Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Ο ποιητής του αστικού τοπίου Χρήστος Βακαλόπουλος

Η Αθήνα του Χρήστου Βακαλόπουλου συνεχίζει να ανασαίνει μέσα από τα γραπτά του, να ζει μέσα από τις εικόνες του, να ονειρεύεται μέσα από τις ιστορίες του.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ο ποιητής του αστικού τοπίου Χρήστος Βακαλόπουλος

Του Δημήτρη Πατώκου

«Ο αναγνώστης μπορεί αντί να διαβάσει αυτό το βιβλίο να ακούσει οποιοδήποτε δίσκο του Μπομπ Ντύλαν ή των Κινκς και να δει οποιαδήποτε ταινία του Νίκολας Ρέη, του Ζαν Ρενουάρ ή του Φριτς Λανγκ. Εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση».

Κάπως έτσι υποδέχεται τον αναγνώστη στην πρώτη σελίδα του «Υπόθεση best-seller» η αφηγηματική φωνή. Ειλικρινής εξομολόγηση; Αυτοσαρκασμός; Υποδόριο χιούμορ; Ο,τι και να επιλέξετε, είναι γεγονός ότι σε δύο μόνο φράσεις συμπυκνώνονται αν όχι ο ίδιος ο συγγραφέας, σίγουρα κάποιες από τις μεγάλες του αγάπες και τις προσωπικές του αναφορές…

Ο «πολυσχιδής» Χρήστος Βακαλόπουλος  -πεζογράφος, σκηνοθέτης, ραδιοφωνικός παραγωγός, κριτικός- στον σύντομο αλλά τόσο παραγωγικό βίο των 37 του χρόνων, πρόλαβε να μας κληροδοτήσει μερικά πραγματικά σπουδαία κείμενα υψηλής αισθητικής, αφοπλιστικά και ενίοτε αφοριστικά! Απευθείας, από το χάος στο χαρτί.

Δεν ήταν απλώς ένας συγγραφέας ή ένας κινηματογραφιστής· ήταν ένας οξυδερκής παρατηρητής της ζωής. Με μάτια γεμάτα περιέργεια και ψυχή γεμάτη νοσταλγία, περιπλανήθηκε στα σοκάκια της Αθήνας, στις γειτονιές που κρύβουν αναμνήσεις και στα καφενεία που οι ψίθυροι γίνονταν ιστορίες. Ήξερε να αφουγκράζεται τη σιωπή της πόλης και να μετατρέπει το θρόισμα των φύλλων σε ποίηση. «Οι πόλεις ψιθυρίζουν, γιατί δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν έτσι όπως τις κάρφωσαν έδαφος» έγραφε στους «Πτυχιούχους». Ήταν ένας ποιητής του αστικού τοπίου, ένας αφηγητής της μελαγχολίας και της ομορφιάς που κρύβεται στο συνηθισμένο. Που μετουσίωσε την ονειρική υφή της πραγματικότητας σε τρόπο ζωής. Της δικής του.

Η Αθήνα του Βακαλόπουλου δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός τόπος· είναι μια ζωντανή ύπαρξη. Στα βιβλία του, η πόλη ανασαίνει, πονάει, αγαπάει και θυμάται. Από τις βόλτες στην Πατησίων μέχρι τα δειλινά στον Λυκαβηττό, κάθε γωνιά αποκτά ψυχή μέσα από τις λέξεις του. Για τον Χρήστο, η Αθήνα δεν ήταν απλώς το σκηνικό των ιστοριών του· ήταν η ίδια η πρωταγωνίστρια.

«Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Κυψέλη, η Ελλάδα και ο πλανήτης Γη. Τώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους».

Η σπάνια πνευματική του συγκρότηση γίνεται φανερή στα κριτικά και στοχαστικά του κείμενα, είτε αυτά αφορούν σε φιλοσοφικά ζητήματα παράδοσης και εθνικής αυτογνωσίας είτε σε θέματα κριτικής της τέχνης, σχετικά με τον κινηματογράφο, την τηλεόραση ή την δισκογραφία. Εδώ μιλάμε για μια πολυεπίπεδη γραφή, που φανερώνει το στέρεο υπόβαθρο ενός «σκληροπυρηνικού» διανοούμενου,  που δεν χαριζόταν και δεν ενέδιδε σε ευκολίες. Τα άρθρα του στο «Αντί», στο «Ντέφι», στον «Θούριο», στην «Αυγή», στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» μαρτυρούν του λόγου το αληθές.

Πόσο προφητικός στέκεται απέναντι στη διασκευή λογοτεχνικών έργων περιωπής στα ασπρόμαυρα σήριαλ της ελληνικής τηλεόρασης του 70, όπως οι «Πανθέοι» ή ο «Γιούγκερμαν»! Πόσο διεισδυτικός φαίνεται στην κριτική του για τους σαββοπουλικούς Αχαρνής ή για τα μεταπολιτευτικά θεατρικά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη! Ευθύβολος, τεκμηριωμένος, με οξυδέρκεια και άποψη! Ξεχωριστή αγαπητική μνεία επιβάλλεται σε εκείνο το άρθρο που αφορά στα «Τραπεζάκια έξω», τον εμβληματικό δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου (1983). Σύντομα, περιεκτικά, κάπως βιωματικά κείμενα, «σχολιάζουν» ένα προς ένα τα έντεκα τραγούδια του δίσκου και συνιστούν ένα αυτόνομο έργο τέχνης, το οποίο σθεναρά υποστηρίζω ότι πρέπει υποχρεωτικά πλέον να συνοδεύει κάθε μελλοντική επανέκδοση του δίσκου. Ίσως το πλέον ενδιαφέρον εκδοτικό γεγονός του 2024 υπήρξε η απόφαση των «εκδόσεων της Εστίας» να επανακυκλοφορήσει, με τα αυθεντικά τους εξώφυλλα, τα από χρόνια καταργημένα βιβλία του πρόωρα χαμένου, λατρεμένου μας Χρήστου Βακαλόπουλου. Η αρχή έγινε με το magnum opus «Γραμμή του ορίζοντος» (το οποίο ήδη εξαντλήθηκε) και τους εξαίρετους «Πτυχιούχους».

Κάποιες φορές είναι δύσκολο να ανακαλέσεις στη μνήμη αλλά και να αποτυπώσεις τα ισχυρά συναισθήματα που σου προκαλεί η ανάγνωση ενός σπουδαίου βιβλίου. Η «Γραμμή του ορίζοντος» με συνεπήρε από την πρώτη μας επαφή -υπήρξαν κι άλλες έκτοτε- κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 90 και μέχρι σήμερα κατέχει σταθερά μια περίοπτη θέση σε πολλές βιβλιοθήκες. Σε μόλις 162 σελίδες, ο συγγραφέας αφηγείται μια άκρως γοητευτική ιστορία φυγής, της αόρατης Ρέας Φραντζή, μεταξύ Κυψέλης και Πάτμου, γεμάτη ολοζώντανες εικόνες και υποβλητική σιωπή. Αυτή η ιδιότυπη γραφή σε βυθίζει στον σαγηνευτικό ρυθμό της, με έντονη χρήση ποιητικής ειρωνείας και υπονομευτικό χιούμορ καθώς δικαιώνεται σαν το μανιφέστο μιας ολόκληρης γενιάς: «Ρέα Φραντζή, 32 χρονών, ελαφρά ντυμένη, χιλιάδες χρόνια μακριά από το κέντρο του κόσμου». Το καλοκαίρι, δεν είχα ιδέα ότι η «Γραμμή του ορίζοντος» ήταν συλλεκτική και χρόνια εξαντλημένη. Ότι επανακυκλοφόρησε για περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και, σύμφωνα με την LIFO, «εξαντλήθηκε μέσα σε δυο ώρες»!  Σχεδόν 14.000 αντίτυπα, όπως ανέφερε στο δικό της ρεπορτάζ η «Καθημερινή». Δεν σας κρύβω ότι το γεγονός αυτό με γέμισε με ανείπωτη χαρά: Η πραγματικότητα ενός διψασμένου αναγνωστικού κοινού που αναγνωρίζει την αληθινή λογοτεχνία…

Τις μέρες αυτές, κατέβασα ξανά από τη βιβλιοθήκη και τις «Νέες αθηναϊκές ιστορίες», η πρόσφατη επανέκδοση των οποίων γνώρισε, επίσης, αξιοσημείωτη απήχηση. Τις είχα αγοράσει φοιτητής -ισχυρό κίνητρο το εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου, που με παρέπεμπε αυτομάτως στους δίσκους του Σαββόπουλου- σε κάποιο βιβλιοπωλείο του κέντρου μαζί με το «Υπόθεση best-seller», το οποίο με άφησε μάλλον αδιάφορο.

Για να πω την αμαρτία μου, δε θυμόμουν σχεδόν καμία από τις ιστορίες αυτές, ωστόσο υπήρχε μέσα μου ανεξίτηλη η αίσθηση της σπάνιας παρθενικής συγκίνησης στην πρώτη τους ανάγνωση, πριν από 30 περίπου χρόνια. Έτσι, σε μια άλλη ηλικία πια, ένιωθα να τις ανακαλύπτω ξανά! Μιλάμε για δέκα ολιγοσέλιδα διαμάντια γεμάτα έμπνευση, φαντασία, αρκετή τρέλα και αριστοτεχνικό σουρεαλισμό! Οι τίτλοι τους αναγράφονται στο οπισθόφυλλο με τις διάρκειές τους, σαν tracks μοιρασμένα σε δύο πλευρές, μια προσομοίωση δίσκων βινυλίου. Κάποια από αυτά διαθέτουν έναν έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και αναφέρομαι ασφαλώς στα διηγήματα που αφορούν σε εμπειρίες των σχολικών του χρόνων. Όλες οι ιστορίες εξελίσσονται με φόντο την Αθήνα της δεκαετίας του 80: Κυψέλη, Ομόνοια, Κολωνάκι, Εξάρχεια, Σκουφά, Καλλιδρομίου…  Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, αφόρητα συνηθισμένοι, χασομέρηδες, μαθητές περιπλανιούνται στους δρόμους της πολύβουης πόλης και βιώνουν στιγμές άλλοτε στα όρια του προβλέψιμου και άλλοτε του μεταφυσικού και του παραλόγου. Πάντως, η προσεκτική ανάγνωση των σύντομων αλλά απαιτητικών αυτών ιστοριών επιβεβαίωσε την πεποίθηση μου ότι ο Βακαλόπουλος υπήρξε ένας ιδιόμορφος αστός, ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος avant-garde τύπος, με χειμαρρώδη γραφή και ευφάνταστη μυθοπλασία, που λόγω της τόσο άδικης αποδημίας του δεν πρόλαβε να εξελιχθεί σε εξέχουσα φυσιογνωμία της νεοελληνικής μας πεζογραφίας. Ένα σύντομο απόσπασμα για του λόγου το αληθές, που είχα τότε υπογραμμίσει:

«…Τα κορίτσια καταλαβαίνουν άλλα ενώ θα έπρεπε να τους βάζεις ένα τραγούδι και να καταλαβαίνουν τα πάντα. Να μη μιλάς καθόλου, να λες τίτλους τραγουδιών, τον ένα πίσω απ’ τον άλλο ενώ θα χορεύετε στην πίστα πάνω απ’ τη θάλασσα. Είναι βλακεία να πεις “σ’ αγαπώ”, το λένε τόσες φορές στις ταινίες που όταν το λες νομίζεις ότι είσαι ηθοποιός. Εγώ πλησίασα τη Νανά, στα σκοτεινά, εκεί που ο Μπαρτ Λανκαστερ έλεγε “σ’ αγαπώ” στην Άβα Γκάρτνερ και της ψιθύρισα στο αυτί “πρόσεξε τώρα τί θα της πει” κι εκείνη γύρισε έκπληκτη κι έτσι έχασε αυτό που ήθελα να την κάνω να διαβάσει στους υπότιτλους. Στην Αίγινα όμως θα της το πω γιατί τότε θα είναι καλοκαίρι…»

Ο Κωστής Παπαγιώργης αποτίει φόρο τιμής στον Βακαλόπουλο, στο αφιερωματικό «Γεια σου Ασημάκη», το 1993, με αφορμή την πρόωρη αποδημία του: « Όταν πεθαίνει ένας φίλος, έστω και για λίγες μέρες, γινόμαστε αισθητά καλύτεροι. Σάμπως να προστέθηκαν μερικές νέες μέρες στο ημερολόγιο, οι συμπεριφορές έχουν μια φρέσκια βαθύτητα. Οι γνωστοί γίνονται επιστήθιοι φίλοι και οι φίλοι συγγενείς, καθώς από κοινού απολαμβάνουμε με σκοτοδίνη  την κακή ανάσα του θανατικού, που εισάγει ακαριαία στα πράγματα ένα άλλο ρίγος… ο δικός μας νεκρός, ο χτεσινός φίλος που χάριζε νόημα με κάθε του κίνηση, στην ανομολόγητη συνενοχή, αποκτά ανυπολόγιστα δικαιώματα. Αιφνίδια μεταμορφώνεται σε άφαντο θεό… ό,τι είχαμε του ανήκει, ό,τι κάνουμε το διεκδικεί…».

Σήμερα, η Αθήνα του Χρήστου Βακαλόπουλου συνεχίζει να ανασαίνει μέσα από τα γραπτά του, να ζει μέσα από τις εικόνες του, να ονειρεύεται μέσα από τις ιστορίες του. Ο ίδιος μπορεί να έφυγε νωρίς, αλλά άφησε πίσω του έναν χάρτη γεμάτο συναισθήματα και εικόνες που, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ. Και η μοναχική Όλγα Ρόμπαρτς θα ανασαίνει και θα περιπλανιέται σε μια άδεια και αχανή πόλη καταγράφοντας με ευλάβεια τις σιωπές και τις φωνές της…

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ