Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Καταδίκη τριών δικαστών για κατάχρηση εξουσίας: Επινόησαν νομικό σκεπτικό που παραβίαζε το νόμο για να επηρεάσουν έκδοση απόφασης υπέρ κατηγορούμενου

Δεν παραβιάστηκε η δικαστική ανεξαρτησία, καθώς διώχθηκαν όχι για την απόφασή τους, αλλά για την προγενέστερη συμπεριφορά που επέδειξαν. Κατηγορήθηκαν για δωροδοκία.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Καταδίκη τριών δικαστών για κατάχρηση εξουσίας: Επινόησαν νομικό σκεπτικό που παραβίαζε το νόμο για να επηρεάσουν έκδοση απόφασης υπέρ κατηγορούμενου Freepik

Αντιμέτωπες με καταδίκη για κατάχρηση εξουσίας βρέθηκαν τρεις δικαστικοί λειτουργοί του ποινικού τμήματος Εφετείου, οι οποίες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για έλλειψη προβλεψιμότητας του εγχώριου ποινικού δικαίου.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έδωσε βαρύτητα «στην ανάλυση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ρουμανίας σύμφωνα με την οποία ο σκοπός μιας ποινικής έρευνας για κατάχρηση εξουσίας δεν ήταν να εξεταστεί η νομιμότητα και η βασιμότητα μιας δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε – ρόλος που ανήκε αποκλειστικά στα δικαστικά όργανα που προβλέπει ο νόμος – αλλά να εντοπίσει, πέραν της ίδιας της απόφασης, την συμπεριφορά που παραβίασε τα υπηρεσιακά καθήκοντα και αντιστοιχούσε στο ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει την εκδοθείσα απόφαση».

Στο πλαίσιο αυτό κατέληξε πως «κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια είχαν διακρίνει την πράξη που είχε επισύρει την ποινική ευθύνη των προσφευγουσών από την έκδοση απόφασης με καλή πίστη, χωρίς να τίθεται υπό αμφισβήτηση η εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας».

Το ιστορικό της υπόθεσης

Με τελεσίδικη απόφαση που εκδόθηκε στις 4 Απριλίου 2011 το Εφετείο Βουκουρεστίου καταδίκασε τον S.D. σε κάθειρξη επτά ετών για διάφορα οικονομικά αδικήματα. Κάνοντας χρήση έκτακτου ένδικου μέσου, ο S.D. κατέθεσε δύο αιτήσεις επανεξέτασης στο Εφετείο του Βουκουρεστίου. Οι αιτήσεις επανεξέτασης εκδικάστηκαν από τριμελή σύνθεση. Καθώς οι δύο αυτές προσφυγές ήταν ανεπιτυχείς, ο S.D. κατέθεσε και τρίτη. Η υπόθεση ανατέθηκε τυχαία σε σύνθεση του δικαστηρίου που απαρτιζόταν από τις τρεις προσφεύγουσες.

Με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2012 το Εφετείο Βουκουρεστίου, με σύνθεση αποτελούμενη από τις τρεις προσφεύγουσες, έκανε δεκτή την τρίτη αίτηση επανεξέτασης και ακύρωσε την καταδίκη του S.D.. Το δικαστήριο σημείωσε ότι ο κατηγορούμενος είχε διωχθεί στο παρελθόν για αδικήματα που σχετίζονταν εν μέρει με εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε με την απόφαση της 4ης Απριλίου 2011. Σημείωσε ότι η ποινική έρευνα στο πλαίσιο εκείνης της υπόθεσης είχε οδηγήσει σε απόφαση διακοπής της διαδικασίας, η οποία είχε επικυρωθεί από το Εφετείο της Craiova, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξε παραβίαση της αρχής ne bis in idem, δεδομένου ότι ο S.D. είχε διωχθεί δύο φορές.

Το 2013 ξεκίνησε ποινική έρευνα κατά της τρίτης προσφεύγουσας και άλλων προσώπων σε σχέση με σειρά αδικημάτων που σχετίζονται με τη διαφθορά. Με απόφαση της 26 Μαρτίου 2016, η οποία επικυρώθηκε με αμετάκλητη απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το Εφετείο Constanţa καταδίκασε την τρίτη προσφεύγουσα για δωροδοκία. Κατηγορήθηκε ότι τον Φεβρουάριο του 2012 δέχθηκε χρηματικό ποσό ως δωροδοκία για την έκδοση απόφασης, μαζί με τις άλλες δύο προσφεύγουσες, η οποία αποφαίνονταν υπέρ του S.Dστο πλαίσιο των αιτήσεων επανεξέτασης.

Καταδίκη τριών δικαστών για κατάχρηση εξουσίας: Η κρίση του ΕΔΔΑ

Το Δικαστήριο «έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι οι προσφεύγουσες είχαν υποβάλει την καταγγελία τους ενώπιον των ανώτατων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία είχαν απαντήσει εξηγώντας τη δομή του αδικήματος και καθορίζοντας τα συστατικά του στοιχεία στην προκειμένη περίπτωση. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν επίσης εξετάσει το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η ανεξαρτησία των δικαστών, την οποία τόσο το Σύνταγμα όσο και οι διεθνείς συνθήκες εγγυώνται, αποκλείει την καταδίκη τους για κατάχρηση εξουσίας σε σχέση με την έκδοση δικαστικής απόφασης. Τα δικαστήρια είχαν εκθέσει τον τρόπο με τον οποίο η ανεξαρτησία των δικαστών έπρεπε να ερμηνεύεται και να νοείται υπό το πρίσμα των συνταγματικών αρχών και των διεθνών συνθηκών που θεωρούσαν συναφείς στην παρούσα υπόθεση».

Για τους λόγους αυτούς, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις που ποινικοποιούν την κατάχρηση εξουσίας κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε συνδυασμό με τη νομολογία που τις ερμήνευε, είχαν συνταχθεί με επαρκή ακρίβεια ώστε να έχουν επιτρέψει στις προσφεύγουσες, οι οποίες ήταν και οι ίδιες δικαστές, να διακρίνουν σε εύλογο βαθμό υπό το πρίσμα των περιστάσεων ότι οι πράξεις τους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποινική καταδίκη, χωρίς να αμφισβητείται η εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Επιπλέον, η ερμηνεία που υιοθέτησαν τα εθνικά δικαστήρια για την ποινική  ευθύνη των προσφευγουσών ήταν σύμφωνη με την ουσία του εν λόγω αδικήματος».

Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι ο νόμος πρέπει να είναι προβλέψιμος ως προς τα αποτελέσματά του, ήταν σαφές – όπως λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – «από τα παραδείγματα εγχώριας νομολογίας που περιλαμβάνονταν στο φάκελο της υπόθεσης, ότι τα εθνικά δικαστήρια έκριναν σταθερά ότι οι δικαστές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνοι για κατάχρηση εξουσίας λόγω της αιτιολογίας, ακόμη και αν ήταν εσφαλμένη, μιας δικαστικής απόφασης. Η εν λόγω νομολογία έδειξε ότι οι δικαστές μπορούσαν να θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνοι μόνο σε περιπτώσεις που είχαν ασκήσει τα καθήκοντά τους κακόπιστα. Έπρεπε δε να γίνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου μια υπόθεση είχε κριθεί καλόπιστα και εκείνων όπου ένας δικαστής είχε παρερμηνεύσει έναν νομικό κανόνα σκόπιμα και κακόπιστα, με αποτέλεσμα να κατευθύνει τη διαδικασία προς ένα αποτέλεσμα αντίθετο προς το νόμο, παραβιάζοντας εκ προθέσεως τους κανόνες».

Πηγή: echrcaselaw.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ