Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ε.τ Π. Παναγιωτόπουλος προειδοποιεί (με προφανή αφορμή τα Τέμπη): “Χωρίς τη διασφάλιση των αποδείξεων – στον τόπο του εγκλήματος- δεν μπορεί να υπάρξει δίκαιη ποινική διαδικασία”
Ο έμπειρος εισαγγελικός λειτουργός, που έχει υπηρετήσει σε νευραλγικά πόστα της Δικαιοσύνης, χωρίς να το αναφέρει ονομαστικά, γράφει στο dikastiko.gr με αφορμή πόσα καταγγέλλονται για την αλλοίωση του τόπου του συμβάντος και προειδοποιεί πως αν δεν τηρηθούν όσα προβλέπονται στην προδικασία (συλλογή στοιχείων και σφράγισμα χώρου κλπ) “...ειδικά σε υποθέσεις εξαιρετικής σπουδαιότητας που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, (ΔΕΝ) μπορεί να γίνει λόγος για δίκαιη δίκη και διαδικασία”.

Σοβαρές προειδοποιήσεις, με τη βαρύτητα που δίνει στα λόγια του η πολυετής εμπειρία σε κρίσιμες θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας, απευθύνει με αφορμή την δικαστική διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ε.τ Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος.
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός , γράφει στο dikastiko.gr , για την ιερότητα της προδικασίας (τιτλος αρθρου: Η προδικασία ως “μητέρα” της επ΄ακροατηρίω ποινικής δίκης) με προφανή αναφορά , εμμέσως πλην σαφώς, στην καταγγελλόμενη “αλλοίωση” του χώρου του συμβάντος και τις δυσλειτουργίες που αυτή προκάλεσε στην εξέλιξη της ανάκρισης. Είναι χαρακτηριστικό, πως ο έμπειρος εισαγγελέας καταγράφει όλες τις κινήσεις που οφείλει να κάνει ο ανακριτής για να περιχαρακώσει το χώρο, να συλλέξει τα στοιχεία, να αποκλείσει και να διατάξει (αν χρειάζεται) το χώρο, να μην επιτρέπει να μπαίνουν άλλα άτομα στο σημείο, να φωτογραφίζει τα πειστήρια κλπ. Χαρακτηριστικό επίσης είναι πως πολλά από αυτά δεν συνέβησαν στην τραγωδία των Τεμπών:
“….Διότι χωρίς τη διασφάλιση των αποδείξεων, την εξασφάλιση των αντικειμένων και των επί τόπου ιχνών του εγκλήματος και όλων γενικά των πειστηρίων, δεν μπορεί να υπάρξει δίκαιη και χρηστή ποινική διαδικασία, ούτε βεβαίως σωστή επ’ ακροατηρίω συζήτηση. Αφού, όπως αναφέρθηκε, όλα αυτά τα πειστήρια διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας, ούτως ώστε η προδικασία να αποδεικνύεται, ίσως, το πιο αποφασιστικό σημείο της εν γένει ποινικής δίκης. Και γι’ αυτό τέθηκε ως τίτλος του άρθρου ότι η προδικασία αποτελεί στην ουσία την «μητέρα» της επακολουθούσης επ’ ακροατηρίω διαδικασίας”, αναφέρει.
Δίκαιη δίκη
Επίσης εξαιρετικής σημασίας είναι πως συνδέει την αποτύπωση της δίκαιης δίκης σε μια υπόθεση με την τήρηση αυτής της προδικαστικής διαδικασίας: “….Μόνο όταν έχουν γίνει όλα τα παραπάνω, και ειδικά σε υποθέσεις εξαιρετικής σπουδαιότητας που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, μπορεί να γίνει λόγος για δίκαιη δίκη και διαδικασία. Η λήψη των παραπάνω μέτρων είναι εκ του νόμου ενδεικτική, αφού, πράγματι, ο ανακριτής, και κάθε ανακριτικός υπάλληλος μπορεί και υποχρεούται να πάρει όλα εκείνα τα μέτρα προς τον σκοπό εξασφάλισης της απρόσκοπτης διεξαγωγής των ανακριτικών πράξεων και της ανακάλυψης των χρησίμων για την βεβαίωση του εγκλήματος αντικειμένων, όπως και για την κατάσχεση αυτών”, καταλήγει.
Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
Παν. Παπαγιωτόπουλος: Η προδικασία ως “μητέρα” της επ΄ακροατηρίω ποινικής δίκης
1. Σκοπός της προδικασίας είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό (άρθρ. 239 § 1 ΚΠΔ). Έκπαλαι, και υπό την ισχύ ακόμη της Ποινικής Δικονομίας του 1834, σκοπός της προδικασίας ήταν «η συλλογή των ενδείξεων και αποδείξεων, δι’ ών και η ύπαρξις του αδικήματος δύναται να βεβαιωθή, και η κατά ωρισμένου αυτουργού υπόνοια να υποστηριχθή».
2. Πράγματι, κατά την προδικασία συλλέγονται όλες εκείνες οι αποδείξεις, όλο το αποδεικτικό υλικό, προκειμένου βάσει αυτού να αποφασισθεί αν κάποιος πρέπει να εισαχθεί σε δίκη για ορισμένο έγκλημα. Και τούτο διότι, αφενός δεν είναι σωστό να υφίσταται την οδυνηρή δοκιμασία της επ’ ακροατηρίω ποινικής δίκης άτομο χωρίς να έχει διαπιστωθεί-πιθανολογηθεί η ενοχή του και η βασιμότητα της καταγγελίας, αφετέρου δε, διότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη έγκαιρης καταγραφής και εξασφάλισης του σχετικού, με το φερόμενο ως τελεσθέν έγκλημα, αποδεικτικού υλικού.
3. Αυτή η έγκαιρη, και όλως ταχεία, καταγραφή και εξασφάλιση όλων των ιχνών, των πειστηρίων και των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί την πρώτη και σπουδαία ενέργεια πάσης ανακριτικής αρχής. O Χρίστος Γιώτης, βροντοφώναζε από το έτος 1934, ότι η ταχύτης αποτελεί κεφαλαιώδη βάση πάσης ανακριτικής ενεργείας και σημείωνε όλως γλαφυρά, ότι στις σχετικές αναζητήσεις του εγκλήματος «αι πρώται ώραι είναι ανεκτίμητοι, ο δε παρερχόμενος χρόνος, είναι αυτή η αλήθεια η οποία φεύγει» (Χρ. Γιώτης, Ανακριτική, 1934, σελ. 365).
4. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, ότι τα συλλεγόμενα κατά την προδικασία αποδεικτικά στοιχεία, είναι αυτά που θα καθορίσουν, εν πολλοίς, την περαιτέρω πορεία της ποινικής δίκης. Διότι στ’ αλήθεια το αποδεικτικό υλικό της προδικασίας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, διαμορφώνοντας σε σημαντικό βαθμό την έκβαση της δίκης. Και τούτο, επειδή το αποδεικτικό υλικό αυτής (προδικασίας), αποτελούν τμήμα πια του φακέλου της σχηματισθείσης δικογραφίας, διοχετεύεται στην κύρια διαδικασία και επηρεάζει αυτήν.
5. Μάλιστα η θεωρία τονίζει, απολύτως σωστά, ότι στη σημερινή εποχή έχουμε «προ-μετάθεση της πραγματικής αποδεικτικής διαδικασίας στην προδικασία» και όχι στο ακροατήριο (Θ. Δαλακούρας, με αναφορά σε ρήση του Satzger, ΠοινΧρ ΞΑ΄ (2011) σελ. 248). Διότι, ναι μεν η επ’ ακροατηρίω συζήτηση δεν πρέπει να αποτελεί απλώς επανεξέταση των στοιχείων της προδικασίας και έλεγχο μόνο τούτων από το δικάζον δικαστήριο και τους παράγοντες της διαδικασίας, αλλά να διατηρεί πλήρη ανεξαρτησία από εκείνη (την προδικασία), εν τούτοις, αν δεν έχουν συλλεγεί και διασφαλισθεί οι αποδείξεις κατά την προδικασία, το δικάζον δικαστήριο βρίσκεται σε αληθινή αδυναμία να κρίνει το έγκλημα που δικάζει.
6. Ο νόμος ορίζει σαφώς ότι ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν χωρίς χρονοτριβή: α) να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, όπως λ.χ. να εξακριβώνουν για το πώς ακριβώς τελέστηκε το έγκλημα, διακριβώνοντες όλες ανεξαιρέτως τις συνθήκες τελέσεώς του,
β) να εξετάζουν μάρτυρες, υπόπτους και κατηγορουμένους,
γ) να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας,
δ) να διεξάγουν παντός είδους έρευνες,
ε) να καταλαμβάνουν πειστήρια,
στ) να προβαίνουν σε φωτογραφίσεις, απεικονίσεις, και πειράματα ακόμη (άρθρο 181 ΚΠΔ) με περιεχόμενο την αναπαράσταση του εγκλήματος ή την εξακρίβωση άλλων περιστατικών, να λαμβάνουν δακτυλικά ή άλλα αποτυπώματα,
ζ) να διατάσσουν πραγματογνωμοσύνη, να διενεργούν αυτοψία, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες και
η) γενικώς να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος.
7. Ο ανακριτής και κάθε ανακριτικός υπάλληλος ενεργοποιεί με άλλα λόγια όλα τα αποδεικτικά μέσα που ενδεικτικά αναφέρονται στο άρθρο 178 ΚΠΔ, αλλά και άλλα που θα έκρινε πρόσφορα για την ουσιαστική ανακάλυψη της αλήθειας. Εναπόκειται δε στην επιμέλεια και ευσυνειδησία του ανακριτικού υπαλλήλου, όπως εξετάσει τον τρόπο, τις συνθήκες και το χρόνο καθ’ όν τελέστηκε το έγκλημα. Πάντως, «πρωτίστη φροντίς του επιτοπίως μεταβάντος ανακριτικού υπαλλήλου δέον να είναι η διασφάλισις των αποδείξεων του αδικήματος. Ήτοι η εξασφάλισις των αντικειμένων ή προϊόντων του εγκλήματος ή των επί τόπου ιχνών του αδικήματος και όλων γενικά των πειστηρίων» (Α. Στάϊκος, Ερμηνεία ΕλλΠοινΔικονομίας, τ. 2ος, 1952, σελ. 61).
8. Διότι χωρίς τη διασφάλιση των αποδείξεων, την εξασφάλιση των αντικειμένων και των επί τόπου ιχνών του εγκλήματος και όλων γενικά των πειστηρίων, δεν μπορεί να υπάρξει δίκαιη και χρηστή ποινική διαδικασία, ούτε βεβαίως σωστή επ’ ακροατηρίω συζήτηση. Αφού, όπως αναφέρθηκε, όλα αυτά τα πειστήρια διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας, ούτως ώστε η προδικασία να αποδεικνύεται, ίσως, το πιο αποφασιστικό σημείο της εν γένει ποινικής δίκης. Και γι’ αυτό τέθηκε ως τίτλος του άρθρου ότι η προδικασία αποτελεί στην ουσία την «μητέρα» της επακολουθούσης επ’ ακροατηρίω διαδικασίας.
9. Προς επιτυχία του έργου της ανάκρισης, ο νόμος επιτρέπει στους ενεργούντες αυτήν, τη χρήση όλων των μέσων που συντελούν στην ανίχνευση των εγκλημάτων, στη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος και την προσαγωγή των υπαιτίων στον εισαγγελέα και το δικαστήριο. Έτσι, οι ανακριτικοί υπάλληλοι, κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων, έχουν δικαίωμα:
α) να κλείνουν κατοικίες ολικά ή μερικά. Έχει δηλαδή το δικαίωμα ο ανακριτής, να αποκλείσει οικοδομικά τετράγωνα ή οποιουσδήποτε άλλους χώρους, δημόσιους ή ιδιωτικούς αδιάφορα, εντός ή πέριξ των οποίων τελέστηκε το έγκλημα ή να μην επιτρέψει την είσοδο σε οποιονδήποτε μέχρι πέρατος της ανακριτικής πράξης. Όπως επίσης, μπορεί να κλείνει διαμερίσματα, δωμάτια και κάθε κατάλυμα και κάθε χώρο, κατά τρόπο και σε βαθμό τέτοιο, ώστε να μην εισέρχεται κανένας στα μέρη αυτά, μέχρις ότου ο ανακριτικός υπάλληλος διενεργήσει τις κατά την κρίση του αναγκαίες ανακριτικές πράξεις. Εναπόκειται δε στην έμφρονα κρίση των ανακρινόντων, ως εικός, ποιά και πόσα μέτρα θα λάβουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
β) να θέτουν σφραγίδες, επί οικιών ή μέρος αυτών ή και άλλων χώρων, ώστε με αυτές τις δημόσιες σφραγίδες, με επίσημο και πανηγυρικό τρόπο να δηλώνεται η βούληση των ανακριτικών αρχών περί του αποκλεισμένου χώρου και να μην μπορεί να παραβιαστεί αυτός από οιονδήποτε τρίτο. Ακόμη, η επίθεση δημόσιων σφραγίδων μπορεί και πρέπει να γίνει και στα κατασχεθέντα αντικείμενα.
γ) να διορίζουν φύλακες, στα κατά την κρίση τους ύποπτα μέρη ή στους χώρους εκείνους που θέλουν να επιχειρήσουν ή διενήργησαν οποιαδήποτε ανακριτική πράξη, και οι φύλακες αυτοί μπορεί να είναι αστυνομικοί ή άλλα άτομα, τα οποία απαγορεύουν την εις τους χώρους είσοδο και διατηρούν ανέπαφους αυτούς μετά τη διενέργεια της ανακριτικής πράξης, για το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί.
δ) γενικά να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μην υπεξαιρεθούν, υπεξαχθούν ή μεταβληθούν αντικείμενα χρήσιμα στην ανάκριση, ούτε να απομακρυνθούν ή να ξεφύγουν από τις έρευνές τους άνθρωποι ύποπτοι.
ε) ακόμη, ο ανακριτικός υπάλληλος, αν απαιτείται, τοποθετεί καταλλήλως τα χρήσιμα αντικείμενα, επί των οποίων θα χρειαστεί ενδεχομένως αργότερα να γίνει επ’ αυτών αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, ώστε να μην υποστούν αυτά φθορά ή αλλοίωση.
10. Μόνο όταν έχουν γίνει όλα τα παραπάνω, και ειδικά σε υποθέσεις εξαιρετικής σπουδαιότητας που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη, μπορεί να γίνει λόγος για δίκαιη δίκη και διαδικασία. Η λήψη των παραπάνω μέτρων είναι εκ του νόμου ενδεικτική, αφού, πράγματι, ο ανακριτής, και κάθε ανακριτικός υπάλληλος μπορεί και υποχρεούται να πάρει όλα εκείνα τα μέτρα προς τον σκοπό εξασφάλισης της απρόσκοπτης διεξαγωγής των ανακριτικών πράξεων και της ανακάλυψης των χρησίμων για την βεβαίωση του εγκλήματος αντικειμένων, όπως και για την κατάσχεση αυτών.
11. Κι όπως λέει και ο Βασίλης Βασιλικός στο “Z” του: «Ο Ανακριτής είναι πρόσωπο που δεν έχει καιρό για άγχος, για αγωνίες, για μεταφυσικές θλίψεις. Είναι δεμένος πάνω στο σκάφος, σαν το δυάκι στο σκαρί. Ο Ανακριτής είναι κηπουρός που βγάζει τα ζιζάνια απ’ τον κήπο. Ο Ανακριτής είναι λουλούδι που ανθίζει μόνο του μέσα στην πένθιμη επίπλωση του φθινοπώρου, προμήνυμα της άλλης άνοιξης, πριν απ’ την παγωνιά του χειμώνα»! Γιατί τελικά, «Ο Ανακριτής δεν είναι μία έξοδος. Είναι μία είσοδος στις φυλακές»!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Διεκόπη για τις 13 Μαρτίου η δίκη των “Σπαρτιατών” Δίκη Λυγγερίδη: Κλήτευση των προστατευόμενων μαρτύρων και στελεχών της ΕΛΑΣ ζητάει ο 19χρονος κατηγορούμενος Βουλή: Ολοκληρώνεται σήμερα στην Ολομέλεια η συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Υπόθεση Novartis: Βγήκαν οι… κουκούλες στους προστατευόμενους μάρτυρες και κάθονται στο εδώλιοΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr