Ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος γράφει για την “ποιότητα του νόμου: Νομοθετικές ασκήσεις και εύλογες αντιδράσεις “

Ο κορυφαίος νομικός περιγράφει τον τρόπο νομοθέτησης και την «υποχρέωση ιδιαίτερης περίσκεψης του νομοθέτη» στις Σειρήνες του «συλλογικού πάθους» με αφορμή την ψήφιση του άρθρου 187 παρ. 6 του ΠΚ για την υποχρεωτική φυλάκιση όσων καταδικάζονται και για πλημμελήματα (ως συμμορία) . Και σημειώνει πως “τα αυστηρότερα μέτρα λαμβάνονται μόνον όταν είναι απαραίτητα. Στο Κράτος Δικαίου ισχύει η αρχή του ηπιότερου μέσου. Η υπερβάλλουσα τιμωρητική μεταχείριση είναι απαράδεκτη σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη Πολιτεία”.

NEWSROOM
Ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος γράφει για την “ποιότητα του νόμου: Νομοθετικές ασκήσεις και εύλογες αντιδράσεις “

Ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, με άρθρο-παρέμβαση που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, αναφέρεται στην τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ, σημειώνοντας ότι παραμένει άγνωστο αν η τροποποίηση αυτή, έγινε στα πλαίσια της προσπάθειας για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας ή αν δόθηκε η ευκαιρία να καταστεί αυστηρότερη η νομοθεσία για τις «εγκληματικές οργανώσεις».

eurokinissi

Αναλυτικά το άρθρο του Χριστόφορου Αργυρόπουλου έχει ως εξής:

Ο «νομικός πολιτισμός» είναι όρος που καθιέρωσε η νομική φιλολογία. Η έννοια του, κατ’ αρχάς, είναι ότι το δίκαιο συνιστά καθοριστικό στοιχείο της πολιτισμικής ανάπτυξης μιας οργανωμένης κοινωνίας. Κριτήριο, όμως, της κοινωνικής προόδου είναι όχι η ύπαρξη έννομης τάξης καθεαυτήν, αλλά η ποιότητά της. Αυτή που καθορίζει η συμβατότητα των κανονιστικών κειμένων (του νόμου και της δικαστικής απόφασης) με τις θεμελιώδεις αξίες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου. Είναι οι αξίες τις οποίες κατέστησαν θετικές και αντικειμενικές το Σύνταγμα και το διεθνοσυμβατικό και ενωσιακό «καθεστώς δικαίου», που προστατεύουν το δημοκρατικό πολίτευμα και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

H διάκριση και η οριοθέτηση των κρατικών εξουσιών εντάσσεται στην κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση «τεχνική της ελευθερίας» που συνιστά τον πρωταρχικό συνταγματικό σκοπό. Οι βασικές εγγυητικές των θεμελιωδών δικαιωμάτων δράσεις της πολιτικά οργανωμένης Πολιτείας βρίσκονται συχνά σε αντιδιαστολή και ενίοτε σε αντιπαράθεση με τις εξουσίες κυβερνητικής πολιτικής. Κατά την ευτυχή διατύπωση του Αντώνη Μανιτάκη, στην κλασική μονογραφία του «Τι της πολιτείας κύριον εστίν», «οι δύο διακριτές μορφές εξουσίας, της πολιτικής διακυβέρνησης από τη μια και της εγγύησης των δικαιωμάτων από την άλλη, θα πρέπει να συνυπάρχουν, αρμονικά, σε ένα ισορροπημένο συνταγματικό πολίτευμα. Το τελευταίο θα πρέπει να έχει την ικανότητα να αντιτάσσει απέναντι στην πολιτική κυριαρχία της πλειοψηφίας ένα σύστημα ορίων και δικαιοκρατικών εγγυήσεων και να προσφέρει παράλληλα, στη σφαίρα της πολιτικής έναν άνετο χώρο έκφρασης και διαμόρφωσης κυβερνητικών πολιτικών στο όνομα της δημοκρατικής αρχής».

Η απονομή της δικαιοσύνης είναι θεμελιώδες δικαίωμα και όσοι μετέχουν στη διαδικασία αυτή οφείλουν να σέβονται και να εφαρμόζουν το νόμο, εκτός αν διαπιστώσουν ότι αντιβαίνει στο Σύνταγμα. Ο δικηγόρος επιτελεί ένα σημαντικό έργο, συμβάλλει στη διαλογική λειτουργία της δίκης και συνεπώς στην ορθή απονομή του δικαίου. Ο συνήγορος υπεράσπισης είναι όργανο της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά και «φρουρός της νομιμότητας». Η διατύπωση ανήκει στον Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη, που τίμησε και την επιστήμη και την άσκηση της δικηγορίας. Κυρίως, όμως, υπερασπίστηκε ως πολίτης τις αξίες και τις αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

*

Πρόσφατα απασχολεί τη νομική επιστήμη και τη δικαστηριακή πράξη το ζήτημα, αν το άρθρο 72 του νόμου 4908/2022, με τίτλο «Εγκληματική οργάνωση – Τροποποίηση του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα», περιέχει διατάξεις συμβατές με το Σύνταγμα και συνεπώς εφαρμόσιμες. Όπως είναι γνωστό ο ν. 4908/2022 καθιέρωσε, όπως αναφέρεται προοιμιακά, «μέτρα αντιμετώπισης της οπαδικής βίας» και συναφή προς το αντικείμενο αυτό, αλλά και «λοιπές διατάξεις». Εκ πρώτης όψεως η προσθήκη της επίμαχης παρ. 6 στο άρθρο 187 ΠΚ, με το άρθρο 72 του νόμου αυτού, η οποία τίθεται στο Μέρος Θ΄ του νόμου υπό τον τίτλο «Λοιπές διατάξεις», δεν αποτελεί «μέρος» του κυρίου αντικειμένου του νόμου, αλλά «άσχετη με αυτό προσθήκη». Τούτο δεν θα αποτελούσε παρά συνέχιση του απαράδεκτου φαινομένου να παραβιάζεται, εξακολουθητικά, η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 5 εδ. γ΄ του Συντάγματος.

Όμως από το περιεχόμενο του άρθρου 72 ν. 4908/2022 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή δεν είναι τελικά τόσο «άσχετη» με το αντικείμενο του νόμου, όσο εμφανίζεται. Κατά την προφανή λογική της ρύθμισης η παραβίαση του «πλαισίου λειτουργίας» τους καθιστά δυνητικά τις «οργανωμένες λέσχες φιλάθλων» είτε «εγκληματικές οργανώσεις» (παρ. 1 του άρθρου 187 ΠΚ) είτε μορφές «οργάνωσης με άλλους για να διαπράξουν κακούργημα ή πλημμέλημα» (παρ. 3). Όμως κάθε ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο είναι ενδεχόμενο να μετεξελιχθεί σε «εγκληματική οργάνωση» ή σε «συμμορία», οπότε θα κριθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 187 ΠΚ.

Η «καθ’ υποφοράν» νομοθέτηση είναι ενδεικτική της «συμβολικής» λειτουργίας της και της αδυναμίας της να ασκήσει πραγματική κοινωνική επίδραση. Είναι μέτρα που λαμβάνονται «προς το θεαθήναι», προκειμένου να «κατευνάσουν» την κοινή γνώμη και ως εκ τούτου αλυσιτελή να επιτύχουν ό,τι φαίνεται πως επιδιώκουν. Αν οι «φίλαθλοι (;) οπαδοί» συγκροτήσουν παράνομα οργάνωση και τελέσουν αξιόποινες πράξεις η ισχύουσα νομοθεσία είναι επαρκής για την καταστολή των μελλοντικών ενεργειών τους.

Η σπουδή να ληφθούν αμέσως «πρόσθετα μέτρα» οδηγεί στο δεδομένο αποτέλεσμα: η νέα παρ. 6 του άρθρου 187 ΠΚ σώρευσε συγκυριακά τις ουσιαστικού δικαίου περιπτώσεις αναστολής ή μετατροπής ποινής με τη δικονομικού περιεχομένου απαγόρευση του ανασταλτικού αποτελέσματος, διότι τα δύο αυτά ζητήματα «απασχολούσαν» την κοινή γνώμη. Η «ετερογένεια» αυτή είχε αντίστοιχα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα: την παραβίαση της αρχής για τη διάκριση των κρατικών λειτουργιών, της γενικής ισότητας των πολιτών και της αρχής της αναλογικότητας συμπλήρωσε η παράκαμψη του τεκμηρίου αθωότητας, με την οποία «νομιμοποιείται» η στέρηση της ελευθερίας χωρίς δικαστική απόφαση.

*

Παραμένει, βεβαίως, άγνωστο αν η τροποποίηση του άρθρου 187 ΠΚ αποτελεί απλή συνέπεια που είχε η προσπάθεια να επιτευχθεί η «αντιμετώπιση της οπαδικής βίας» ή αν δόθηκε η ευκαιρία να καταστεί αυστηρότερη η νομοθεσία για τις «εγκληματικές οργανώσεις».

Η «παράλειψη» του νομοθέτη, πάντως, να τροποποιήσει, ταυτόχρονα με την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 187 ΠΚ και τη δικονομική του άρθρου 497 ΚΠΔ για την «ανασταλτική δύναμη της εφέσεως», οδήγησε στη συνύπαρξη ενός «ειδικού δικονομικού κανόνα», παράλληλα με τις «γενικές ρυθμίσεις» του ΚΠΔ. Το αποτέλεσμα αυτό παραπέμπει στην έννοια «εκτάκτων μέτρων». Η έννοια της «έννομης τάξης», αντιθέτως, προϋποθέτει σταθερότητα και αποστέργει αδικαιολόγητες «παρεκκλίσεις» από τη γενική νομοθεσία, διότι έτσι υπονομεύεται η ασφάλεια δικαίου και η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοκρατούμενη Πολιτεία. Αλλά και η ίδια η εσπευσμένη επέμβαση στην διάταξη του άρθρου 187 ΠΚ, είναι προβληματική. Η θέσπιση της διάταξης αυτής και το ιστορικό της επέβαλαν περίσκεψη αντί να επιχειρηθεί με σπουδή παρέμβαση που αφορά «έλασσον» ζήτημα, την αντιμετώπιση της «οπαδικής βίας».

*

Η «οπαδική βία», ο «χουλιγκανισμός» όπως συνήθως λέγεται, είναι προϊόν πολλών παραγόντων, όπως η έλλειψη παιδείας και οι δυσμενείς προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες, που καλλιεργούν αίσθηση κοινωνικού αποκλεισμού, μηδενιστικές αντιλήψεις και καταστροφικές δράσεις. Το φαινόμενο αυτό ευνοείται από το γενικευμένο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα φανατισμού, μισαλλοδοξίας και εχθροπάθειας, που χαρακτηρίζει διεθνώς την εποχή μας. Ο οπαδικός φανατισμός προάγεται από τον ανορθολογισμό και παρωθεί σε αντικοινωνικές συμπεριφορές στους χώρους διεξαγωγής των αγώνων, αλλά και εκτός αυτών. Είναι φανερό πως πρόκειται για ένα σύνθετο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα και γι’ αυτό θα έπρεπε να μελετηθεί σφαιρικά και να επιδιωχθεί η λύση του συστηματικά με πολιτικές μακροπρόθεσμης αντιμετώπισης των αιτίων, στο πλαίσιο του κοινωνικού Κράτους Δικαίου, που να λειτουργούν παράλληλα με τα ισχύοντα πρόσφορα και λελογισμένα μέτρα ποινικού ελέγχου κάθε αξιόποινης συμπεριφοράς.

Από την άλλη πλευρά «το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Κράτος Δικαίου», όπως γίνεται δεκτό στο Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21.12.1998. Υποχρέωση του νομοθέτη είναι η προστασία των πολιτών και της κοινωνικής συμβίωσης, χωρίς, όμως, να θίγεται η προσωπική και δημόσια ελευθερία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο. Και ασφαλώς δεν πρέπει τα κατασταλτικά μέτρα να οδηγήσουν σε «προφανή αλλοίωση του φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματος», ούτε το οργανωμένο έγκλημα «να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για το σκοπό αυτό», όπως επεσήμανε η Καθηγήτρια Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου στη σχετική γνωστή μονογραφία της. Η αστυνομική διείσδυση, τα όρια και ο έλεγχός της , οι «προστατευόμενοι μάρτυρες» και η παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών έχουν ήδη επιβαρύνει τον πολιτικό διάλογο και διαθέτουν προβληματική νομιμοποίηση. Η νομοθεσία για το οργανωμένο έγκλημα είναι αναγκαία, αλλά επικίνδυνη για τις ελευθερίες των πολιτών. Απαιτεί ιδιαίτερες σταθμίσεις και ασφαλώς δικαστικό έλεγχο.

*

Η προσθήκη της παρ. 6 στον ν. 4908/2022, εγείρει σοβαρό πρόβλημα κατ’ αρχάς σε σχέση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 2 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η θεμελιώδης αρχή του Κράτους Δικαίου περιορίζει όλα τα όργανα του κράτους στην αρμοδιότητα που της ορίζει το Σύνταγμα. Οι επεμβάσεις της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής «αποτελούν μια διαρκή απειλή για το σεβασμό της αρχής της διάκρισης των εξουσιών». Οι επεμβάσεις αυτές στιγματίζονται όταν αυτός είναι ο προέχων σκοπός του νομοθέτη, όπως προκύπτει από την εξέταση του ίδιου του κειμένου του νόμου ή των προπαρασκευαστικών εργασιών (ΟλΣτΕ 2307/2014).

Η ποινική δίκη έχει υψηλό βαθμό τυποποίησης και θεσμοποίησης. Αποτελεί την πληρέστερη μορφή «δίκαιης» διαδικασίας, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αφού σ’ αυτήν κρίνεται αμέσως η δύσκολη εξισορρόπηση καταναγκασμού και ελευθερίας. Βάσει της αρχής αυτής «η τιμώρηση των εγκλημάτων γίνεται μονάχα από ορισμένα κρατικά όργανα που παρέχουν ιδιαίτερες εγγυήσεις για μια αμερόληπτη και ασφαλή κρίση, δηλαδή από τους δικαστές και μόνο κατά την οργανωμένη και πειθαρχημένη μορφή της δίκης». Και τούτο διότι, αντίθετα με την πολιτική και διοικητική δίκη, η ποινική δεν αποσκοπεί στην επίλυση διαφορών, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, αλλά στην επιβολή κυρώσεων, που προσβάλλουν την ελευθερία και την τιμή του καταδικαζομένου. «Εδώ λοιπόν εμφανίζονται με μιαν οξύτητα που δεν απαντάται σε καμιάν άλλη περιοχή του πολιτικού βίου οι θεμελιώδεις αντιθέσεις: δύναμη και δίκαιο, ασφάλεια και ελευθερία, κράτος και άτομο» (Νικόλαος Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2007, κεφ. 1ο, αριθ. 3, πλ. αριθ. 9-10 , σελ. 7-8).

Η αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων ουσίας ορίζεται με τη βασική διάταξη του άρθρου 369 παρ. 3 ΚΠΔ. Τα δικαστήρια μετά την εκδίκαση της κατηγορίας, αποφασίζουν για την ενοχή η αθωότητα του κατηγορουμένου και στην πρώτη περίπτωση για την «ποινή που πρέπει να επιβληθεί». Επομένως στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου απόκειται να αποφασίσει, μέσα στο πλαίσιο ποινής που ορίζει ο νόμος, ποια είναι η «δέουσα ποινή» που θα εκτίσει ο καταδικαζόμενος. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί εγγύηση της ελευθερίας και ως εκ τούτου ανατίθεται στη δικαστική αρχή να ορίσει την έκταση της προσβολής της ελευθερίας, για δύο λόγους: κατ’ αρχάς τα δικαστήρια διαθέτουν εγγυήσεις για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης και προστασίας των πολιτών. Πέραν αυτού μόνο το δικάσαν δικαστήριο έχει άμεση αντίληψη για τη συγκεκριμένη υπόθεση, για την ιδιαιτερότητα των συνθηκών τόσο τέλεσης του εγκλήματος, όσων και της προσωπικότητας του δράστη. Επομένως, όπως το δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να κηρύξει ένοχο το δράστη και να του επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή, είναι αρμόδιο να ορίσει τη διάρκεια της ποινής, αλλά και τη συνδρομή ή όχι περίπτωσης αναστολής της ή μετατροπής της και να αποφασίσει ( όταν αυτό επιβάλλεται από τον ΚΠΔ) αν η έφεση του καταδικαζομένου θα έχει ή όχι ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ο περιορισμός και κατά μείζονα λόγο η στέρηση της ελευθερίας επιβάλλουν την αρμονική σύμπραξη της νομοθετικής με τη δικαστική εξουσία.

Ο περιορισμός της εξουσίας του δικαστηρίου που επέβαλε η προσθήκη της παρ. 6 του άρθρου 187 ΠΚ κρίνεται ως υπέρμετρος και ασύμβατος με το Σύνταγμα, για ένα πρόσθετο λόγο. Με τη διατύπωση του κορυφαίου και αλησμόνητου θεωρητικού του ουσιαστικού και δικονομικού Ποινικού Δικαίου Νικολάου Ανδρουλάκη «προβληματικές υπό το πρίσμα του άρθρου 2 παρ. 1 Συντάγματος είναι όλες οι προβλέψεις ποινών «χωρίς μετατροπή και αναστολή» στις οποίες αρέσκονται οι παρ’ ημιν μαθητευόμενοι μάγοι της νομοθεσίας».

*

Η ενιαία ρύθμιση των ποινικών επακόλουθων των δύο διαφορετικών πράξεων που περιγράφουν οι παρ. 1 και 3 του άρθρου 187, που έχουν ουσιώδη διαφορά βαρύτητας και επικινδυνότητας, παραγνωρίζει ότι α) ως αρχή της ισότητας νοείται όχι μόνο αυτή των πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και του νόμου έναντι των πολιτών χωρίς διακρίσεις, β) η έλλειψη προσαρμογής της νομοθεσίας στη μεταχείριση σημαντικά διαφορετικών καταστάσεων οδηγεί σε ανεπίτρεπτη διάκριση, αν δεν υπάρχει αντικειμενική και εύλογη δικαιολόγηση (ΕυρΔΔΑ Ι. Θλιμμένος κατά Ελλάδος απόφαση της 6.4.2000, ΠοινΔικ 2001.41 επ.). Όταν ο νόμος τιμωρεί μία πράξη με κάθειρξη και την άλλη με φυλάκιση, τότε τα «ποινικά επακόλουθα» της καταδίκης οφείλουν να είναι ανάλογα προς τη βασική ποινική μεταχείριση καθεμιάς, που είναι ουσιωδώς διαφοροποιημένη από την άλλη. Η προσβολή της γενικής αρχής της ισότητας και της αρχής της αναλογικότητας είναι προφανής.

*

Το μείζον πρόβλημα της νέας παρ. 6 του άρθρου 187 ΠΚ είναι ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως, το οποίο απορρέει από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Όπως είναι κοινώς γνωστό το τεκμήριο αυτό επιβάλλει όπως κάθε κατηγορούμενος θεωρείται αθώος έως ότου κριθεί ένοχος με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Ως τότε «δεν είναι ένοχος» της πράξης για την οποία καταδικάστηκε με την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εναντίον της οποίας άσκησε έφεση. Η έφεση έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της καταδίκης και την απ’ αρχής εκδίκαση της κατηγορίας. Η επανεξέταση της υπόθεσης επιβάλλεται από το άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με τον ν. 1705/1987. Ο θεσμός της έφεσης αποτελεί αναγκαία και επαρκή εγγύηση ελευθερίας που προστατεύει τον κατηγορούμενο από την αναπόφευκτα εκτεθειμένη στην πλάνη, όπως κάθε υποκειμενική κρίση, πρωτόδικη απόφαση. Ο θεσμός των ενδίκων μέσων βασίζεται ακριβώς στην αναγκαιότητα πλήρους επανελέγχου των πρωτοδίκων δικαστικών αποφάσεων. Είναι κατ’ αρχήν, λοιπόν, επιβεβλημένο, έως ότου αποφασίσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να μη στερηθεί την ελευθερία του ο εκκαλών κατηγορούμενος, αφού εξακολουθεί να μη θεωρείται ένοχος.

Επειδή, όμως, είναι ενδεχόμενο λόγοι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος να καθιστούν αναγκαία κατ’ εξαίρεση την μη αναστολή της ποινής που συνεπάγεται εγκλεισμό, στις βαρύτερες ποινικές κατηγορίες απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου αν η έφεση θα έχει ή όχι ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 397 ΚΠΔ. Η αφαίρεση από το νόμο της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου εισάγει εμμέσως, αλλά ανεπίτρεπτα «τεκμήριο ενοχής» του κατηγορουμένου. Η δικαστική απόφαση δεν μπορεί να είναι απλώς «βεβαιωτική», αλλά διαπλαστική. Η δικαστική απόφαση ιδρύει και νομιμοποιεί in concreto την έννομη κατάσταση στέρησης της ελευθερίας. Ο εγκλεισμός γίνεται δυνάμει της καταδικαστικής απόφασης ή του εντάλματος προσωρινής κράτησης.

*

Η αντίδραση των Δικηγορικών Συλλόγων στην αποσπασματική νομοθετική παρέμβαση είναι καταφανώς νόμιμη και δικαιολογημένη. Ο πρωταρχικός σκοπός τους είναι «η υπεράσπιση των αρχών και κανόνων του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική πολιτεία» (άρθρο 90 περ. α΄ του Κώδικα περί Δικηγόρων που κύρωσε ο ν. 4914/2013). Η νομιμότητα της απόφασης για την αποχή των δικηγόρων από την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων που αφορούν πράξεις που περιγράφονται στο άρθρο 187 ΠΚ κρίνεται αναγκαίο και πρόσφορο μέσο που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ορθής λειτουργίας της έννομης τάξης που διετάραξε το άρθρο 72 ν. 4908/2022. Όπως γίνεται δεκτό από την πάγια νομολογία του ΕυρΔΔΑ κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ «κάθε πράξη στέρησης της ελευθερίας υπόκειται σε ανεξάρτητο δικαστικό έλεγχο».

Η αποχή των δικηγόρων από την εκδίκαση υποθέσεων που έχουν ως αντικείμενο την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 187 ΠΚ αποτελεί άσκηση νομίμου δικαιώματος. Πρωταρχικό καθήκον του δικηγόρου είναι να «υπερασπίζεται το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το σύνολο των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα» και να «ακολουθεί τις παραδόσεις του υπερασπιστικού λειτουργήματος και τους κανόνες δεοντολογίας» (άρθρο 5 στ. α΄ και β΄ Κώδικα περί Δικηγόρων).

Όσοι αγνοούν ή υποτιμούν την αξία και τη σημασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τους δικηγορικούς συλλόγους υποτιμητικά σαν «συντεχνίες», που ευθύνονται για την «αρνησιδικία» και την παρέλκυση των δικών. Η απαξιολόγηση αυτή αποκαλύπτει την αδυναμία να κατανοηθεί ότι οι δικηγόροι απέχουν από την εκδίκαση υποθέσεων στις οποίες μια «έκτακτη νομοθετική παρέμβαση» την καθιστά από «δίκαιη δίκη» σε ωμό μέσο γενικού εκφοβισμού. Οι δικηγόροι δεν επιδιώκουν «ένα νόμο για τον πελάτη τους», όπως υπέλαβαν όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι «η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος» (ΟλΑΠ 1/2001). Ο δικηγόροι υπερασπίζονται το δικαίωμα κάθε ανθρώπου που θα βρεθεί, δικαίως ή αδίκως, στην ίδια θέση, να μη τύχει μεταχείρισης που συνιστά κατάχρηση της ποινικής εξουσίας. Επιδιώκουν την άμεση κατάργηση ενός νόμου, που δεν σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή το ευρωπαϊκό κεκτημένο που προσδιορίζει την ποιότητα του νομικού μας πολιτισμού.

*

Το τελικό πόρισμα από τη δημόσια αυτή περιπέτεια είναι διττό: το πρώτο αφορά την «υποχρέωση ιδιαίτερης περίσκεψης του νομοθέτη» στις Σειρήνες του «συλλογικού πάθους». Ο Νικόλαος Ανδρουλάκης αναφερόταν στους δικαστές, αλλά τούτο προφανώς ισχύει και για το νομοθέτη, αφού και οι δύο δεν πρέπει να «αφήνονται να επηρεασθούν από τις κάθε τόσο ακουγόμενες κραυγαλέες παροτρύνσεις για «παραδειγματική» τιμώρηση διαφόρων εγκλημάτων. Γιατί προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια η χρησιμοποίηση κάποιου εν είδει εκφοβιστικού παραδείγματος για τους πολλούς άλλους».

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι αυστηρότερα μέτρα λαμβάνονται μόνον όταν είναι απαραίτητα. Στο Κράτος Δικαίου ισχύει η αρχή του ηπιότερου μέσου. Η υπερβάλλουσα τιμωρητική μεταχείριση είναι απαράδεκτη σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη Πολιτεία. Αντίθετα το «άτεγκτο» αστυνομικό, «δεσποτικό» κράτος προσφεύγει κατά σύστημα στον ακραίο τιμωρητισμό. Η διαφοροποίηση των μέσων που χρησιμοποιούν αναδεικνύει τις ποιοτικά διαφορετικές αξιολογήσεις του φιλελεύθερου σε σχέση με αυτές του ανελεύθερου καθεστώτος. Ο Μontesquieu το προσδιόρισε με το μοναδικό ύφος του: «στο δημοκρατικό πολίτευμα όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. είναι ίσοι και μέσα στο δεσποτικό πολίτευμα: στο πρώτο είναι ίσοι γιατί αποτελούν το παν. στο δεύτερο, επειδή δεν αποτελούν τίποτε».

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών dsa.gr

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr