Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Ολόκληρη η απόφαση του Αρείου Πάγου που “έθαψε” το ελαφρυντικό του “σύννομου βίου” – Δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο για να σπάσουν τα ισόβια

Η ολοσχερής αναστροφή ήρθε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου που «ξέκοψε» με αφορμή την υπόθεση Κορκονέα, πως θα πρέπει να υπάρχει «αναλογία ποινής και πράξης» κατά τη διατύπωση της προέδρου του ΑΠ, Μαρίας Γεωργίου.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Ολόκληρη η απόφαση του Αρείου Πάγου που “έθαψε” το ελαφρυντικό του “σύννομου βίου” – Δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο για να σπάσουν τα ισόβια EUROKINISSI

Σύννομος βίος: Σε πλήρη αποδόμηση του ελαφρυντικού του «σύννομου βίου», όπως αυτό θεσπίστηκε στον Ποινικό Κώδικα του 2019 και χορηγήθηκε π.χ στην περίπτωση του ειδικού φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα , μειώνοντας την ποινή του από ισόβια σε κάθειρξη 13 ετών για τη δολοφονία του 15χρονου Αλ. Γρηγορόπουλου , προχώρησε το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου υπό την προεδρία της προέδρου του Μαρίας Γεωργίου και με εισήγηση του εισαγγελέα του, Βασ. Πλιώτα.

Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης (όπως δημοσιεύθηκε στο dikastis.blogspot.comη απόφαση αυτή, έχει εξαιρετικά σημαντική νομολογιακή αξία, δεδομένου ότι αλλάζει πλήρως, εκ νέου, τον τρόπο χορήγησης του ελαφρυντικού στην ποινική δίκη, αλλάζει και τα δεδομένα για τον μοναδικό τρόπο που έχει ένας κρατούμενος να σπάσει τα ισόβια όταν αυτά προβλέπονται ως μοναδική ποινή για ένα αδίκημα: Την χορήγηση του πιο διαδεδομένου ελαφρυντικού.

Το συγκεκριμένο ελαφρυντικό ως (στον προ του 2019 ποινικό κώδικα) πρότερος έντιμος βίος, νόμιμος βίος ή τελικά σύννομος βίος στον Κώδικα του 2019 αποτελεί επι της ουσίας την “ιστορική” διαδρομή της “ευκαιρίας” των κατηγορουμένων να σπάσουν τα ισόβια, όταν αυτά προβλέπονται ως μοναδική ποινή.

dikastiko

dikastiko.gr

Δύσκολο

Η απόφαση δυσκολεύει τη χορήγησή του, ή τέλος πάντων βάζει και πάλι τους δικαστές σε πρώτο πλάνο, θέτοντας και άλλα κριτήρια πλην της καταδίκης για αδίκήματα που «μαυρίζουν» το ποινικό μητρώο.  Άποψη που – κατά πολλούς δικηγόρους υπερασπιστές- είναι εξαιρετικά δυσμενής μεταβολή για τα δικαιώματα των κατηγορουμένων αφού βαραίνουν και πάλι στη ζυγαριά μη αντικειμενικά κριτήρια: «…Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού..», αναφέρει ο Άρειος Πάγος.

Ισορροπία

«…Έτσι η περί ποινής κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά επιβάλλεται να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αξιόποινης πράξης και ποινής για σωφρονισμό του δράστη (ειδική πρόληψη) και να συμβάλλει στη σταθερότητα και ειρήνευση τής κοινωνικής ζωής με την παροχή τους πολίτες της επιβεβαίωσης ότι καλώς πράττουν όταν συμπεριφέρονται συννόμως (θετική γενική πρόληψη),με παράλληλη ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου. Με άλλα λόγια η ποινή επιβάλλεται χάριν της πρόληψης όχι όμως πέραν ή κάτω των ορίων που χαράσσει η ιδέα της Δικαιοσύνης».

Σύννομος βίος

eurokinissi

Το σκεπτικό:

AΡΙΘΜΟΣ 2/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β’ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Γεώργιο Χριστοδούλου Αντιπρόεδροι, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Άννα Φωτοπούλου – Ιωάννου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ευστάθιο Νίκα, Σοφία Πολύζου-Θεοχαρίδη, Άννα Αγγελάτου-Βασιλείου- Εισηγήτρια, Σοφία Οικονόμου, Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Ελένη Μπερτσιά, Αθανάσιο Θεοφάνη, Παρασκευή Τσούμαρη, Γεώργιο Αυγέρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Βρυσηίς Θωμάτου, Παναγιώτα Πασσίση, Αριστείδη Βαγγελάτο, Νικόλαο Πουλάκη, Ελένη Χροναίου και Σταυρούλα Κουσουλού, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα, και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την έκθεση αναίρεσης του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά της υπ’ αριθμ. ….αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας.

….

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος εισάγεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αναφέρεται σε όλα τα πεδία του δικαίου, και ως γενική αρχή του δικαίου, διέπει την όλη δημόσια δράση και δεσμεύει τον νομοθέτη, τον δικαστή και τη διοίκηση.

Όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της, να είναι δηλαδή (α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, (β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν ελάχιστον δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος (γ) εν στενή εννοία ανάλογα, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης. Συγκεκριμένα στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του  κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

Εξάλλου στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Συντάγματος ορίζεται «Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών». Συναφώς στην παρ. 2 εδ. α του άρθρου 5 του Συντάγματος ορίζεται «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων».

Έτσι με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η «αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου», η οποία τελεί, κατά την εν λόγω διάταξη, «υπό την εγγύηση του Κράτους». Η αρχή αυτή κατοχυρωθείσα με την αναθεώρηση του 2001 (αναγνωριζόμενη και προγενέστερα από την νομολογία Ολ. ΣτΕ 2112/1984) λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τα ρητά κατοχυρωμένα κατά τα προαναφερθέντα δικαιώματα, συνιστώντας ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη και δημιουργώντας κλίμα ασφαλείας στον πολίτη ότι η πολιτεία λαμβάνει πρόνοια μεταξύ άλλων και για την μη προσβολή του κοινού περί δικαίου αισθήματος κατ’ αναλογία με την λειτουργία την οποία επιτελεί το αρθ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος ως προς τα ατομικά δικαιώματα (Ολ. ΣτΕ 1286/12). Στο κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής αυτής, που έχει κοινή αναγωγή στις παραδόσεις των δημοκρατιών δυτικού τύπου (rule of law), βρίσκεται η εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας που όλες οι κρατικές λειτουργίες οφείλουν τα παρέχουν. Μέσο δε κατά της αυθαιρεσίας είναι ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας, που υπό την έννοια αυτή ως συστατικό στοιχεία της ιδέας του κράτους δικαίου, επιβάλλει γενικώς σε κάθε εκδήλωση εξουσίας όπως αυτή ασκείται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού.

Από τη διατύπωση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται στους «κάθε είδους περιορισμούς» που μπορεί να επιβληθούν στα δικαιώματα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος αυτή. Τέτοια δικαιώματα, όπως προσδιορίζονται στη διάταξη είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ιδίως δε αυτά που το ίδιο το Σύνταγμα αποκαλεί «ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» όπως αυτό της απόλυτης προστασίας της ζωής χωρίς πάντως να αποκλείονται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και τα συναφή προς αυτά δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε άλλη διάταξη του Συντάγματος όπως αυτή του αρ. 2 αλλά και σε άλλες διατάξεις νόμων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η εν λόγω συνταγματική αρχήν επιταγή έχει εφαρμογή και στη δικαστική εξουσία και ειδικότερα στο πεδίο του ποινικού δικαίου συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκπλήρωση του σκοπού του συνιστάμενου στην γενική και ειδική προστασία από την τέλεση αξιόποινων πράξεων με την ύπαρξη αναλογίας-ισορροπίας μεταξύ της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην περί ενοχής του δικαστική πεποίθηση και της ποινής που του επιβλήθηκε γι’ αυτήν χάριν της κοινωνικής ειρήνης, της δημόσιας τάξης και ασφάλειας ως και της δημιουργίας διατήρησης κλίματος εμπιστοσύνης του πολίτη όσον αφορά στην αποτελεσματική προστασία των αγαθών του που πλήττονται από αξιόποινη πράξη. Έτσι η περί ποινής κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά επιβάλλεται να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αξιόποινης πράξης και ποινής για σωφρονισμό του δράστη (ειδική πρόληψη) και να συμβάλλει στη σταθερότητα και ειρήνευση τής κοινωνικής ζωής με την παροχή τους πολίτες της επιβεβαίωσης ότι καλώς πράττουν όταν συμπεριφέρονται συννόμως (θετική γενική πρόληψη),με παράλληλη ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου. Με άλλα λόγια η ποινή επιβάλλεται χάριν της πρόληψης όχι όμως πέραν ή κάτω των ορίων που χαράσσει η ιδέα της Δικαιοσύνης.

Σύννομος βίος

EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 84 με τίτλο «ελαφρυντικές περιστάσεις» του κυρωθέντος με το νόμο 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα μεταξύ άλλων ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. 2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος  έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα». Η διάταξη αυτή (84 παρ. 2σ Π.Κ.) είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος Π.Κ. με την οποία ορίζετο «το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή». Κριτήριο για την συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, πλέον είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Στην αιτιολογική έκθεση του περί κύρωσης του ποινικού κώδικα νόμου (4619/2019) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο αυτής με τίτλο «ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ» εκτίθεται: «Στις διατάξεις των άρθρων 84 και 85 για τις ελαφρυντικές περιστάσεις και την επιρροή τους στην επιμέτρηση της ποινής επήλθαν οι ακόλουθες μεταβολές, προς άρση των αμφιλογιών που προκάλεσε η ερμηνεία και η εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του ισχύοντος Π.Κ.:

(α) Αντί του κριτηρίου της προηγούμενης «έντιμης» ζωής τίθεται το ορθολογικότερο της «νόμιμης», ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο  είναι νομικώς κρίσιμο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο ελεύθερος και υπεύθυνος  πολίτης οφείλει τούτο μόνο, να συμμορφώνεται στο νόμο. Η εκπλήρωση απροσδιόριστων «ηθικών καθηκόντων» έχει φυσικοδικαϊικό χαρακτήρα, ασυμβίβαστο με τη θετικότητα του ποινικού δικαίου». Για την ίδια διάταξη που ενδιαφέρει στην προκείμενη υπόθεση (άρθρο 84 παρ. 2α Π.Κ.) στο πέμπτο κεφάλαιο της εν λόγω αιτιολογικής έκθεσης με τίτλο «επιμέτρηση της ποινής» εκτίθεται «Στο άρθρο 84 ακολουθείται κατ’ αρχήν η ρύθμιση της ισχύουσας διάταξης, με δύο ουσιώδεις τροποποιήσεις, που κατέστησαν αναγκαίες εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου: α. Στην περ. α’ αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης της «νόμιμης» ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β) «απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης». Επισημαίνεται πως κατά την άποψη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου μετά από ενδελεχή και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ενασχόληση του Αρείου Πάγου στα πλαίσια εκδίκασης λόγων αναίρεσης και κατ’ ακολουθίαν τη διαμορφωθείσα νομολογία βασικό στοιχείο της οποίας ήταν πως μόνη η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου δεν θεμελιώνει τον έντιμό βίο αυτή (επίμαχη διάταξη) δεν παρουσίαζε «αμφιλογία», η ερμηνεία είχε πολύπλευρα παγιωθεί με συνέπεια την ασφάλεια του δικαίου κατά την μεγάλη δε ιστορική της διαδρομή ουδέποτε τέθηκε ζήτημα στα πλαίσια εφαρμογής της περί παραβίασης της ατομικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β Συντάγματος). Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης «Σύννομη» έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού  είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι: η διαμόρφωση μιας γενικής διάταξης, με την οποία αλλοιωνόταν τα πλαίσια ποινής προς τα κάτω, προτάθηκε από τον Ν.Χωραφά, τον θεμελιωτή του ποινικού δικαίου στην χώρα μας, στην συνεδρίαση της 30ης Αυγούστου 1933, με την σκέψη, ότι η διάταξη αυτή αποφεύγει την εν πάση περιπτωσιολογία εγκείμενη μοιραίως αυθαιρεσίαν και παρέχει εις τον δικαστή την ευχέρεια προσαρμογής της ποινής εις την ασύλληπτον ποικιλίαν των ειδικών περιπτώσεων της πραγματικής ζωής. Σύμφωνα με την πρόταση του Χωραφά, η μείωση της ποινής στο πλαίσιο του άρθρου 84 Π.Κ. θα έπρεπε να είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική. Τελικώς επικράτησε αντίθετη διατύπωση, βάσει της οποίας η μείωση της ποινής, όταν διαπιστώνεται η συνδρομή ελαφρυντικού είναι υποχρεωτική. Όμως οι μειωτικές της ποινής ελαφρυντικές περιστάσεις και η διάγνωση τους δεν προηγούνται της επιμέτρησης της ποινής αλλά είναι προϊόν της επιμέτρησης που προκύπτει κατά και από την διεξαγωγή αυτής (επιμέτρησης). Αυτό σημαίνει ιδίως ότι για την μείωση της ποινής λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν φτάνει incocreto άνευ άλλου τινός η παραδοχή κάποιου μεμονωμένου λόγου ελάφρυνσης αλλά απαιτείται η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει του συνόλου των κανονιστικών παραδειγμάτων του νόμου και της δυνατότητας ενός αναλογικού, αν χρειαστεί χειρισμού των, υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων. Έτσι, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται.

  1. IV. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι, μόνο ορισμένα από αυτά κατ’επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αναφορά της αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά . Δεν αποτελεί δε λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι ούτε «αντιφατική» ούτε «επιλεκτική» να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά αλλά που εισφέρθηκαν γι ΄ αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί η αιτιολογία να κρίνεται ως εμπεριστατωμένη. Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της απόφασης δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή. Έτσι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν δεν είναι βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη στο σύνολό τους κάποια έγγραφα, ή το συνολικό περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων του ΚΠοινΔ (Ν.4620/2019). 1) 177 παρ.1: «Οι δικαστές δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποιά αποδεικτικά μέσα και με ποιούς συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση» και 178 παρ.2 εδ. α’: «Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορούμενου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠοινΔ. Το αποτέλεσμα της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, καθόσον αφορά στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.Ο αναιρετικός έλεγχος επ’αυτού εστιάζεται στο αν το  Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό συνεκτίμηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνον εξ αυτών. Η επιβαλλόμενη, άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη ή η αποδοχή του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπό του κηρυχθέντος ενόχου κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης, που θεσπίζεται από την προαναφερθείσα διάταξη του αναφερθέντος άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ιδίου Κώδικα, ποινής. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις εμπίπτουν στην κατηγορία των «αορίστων νομικών εννοιών» και κατ’ακολουθία η αποδοχή ή όχι αυτών ανάγεται μεν στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, πλήν όμως η εξειδίκευση των εννοιών αυτών, δηλαδή αν τα προσαχθέντα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν ή όχι σε αυτές ελέγχεται αναιρετικά. Στην περίπτωση παραδοχής των ελαφρυντικών περιστάσεων απαιτείται να εκτίθενται στην απόφαση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία και επί των οποίων θεμελιώνονται οι γενόμενες δεκτές ελαφρυντικές περιστάσεις, για να μπορεί να κριθεί από τον Άρειο Πάγο αν όντως τα περιστατικά αυτά θεμελιώνουν τις περιστάσεις αυτές.

Η απόφαση

Το δικαστήριο στη συνέχεια παραθέτει τα πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης υπόθεσης και καταλήγει :

«…Σύμφωνα με τις στο περί ενοχής σκεπτικό παραδοχές της προσβαλλόμενης κατά την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας η τέλεση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος δεν ήταν άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, όλα δε τά πραγματικά περιστατικά που επίσης δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι προηγήθηκαν της ανθρωποκτονίας ως και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα, που αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του υποδηλώνουσα έλλειψη σεβασμού αυτού σε έννομα  αγαθά και που, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγηθείσα σκέψη της παρούσης, λαμβάνονται υπόψη για την θεμελίωση του σύννομου βίου οι παραδοχές της προσβαλλόμενης επί της ενοχής επιβάλλετο να συνέχονται μ’ αυτές που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό της απόφασης του επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου. Όμως στο τελευταίο ουδεμία αναφορά υπάρχει στα εν λόγω περιστατικά καθώς και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, τα οποία εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία γεγονός που επιβάλλεται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. Η έλλειψη αυτή η οποία δεν καλύπτεται από την παράθεση στο περί ενοχής σκεπτικό, αποσπασμάτων των καταθέσεων των ανωτέρω αυτοπτών μαρτύρων, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την εκ μέρους του Δικαστηρίου μετά βεβαιότητας, λήψη υπόψη  όλων των αποδεικτικών μέσων και περαιτέρω για τον λειτουργικό συσχετισμό και την συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων  αυτών, έχει δε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών τα οποία καθιστούν την αιτιολογία ανεπαρκή, ελλιπή και μη ειδική και εμπεριστατωμένη όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 193 παρ. 3 του Συντάγματος και την διάταξη του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. με συνακόλουθη συνέπεια η ποινή που λόγω της παραδοχής της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης επιβλήθηκε στον  ήδη αναιρεσίβλητο να μην ευθυγραμμίζεται με τη συνταγματική αρχή της αναλογίας κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά γι ΄ αυτήν στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη. Εκτίθεται ότι τρία μέλη της Ολομέλειας ήτοι η Βασιλική Ηλιοπούλου, Άννα Φωτοπούλου και Τριανταφυλλιά Πατρώνα είχαν την άποψη πως στο ‘σκεπτικό της παρούσας απόφασης και συγκεκριμένα στην σελίδα ·70 αυτού θα πρέπει να προστεθεί και κάποια άλλη πρόταση, της τελευταίας λέξης με την στο συντακτικό έννοιά της. Κατά τη γνώμη όμως όλων των υπολοίπων μελών ουδέν πρέπει να προστεθεί. Επομένως ο παραπεμφθείς ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ._ 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. περί έλλειψης αιτιολογίας καθόσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α Π.Κ. είναι βάσιμος κι εντεύθεν η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν’ αναιρεθεί εν μέρει ήτοι καθόσον αφορά τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσίβλητο ……………….. και μόνον κατά το περί παραδοχής της ελαφρυντικής περίστασης μέρος της και συνακόλουθα αυτό περί ποινής κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο τμήμα της προς νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε συγκροτούμενο από Δικαστές και ενόρκους άλλους εκτός απ’ αυτούς που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την …απόφαση  του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, μόνον κατά το μέρος της με το οποίο, (μέρος) αναγνωρίστηκε στον κηρυχθέντα ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση, κατηγορούμενο ……………, η από το άρθρο 84 παρ.2α του ισχύοντα ΠΚ(ν.4619/2019) ελαφρυντική περίσταση του ότι ο  υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα και συνακόλουθα αυτό περί ποινής. Και

Παραπέμπει την υπόθεση καθόσον αφορά τον ως άνω κατηγορούμενο …….. και κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από δικαστές και ενόρκους άλλους εκτός απ’ αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2022. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ»

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ