Οι απαντήσεις – μία προς μία – της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τις υποθέσεις που καταγγέλλει το Κράτος Δικαίου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Το dikastiko.gr καταγράφει τις υποθέσεις για τις οποίες αποδίδει μομφή στη χώρα το ψήφισμα της 7ης Φεβρουαρίου και τις απαντήσεις ανά υπόθεση όπως τις παρουσίασε ο εισηγητής Παν. Λυμπερόπουλος.

NEWSROOM
Οι απαντήσεις – μία προς μία – της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τις υποθέσεις που καταγγέλλει το Κράτος Δικαίου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Τις απαντήσεις για όλες τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρεται η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου (ΕΚ) για το Κράτος Δικαίου καταγράφει το dikastiko.gr όπως αυτές παρουσιάστηκαν από τον αρμόδιο αρεοπαγίτη εισηγητή Παν. Λυμπερόπουλο.

Πρόκειται για υποθέσεις από τις έρευνες για τα Τέμπη, τις έρευνες για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, υποθέσεις διαφθοράς, χρηματοδότησης μέσων ενημέρωσης (η γνωστή «λίστα Πέτσα»), η έρευνα για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, αλλά και το ναυάγιο της Πύλου, ακόμη για τη δικαστική μεταχείριση του Παναγιώτη Δημητρά, που διώκεται από τις δικαστικές αρχές για σειρά δράσεων που χαρακτηρίζονται ως “έκνομες”.

Και όπως κατέληξε, σε όλες τις υποθέσεις που αναφέρονται στο ψήφισμα η Ολομέλεια αποφάνθηκε, ότι «τα αναφερόμενα είναι αόριστα, χωρίς τεκμηρίωση, χωρίς αμεροληψία και χωρίς κάποια ανάθεση των ερευνών σε εθνική ή κοινοτική αρχή με αποτέλεσμα να αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης».

Συγκεκριμένα όπως σημείωσε κατά την εισήγησή του ο κ. Λυμπερόπουλος «καθίσταται αναγκαία η ενημέρωση πάντων από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επί των αιτιάσεων του ψηφίσματος, κατά το μέτρο που αφορούν στην δικαστική λειτουργία και μόνο, προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα ή όχι αυτών, ώστε να απαντήσουμε, όχι βεβαίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθόσον δεν έχουμε τέτοια αρμοδιότητα, αλλά στις αιτιάσεις που μας αποδίδονται, με βάση το ψήφισμα αυτό».

Αναφορά γίνεται στις «σοβαρές ανησυχίες για τις πολύ σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα» όπου εκφράζεται στο ψήφισμα και αναφέρεται ότι «το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών είναι απαραίτητο για μια ισχυρή δημοκρατία και σημειώνει με ανησυχία ότι το σύστημα αυτό έχει υποστεί μεγάλη πίεση».

Σύμφωνα όμως με όσα αντικρούονται από το Ανώτατο Δικαστήριο και τον εισηγητή «στο σημείο αυτό αμφισβητείται από το ψήφισμα εμμέσως η αποτελεσματικότητα του εθνικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης (ως υποσύστημα του συστήματος ελέγχων και ισορροπιών) για τα πολύ σημαντικά ζητήματα της προστασίας της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των Θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθόσον προβαίνει σε διαπίστωση «μεγάλης πίεσης», αναγνωρίζοντας «πολύ σοβαρές απειλές», αορίστως και χωρίς οποιαδήποτε

Διοικητική Ολομέλεια Αρείου Πάγου στο ψήφισμα ΕΚ- Η τραγωδία των Τεμπών: Υποβάθμιση του έργου των εισαγγελικών και ανακριτικών Αρχών

Όπως λέει ο κ. Λυμπερόπουλος, στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου λαμβάνεται υπόψη πως Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κίνησε έρευνα στις 28 Νοεμβρίου 2022 σχετικά με την κατάχρηση επιδοτήσεων ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ για ένα σύστημα ασφάλειας των σιδηροδρόμων λαμβάνοντας υπόψη ότι έκτοτε έχουν συλληφθεί 23 άτομα σε σχέση με το σκάνδαλο, με εξαίρεση τους (πρώην) υπουργούς της κυβέρνησης, οι οποίοι προστατεύονται από τη δίωξη με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, για την οποία έγινε επίκληση του ελληνικού Συντάγματος».

Πλην, όμως, τονίζει ότι «το ψήφισμα υποβιβάζει το έργο των εθνικών εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών για την υπόθεση των Τεμπών, αποσιωπώντας την υφιστάμενη ενδελεχή έρευνα για τα μη πολιτικά πρόσωπα, για τα οποία και μόνο είναι αρμόδιες και η οποία εκκίνησε αμέσως μετά την τραγωδία και βρίσκεται σε εξέλιξη. Επίσης, με την ασαφή διατύπωση που έχει επιλεχθεί είναι δυνατόν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές εξαίρεσαν τα πολιτικά πρόσωπα από την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ η αρμοδιότητα αυτή, όπως και κάθε επόμενο στάδιο της ποινικής διαδικασίας για τα πρόσωπα αυτά ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής».

Ασφάλεια των δημοσιογράφων: Αόριστη αναφορά περιπτώσεων

Σχολιάζοντας ένα από τα βασικά σημεία του ψηφίσματος ο αρεοπαγίτης εισηγητής αναφέρεται σε αυτό όπου σημειώνεται πως «λαμβάνοντας υπόψη ότι η πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ασφάλεια των δημοσιογράφων είχε εντοπίσει δύο περιπτώσεις ατιμωρησίας για δολοφονίες, εννέα ενεργές καταχωρίσεις και δύο άλλες καταχωρίσεις χωρίς απάντηση έως το τέλος του 2023».

Και όπως σημειώνει σε αυτό επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί μία αόριστη αναφορά περιπτώσεων, που «στερεί τη δυνατότητα συγκεκριμένης έρευνας και απάντησης του θιγομένου θέματος», ενώ «δημιουργεί ευθεία αμφισβήτηση για την ικανότητα ή την πρόθεση των Ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων να «τιμωρήσουν» συγκεκριμένες περιπτώσεις, χωρίς όμως να κατονομάζει αυτές».

Ενδεικτικά αναφέρεται και στις επισημάνσεις του Ευρωκοινοβουλίου ότι «οι αρχές επιβολής του νόμου και οι δικαστικές αρχές στην Ελλάδα δεν έχουν σημειώσει πρόοδο στην έρευνα για τη δολοφονία του Έλληνα δημοσιογράφου, Γιώργου Καραϊβάζ, στις 9 Απριλίου 2021 σημειώνει ότι δύο ύποπτοι συνελήφθησαν τον Απρίλιο του 2023, αλλά, κατά τα λοιπά, η έρευνα της αστυνομίας δεν οδήγησε σε κανένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα καλεί μετ’ επιτάσεως τις αρχές να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διεξαγωγή ενδελεχούς και αποτελεσματικής έρευνας και να προσαγάγουν στη δικαιοσύνη όσους εμπλέκονται στη δολοφονία, σε οποιοδήποτε επίπεδο, παροτρύνει τις αρχές να ζητήσουν βοήθεια από την Ευρωπόλ».

(ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI)

Αντικρούοντας και αυτά τα επιχειρήματα ο αρεοπαγίτης λέει πως «με το ψήφισμα επιχειρείται παρέμβαση σε εκκρεμούσα στη δικαιοσύνη υπόθεση, μέσω της άσκησης, αορίστως, κριτικής και αμφισβήτησης της αποτελεσματικότητας των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών για την υφιστάμενη έρευνα της υπόθεσης, αν και έχει γίνει ευρέως γνωστό από τα M.M.E. ότι, κατά το στάδιο της ανάκρισης, έχουν απολογηθεί και προφυλακιστεί κατηγορούμενοι».

Το ζήτημα των υποκλοπών: «Θέτει σε αμφισβήτηση το κύρος και την αξιοπιστία της διεξαγόμενης σε ανώτατο επίπεδο εισαγγελικής έρευνας»

«Με το ψήφισμα επιχειρείται ευθεία παρέμβαση σε εκκρεμούσα στην δικαιοσύνη υπόθεση με την παράθεση οδηγιών προς τους αρμόδιους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, ενώ, ταυτόχρονα, θέτει σε αμφισβήτηση το κύρος και την αξιοπιστία της διεξαγόμενης σε ανώτατο επίπεδο εισαγγελικής έρευνας» λέγεται για το ζήτημα των υποκλοπών και των συστημάτων παρακολούθησης κατασκοπευτικού υλικού.

Σύμφωνα με το ψήφισμα το Ευρωκοινοβούλιο «εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι η μεταφορά της έρευνας κατασκοπευτικού λογισμικού σε άλλον εισαγγελέα, μετά το αίτημα των προηγούμενων εισαγγελέων προς την ΑΔΑΕ να ελεγχθεί κατά πόσον τα 92 άτομα που στοχοποιήθηκαν από το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator (συμπεριλαμβανομένων εθνικών βουλευτών και βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δημοσιογράφων και κυβερνητικών αξιωματούχων) είχαν επίσης υποβληθεί σε παρακολούθηση από την ΕΥΠ, θα οδηγήσει de facto στην περάτωση της έρευνας επαναλαμβάνει το αίτημά του για συμμετοχή της Ευρωπόλ στην έρευνα».

Όπως επισημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο δια του κ. Λυμπερόπουλου «στο σημείο αυτό με το ψήφισμα επιχειρείται ευθεία παρέμβαση στο έργο της Εισαγγελικής Αρχής με τη μη θεσμική αμφισβήτηση της διαδικασίας της έρευνας που διεξάγει και την υπόδειξη δικονομικών ενεργειών», ενώ ειδική αναφορά κάνει και στις αιχμές του Ευρωκοινοβουλίου σχετικά με όσα σημειώνονται για την καταδίκη περί εκφοβισμού και παρενόχλησης λειτουργών που ελέγχουν την κυβέρνηση όπως η πρώην Εισαγγελέας Διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη και ο Χρήστος Ράμμος, επικεφαλής της ΑΔΑΕ και για την οποία – βάσει του ψηφίσματος – εκφράζεται «η δυσαρέσκεια για την παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και την εικαζόμενη απόπειρα αναστολής του αιτήματος της ΑΔΑΕ σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών να προβεί σε έλεγχο των εντολών παρακολούθησης του 2022».

Και επισημαίνεται πως «με το ψήφισμα ευθέως αμφισβητείται αορίστως η νομιμότητα ενεργειών δικαστικών και εισαγγελικών αρχών επί συγκεκριμένων υποθέσεων και περαιτέρω αυτές, μη αξιολογούμενες θεσμικά, χαρακτηρίζονται ως «εκφοβισμός».

Παράλληλα, αναφερόμενος ο κ. Λυμπερόπουλος στο σημείο του ψηφίσματος όπου «εκφράζει ανησυχία για την υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση, τον περιορισμό των εξουσιών», τονίζει πως «υπονοείται αορίστως ο «περιορισμός» της δικαστικής λειτουργίας, χωρίς την παράθεση οποιουδήποτε στοιχείου προς τεκμηρίωση».

Η λεγόμενη λίστα Πέτσα: Αγνοούν την εισαγγελική έρευνα

Ένα άλλο από τα σημεία που εστιάζει το ψήφισμα της Ολομέλεια είναι το λεγόμενο σκάνδαλο της λίστας Πέτσα, όπου στην έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου γίνεται λόγος πως «20 εκατομμύρια ευρώ κρατικών κονδυλίων διανεμήθηκαν σε μέσα ενημέρωσης για επικοινωνιακές εκστρατείες στον τομέα της δημόσιας υγείας, συμπεριλαμβανομένων ανύπαρκτων ιστοτόπων και προσωπικών ιστολογίων λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα μέσα ενημέρωσης αποκλείστηκαν εντελώς χωρίς καμία αιτιολόγηση και με αδιαφανή κριτήρια».

Και σε αυτό, όμως, η πρώτη απάντηση είναι πως «το ψήφισμα περιλαμβάνει παντελώς αόριστες αιτιάσεις χωρίς προσδιορισμό συγκεκριμένων περιπτώσεων» ενώ προστίθεται και ότι «αγνοείται και το γεγονός της γενομένης εισαγγελικής έρευνας για το θέμα σε μη πολιτικά πρόσωπα και την διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή για πολιτικά πρόσωπα».

Οι περιπτώσεις αστυνομικής βίας

Το ψήφισμα αναφέρει πως «εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για το γεγονός ότι τρία νεαρά άτομα Ρομά έχουν σκοτωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα λόγω εικαζόμενης αστυνομικής βίας, καθώς και για την έλλειψη διεξοδικής έρευνας για τα περιστατικά αυτά σημειώνει με ανησυχία ότι , σε ορισμένες περιπτώσεις, η αστυνομία καθάρισε τον τόπο του εγκλήματος πριν από τη διενέργεια εγκληματολογικής εξέτασης. Υπενθυμίζει ότι το αρμόδιο δικαστήριο απάλλαξε τέσσερις αστυνομικούς από την εμπλοκή στον θάνατο του ακτιβιστή ΛΟΑΤΚΙ+ Ζακ Κωστόπουλου το 2022, παρά τα βίντεο που έδειχναν την αστυνομία να κάνει χρήση περιττής βίας».

Κατά τον κ. Λυμπερόπουλο και στο σημείο αυτό του ψηφίσματος «επιχειρείται ευθεία παρέμβαση σε εκκρεμείς στην δικαιοσύνη υποθέσεις, με ειδική αναφορά στην υπόθεση Ζακ Κωστόπουλου, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της εκδίκασης σε δεύτερο βαθμό. Επίσης, με το ψήφισμα ασκείται μη Θεσμική κριτική σε δικαστικές αποφάσεις».

Παράλληλα, ο αρμόδιος εισηγητής της Ολομέλειας επισημαίνει και τις αιχμές για την ακεραιότητα των τμημάτων της αστυνομίας. Ειδικότερα, στο ψήφισμα υπογραμμίζεται ότι «η διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, σε συνδυασμό με τις αμφιβολίες για την ακεραιότητα τμημάτων της αστυνομίας, και οι συγκρούσεις συμφερόντων στο υψηλότερο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της εικαζόμενης διείσδυσης ομάδων οργανωμένου εγκλήματος στην αστυνομία, θα οδηγήσουν σε μια νοοτροπία ατιμωρησίας στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να ευδοκιμήσει η διαφθορά τονίζει ότι οι αρχές δεν έχουν ακόμη δημιουργήσει ένα σταθερό ιστορικό επιδόσεων όσον αφορά τη διερεύνηση και τη δίωξη υποθέσεων διαφθοράς υψηλού επιπέδου που οδηγούν σε τελεσίδικες καταδικαστικές αποφάσεις με αποτρεπτικό αποτέλεσμα· καλεί την κυβέρνηση και τις αρχές να αντιμετωπίσουν κατά προτεραιότητα τα ζητήματα αυτά».

Η απάντηση του κ. Λυμπερόπουλου είναι κατηγορηματική: «Αμφισβητούνται οι μέχρι τώρα ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών για τη δίωξη υποθέσεων διαφθοράς, παραλείποντας οποιαδήποτε αναφορά στην ολοκλήρωση της έρευνας και εκδίκασης πολύ μεγάλου αριθμού τέτοιων υποθέσεων, με κατηγορούμενα μη πολιτικά πρόσωπα, καθώς και τη διεξαγωγή, μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα, πέντε (5) δικών, με κατηγορούμενα πολιτικά πρόσωπα ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 παρ. 4 του Συντάγματος».

Οι διαδικασίες επιλογές ανώτατων δικαστικών λειτουργών

Το Ευρωκοινοβούλιο επίσης «σημειώνει ότι, μέχρι σήμερα, δεν έχουν ληφθεί μέτρα όσον αφορά τη συμμετοχή του δικαστικού σώματος στη διαδικασία διορισμού των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, ήτοι των δικαστών, στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου».

Όπως απαντάται ωστόσο «στο σημείο αυτό, το ψήφισμα συσχετίζει τον τρόπο επιλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων με την υποχώρηση του Κράτους Δικαίου στη Χώρα, παραλείποντας να αναφέρει ότι η υφιστάμενη ρύθμιση προβλέπεται από το Σύνταγμα και ότι για την υποδεικνυόμενη μεταβολή απαιτείται αναθεώρησή του. Επίσης, παραλείπει την αναφορά του διαλόγου που έχει αναπτυχθεί στο εσωτερικό της Χώρας για το ίδιο θέμα και τις επαφές των Ελλήνων αξιωματούχων με εκπροσώπους διεθνών οργανισμών. Με τη διατύπωση αυτή είναι δυνατόν να προκληθεί αρνητική εντύπωση για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των επιλεχθέντων μέχρι σήμερα για τις θέσεις αυτές, αλλά και αυτών που στο μέλλον Θα επιλεχθούν, με δυσμενείς, κατά λογική συνεπαγωγή, συνέπειες για την αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος. Πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι μέχρι σήμερα η συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί επιλογή του κυρίαρχου Ελληνικού λαού, ο οποίος, με την ψήφο του, σύμφωνα με τους κανόνες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, επέλεξε να μην περιληφθεί στις αναθεωρητέες διατάξεις μεταβολή του συστήματος επιλογής, κατά τις εργασίες των τεσσάρων Αναθεωρητικών Βουλών της μεταπολίτευσης. Πρέπει να σημειωθεί ,ακόμα ότι η ισχύουσα διαδικασία διεξάγεται με πιστή εφαρμογή του Συντάγματος και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, στον οποίον προβλέπεται και η συμμετοχή του Κοινοβουλίου στην επιλογή με τη γνωμοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής».

Η περίπτωση Δημητρά: Ανεπίτρεπτα ευθεία παρέμβαση για εκκρεμή υπόθεση

Ιδιαίτερα επικριτικός εμφανίζεται ο εισηγητής της Ολομέλειας για την περίπτωση της υπόθεσης του Παναγιώτη Δημητρά. «Με το ψήφισμα γίνεται ανεπίτρεπτα ευθεία παρέμβαση στη δικαιοσύνη για εκκρεμή ενώπιον των οργάνων της υπόθεση, μη λαμβάνοντας υπόψη έτσι την διεξαγόμενη δικαστική έρευνα για την υπόθεση αυτή».

Παραπέμπει δε και στο γεγονός πως «η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες διέταξε τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων του Δημητρά τον Μάιο του 2023 λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Δημητράς δήλωσε στις 31 Μαίου 2023 ότι είχε λάβει χρηματοδότηση μόνο από την ΕΕ, η οποία προοριζόταν για την καταπολέμηση της ρητορικής μίσους, και ότι τα κονδύλια χρησιμοποιήθηκαν μόνο για τον σκοπό αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόσφατη αθώωση εργαζομένων στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας και εθελοντών καταδεικνύει ότι οι ποινικές κατηγορίες κατά όσων παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια σε αιτούντες άσυλο δεν έχουν νομική βάση».

Και υπογραμμίζεται πως «με το ψήφισμα επιχειρείται a priori o χαρακτηρισμός ως νομικά αβάσιμου του ελέγχου οικονομικών δραστηριοτήτων σε κάθε περίπτωση, δημιουργώντας την εντύπωση ύπαρξης μη θεσμοθετημένης ασυλίας».

Θύματα βιασμού και οι ελλείψεις κέντρων υποστήριξης: Τα μέτρα των εισαγγελικών Αρχών

Ένα άλλο σημείο αιχμής του εισηγητή έναντι του ψηφίσματος αποτελεί η αναφορά πως «η Ελλάδα δεν διαθέτει επί του παρόντος κέντρα υποστήριξης Θυμάτων βιασμού και/ή κέντρα παραπομπής θυμάτων σεξουαλικής βίας».

Και όπως τονίζει «στο σημείο αυτό δεν ελήφθησαν υπόψη τα μέτρα, που έχουν ληφθεί από την Εισαγγελική Αρχή, με τον ορισμό Εισαγγελέα Ανηλίκων, που επιλαμβάνεται κάθε περίπτωσης ανήλικου, που έχει ανάγκη μέριμνας ή σχετίζεται με παραβατικότητα, αλλά και περιπτώσεων θυμάτων σε παρόμοιες με τις μνημονευόμενες υποθέσεις, καθώς και των ασυνόδευτων ανηλίκων που εμφανίζονται στα μεταναστευτικά ρεύματα. Επίσης, η Εισαγγελική αρχή ορίζει Εισαγγελείς αρμόδιους για τα θύματα trafficking και ενδοοικογενειακής βίας».

Το ναυάγιο της Πύλου

Ένα ακόμη σημείο, που απαντήθηκε από την Ολομέλεια σε σχέση με όσα αναφέρονται στο ψήφισμα του ευρωπαϊκού οργάνου, είναι και αυτό για το ναυάγιο της Πύλου όπου εξέφραζε «τη βαθιά του θλίψη του για την τραγική απώλεια ανθρώπινων ζωών στο ναυάγιο της 14ης Ιουνίου 2023, όταν ένα αλιευτικό σκάφος βυθίστηκε στο Ιόνιο Πέλαγος στα ανοικτά των ακτών της Πύλου της Μεσσηνίας, στην Ελλάδα, με περισσότερα από 600 άτομα επί του σκάφους να θεωρούνται νεκρά- εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για την έλλειψη προόδου στη δικαστική έρευνα επικροτεί τις έρευνες του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και του Έλληνα Συνηγόρου του Πολίτη σχετικά. με την καταστροφή εκφράζει σοβαρή ανησυχία για τη μεταχείριση των μεταναστών στα εξωτερικά σύνορα και στο εσωτερικό της χώρας, μετά τις συστηματικές επαναπροωθήσεις και τη βία κατά υπηκόων τρίτων χωρών ακόμα την αυθαίρετη κράτησή τους και την κλοπή των αντικειμένων τους».

Και για ακόμη μία φορά η απάντηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπογραμμίζει πως «με το ψήφισμα ευθέως αμφισβητείται ο τρόπος άσκησης και η αποτελεσματικότητα των ενεργειών των αρμόδιων για την διερεύνηση του τραγικού περιστατικού δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, ασκείται αορίστως κριτική και επιχειρείται παρέμβαση σε εκκρεμούσα στην δικαιοσύνη υπόθεση με την παροχή οδηγιών».

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr