προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής ένωσης «ως ακατανόητη» υποστηρίζοντας ουσιαστικά ότι το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ χρησιμοποίησε ανεπαρκή μεθοδολογικά εργαλεία. Το «τέλος της Ευρωζώνης». «Πόλεμος δικαστών ανάμεσα στην Καρλσρούη και το Λουξεμβούργο» ». «Η κατάρρευση του ευρωπαϊκού νομικού οικοδομήματος». «Πολιτικά κίνητρα των συνταγματικών δικαστών της Γερμανίας». Μερικά μόνο από τα σχόλια νομικών και άλλων ειδικών, μετά τη βόμβα του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας για το πρόγραμμα αγορά ομολόγων της ΕΚΤ Στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP η ΕΚΤ είχε αγοράσει από το Μάρτιο 2015 ως τα τέλη 2018 κρατικά και άλλα ομόλογα αξίας 2,6 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Μια ενδεχόμενη απόσυρση της Bundesbank από το εν λόγω πρόγραμμα θα σημαίνει ότι η Γερμανία θα ακολουθεί δική της νομισματική πολιτική, διαφορετική από αυτήν των υπολοίπων κρατών – μελών της Ευρωζώνης με όποιες συνέπειες θα ένα τέτοιο ενδεχόμενο για τη βιωσιμότητα του κοινού νομίσματος.

«Πρόκειται για ένα ζήτημα, η ρίζα του οποία μπορεί να βρεθεί στην ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993» δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» ο κύριος Φραντς Μάγερ, καθηγητής διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου στην νομική σχολή του πανεπιστημίου του Μπίλεφελντ στη Γερμανία. Σύμφωνα με τον κ. Μάγερ, ο οποίος εκπροσώπησε τη γερμανική Κάτω Βουλή (Bundestag) στη «διαμάχη» που διεξήχθη στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας το 2010 αναφορικά με την νομιμότητα του προσωρινού ταμείου διάσωσης για την Ελλάδα ( EFSF) «δεν πρόκειται για έναν πόλεμο δικαστών, καθώς το βασικό ζήτημα είναι η ίδια η ΕΚΤ. Πιστεύω ότι θα υπάρξει μια λύση στο ζήτημα εκτός αν χρησιμοποιηθεί η πυρηνική απειλή της ανοιχτής σύγκρουσης ανάμεσα στα ευρωπαϊκά και τα γερμανικά θεσμικά όργανα».

Μετά το αρχικό σοκ που προκάλεσε η απόφαση της «Καρλσρούης» σχεδόν άπαντες οι πρωταγωνιστές αυτού του νομικού και πολιτικού δράματος, πήραν θέσεις μάχης και οι δημόσιες παρεμβάσεις και τοποθετήσεις πολιτικών, νομικών, οικονομολόγων ν και ακόμα των ίδιων των Γερμανών Δικαστών που έλαβαν την απόφαση ήταν πρωτοφανείς. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλ φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε ότι η Κομισιόν θα εξετάσει τα επόμενα βήματά της συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας να κινήσει διαδικασία για παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών. ΜΕ λίγα λόγια να εγκαλέσει τη Γερμανία στο Δικαστήριο της ΕΕ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η απόφαση της «Καρλσρούης» αμφισβητεί τις βασικές αρχές ότι η νομισματική πολιτική είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερέχει του εθνικού δικαίου, ενώ οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι δεσμευτικές για όλα τα εθνικά δικαστήρια.

«Το Λουξεμβούργο (σ.σ έδρα του Δικαστηρίου της ΕΕ) έχει τον τελευταίο λόγο όσον αφορά το ευρωπαϊκό δίκαιο. Κανείς άλλος», δήλωσε χαρακτηριστική η πρόεδρος φον ντερ Λάιεν. Ανάλογης βαρύτητας ήταν και η αντίδραση του ίδιου του Δικαστηρίου της ΕΕ το οποίο με μια λιτή αλλά ιδιαίτερα σκληρή ανακοίνωση υπογράμμισε ότι αυτό και μόνο αυτό είναι αρμόδιο να κρίνει την ΕΚΤ. «προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε από τα κράτη μέλη για τον σκοπό αυτόν, είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει ότι μια πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης είναι αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο» ανέφερε η ανακοίνωση του «Λουξεμβούργου».

Για τη γερμανική κυβέρνηση η ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν μια λάθος απόφαση που ήρθε την πιο λάθος στιγμή. Το Βερολίνο αναλαμβάνει την 1η Ιουλίου την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ και ο συντονισμός των μέσων για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά την πανδημία και τη στήριξη των πλέον πληττόμενων κρατών – μελών, αποτελεί βασική προτεραιότητα για το Βερολίνο. Και η ΕΚΤ είναι ο ένας από τους δύο βασικούς πυλώνες για μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στα οικονομικά προβλήματα της μεταπανδημικής εποχής.

Σε αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται και η δημόσια κριτική που άσκησε στην «Καρλσρούη» ο πρόεδρος του Bundestag, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε μια εξαιρετικά σπάνια κίνηση για τα δεδομένα της Γερμανίας όπου οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας αποφεύγουν να κρίνουν τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης , προειδοποιώντας ότι οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές για το κοινό νόμισμα.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας είναι ο θεσμός που εμπιστεύονται που εμπιστεύονται περισσότερο οι Γερμανοί πολίτες και από το 1949 μέχρι σήμερα αποτελεί τον θεματοφύλακα του γερμανικού Βασικού Νόμου (Σύνταγμα), ασκώντας ασφυκτικό έλεγχο στην νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Οι κατά καιρούς αποφάσεις του έχουν προκαλέσει πολλές φορές πονοκέφαλο σε Καγκελάριους της χώρας με τον ίδιον μάλιστα τον Κόνραντ Αντενάουερ, έναν από τους ιδρυτές της ΕΕ, να το χαρακτηρίζει ως «δικαστήριο – δικτάτορα της Γερμανίας».

«Η γερμανική κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολύ δύσκολο δίλημμα, διότι θα πρέπει να δείξει με ποια πλευρά συντάσσεται χωρίς να φανεί ότι υπονομεύεται η ανεξαρτησία της ΕΚΤ ή ότι δεν γίνεται σεβαστή η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Μια λύση θα ήταν να υπάρξουν περισσότερες διευκρινήσεις προς την Καρλσούη μέσα σε διάστημα τριών μηνών, ‘όπως ορίζει η απόφαση». υπογραμμίζει στο «ΘΕΜΑ« ο κ. Μάγερ.

Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο κύριος Mιγκέλ Ποιάρ – Μαδούρο, πρώην Γενικός Εισαγγελέας στο Δικαστήριο της ΕΕ. «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν ελέγχεται από τα γερμανικά δικαστήρια. Η ΕΚΤ λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ελέγχεται από το Δικαστήριο της ΕΕ. Μια λύση στην διαμάχη αυτή, για να αποφευχθεί ο πυρηνικός κίνδυνος της ανοιχτής σύγκρουσης θα ήταν ένα έγγραφο με περισσότερες διευκρινήσεις που θα μπορούσε να δώσει η Bundesbank στο Συνταγματικό Δικαστήριο», δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Μαδούρο, παρόλο που η Κεντρική τράπεζα της Γερμανίας είχε διαφωνήσει εξαρχής με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ.

Σύμφωνα με τον ίδιον τον κ Μαδούρο, σε αυτήν την περίπτωση το ευρωπαϊκό Δίκαιο υπερισχύει αυτού της Γερμανίας, καθώς εάν τα δικαστήρια των κρατών – μελών αποφασίζουν κατά περίπτωση, τότε θα καταρρεύσει το νομικό οικοδόμημα της ΕΕ. «Ωστόσο η απόφαση της Καρλσρούης δίνει χρόνο στη γερμανική κυβέρνηση», αναφέρει χαρακτηριστικά στο «ΘΕΜΑ» ο πρώην Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστήριο της ΕΕ.

Καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει διαμηνύσει ότι θα συνεχίσει κανονικά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων υπογραμμίζοντας ότι μόνον το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει νομικά την ΕΚΤ, μία λύση που προκρίνεται στην Φρανκφούρτη είναι η δημοσίευση των εγγράφων που είχε αποστείλει η ΕΚΤ στο Δικαστήριο της ΕΕ το 2018, όταν το Λουξεμβούργο έκρινε νόμιμο το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.

Παρόλο που η απόφαση της Καρλσρούης φάνηκε αρχικά να δημιουργεί μια νέα κρίση στην ΕΕ, αυτή τη φορά νομικού χαρακτήρα, η ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας ενδέχεται να λειτουργήσει ως καταλύτης όχι για τη διάλυση της Ευρωζώνης, αλλά αντίθετα για την περαιτέρω ενίσχυσή της. «Το ερώτημα δεν είναι εάν μας αρέσει ή όχι η απόφαση, αλλά εάν θα καταλήξουμε στη στήριξη της ΕΕ. Πιστεύω ότι αυτή η απόφαση θα ενισχύσει περαιτέρω την Ένωση», υπογραμμίζει ο κ. Μάγερ.

Σε αυτό το πλαίσιο η Καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, μιλώντας ενώπιον της γερμανικής Κάτω Βουλής υπογράμμισε ότι η χώρα πρέπει να κινηθεί με μια συγκεκριμένη πολιτικής πυξίδα που θα επιτρέπει στην Bundesbank να συμμετέχει στις δραστηριότητες της ΕΚΤ. Η Καγκελάριος Μέρκελ τόνισε ακόμα ότι η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου θα πρέπει να μας «ενθαρρύνει» για την περαιτέρω ολοκλήρωση την Ευρωζώνης, αναφέροντας ακόμα και τα λόγια του Ζακ Ντελόρ, του πρώην πανίσχυρου προέδρου της Κομισιόν που είχε δηλώσει ότι μια νομισματική ένωση δεν είναι αρκετή και ότι αυτό που χρειαζόταν η Ευρώπη είναι η πολιτική ένωση.

Οι θέσεις που έχουν λάβει όλες οι πλευρές είναι σαφείς και πρόκειται για θέσεις μάχης. Εναπόκειται τώρα στους πολιτικούς και νομικούς να βρουν τους τρόπους να αποκλιμακώσουν την ένταση.

Πηγή: protothema.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr