Παραβίαση απορρήτου επικοινωνίας δικηγόρου με πελάτες: Ανεπαρκείς εγγυήσεις για παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών – Αμφίβολο εάν είχε διαταχθεί “νόμιμα”

Οι επικοινωνίες των προσφευγόντων με το δικηγόρο τους δεν προστατεύονταν επαρκώς από ενδεχόμενη κατάχρηση, ενώ δεν είχαν πρόσβαση σε επαρκείς πληροφορίες και έγγραφα, αποφάνθηκε το Δικαστήριο.

NEWSROOM
Παραβίαση απορρήτου επικοινωνίας δικηγόρου με πελάτες: Ανεπαρκείς εγγυήσεις για παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών – Αμφίβολο εάν είχε διαταχθεί “νόμιμα”

Στην επιβολή καταβολής αποζημίωσης προχώρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), μετά από προσφυγές που δέχθηκε σχετικά με παραβίαση απορρήτου επικοινωνίας δικηγόρου με πελάτες.

Οι τρεις πρώτοι προσφεύγοντες κατηγορήθηκαν για διαφθορά μεγάλης κλίμακας σε συναφείς ποινικές υποθέσεις που κινήθηκαν το 2016-17. Στη συνέχεια ενημερώθηκαν από τις ουκρανικές Αρχές ότι είτε είχε υπάρξει κρυφή ηχογράφηση και βιντεοπαρακολούθηση στις υποθέσεις τους είτε ότι τα τηλέφωνά τους παρακολουθούνταν. Ο τέταρτος προσφεύγων είχε εμπλακεί ως δικηγόρος τους.

Κατά την εξέταση των προσφυγών, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα μέτρα παρακολούθησης διατάχθηκαν νομίμως, ότι οι επικοινωνίες των προσφευγόντων με το δικηγόρο τους δεν προστατεύονταν επαρκώς από ενδεχόμενη κατάχρηση, οι εγγυήσεις ήταν ανεπαρκείς, οι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση σε επαρκείς πληροφορίες και έγγραφα για την προσβολή των επίμαχων αποφάσεων λόγω της άρνησης των αρχών να συνεργαστούν και ότι τα διαθέσιμα ένδικα μέσα ήταν σε κάθε περίπτωση αναποτελεσματικά.

Το ΕΔΔΑ δεν συμπέρανε ότι η παρακολούθηση είχε διαταχθεί «νόμιμα»

Όπως αναφέρει η απόφαση του ΕΔΔΑ, όσον αφορά την έγκριση της μυστικής παρακολούθησης, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι αστυνομικοί έπρεπε να υποβάλουν αιτιολογημένα αιτήματα στους δικαστές, οι οποίοι αποφάσισαν σχετικά.

Ωστόσο, σημείωσε «σχετικά με την υπόθεση ότι οι αποφάσεις αυτές υπήρχαν (οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι δεν υπήρχαν), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι μεταγενέστερες αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται ότι έπρεπε να παραμείνουν οι εντολές αυτές απόρρητες μετά την ολοκλήρωση των σχετικών ερευνών και το υποκλαπέν υλικό είχε καταστραφεί, είχαν προκύψει από μια άσκηση εξισορρόπησης μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων – της ιδιωτικής ζωής των προσφευγόντων και του συμφέροντος των αρχών να σταματήσουν την εγκληματικότητα».

Επιπλέον, αναφέρεται πως δεν μπορούσε να προσδιορίσει το περιεχόμενο των αποφάσεων λόγω της άρνησης της Κυβέρνησης να παράσχει αντίγραφα σε δύο από τις υποθέσεις. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να συμπεράνει ότι η παρακολούθηση είχε διαταχθεί «νόμιμα».

Παραβίαση απορρήτου επικοινωνίας δικηγόρου με πελάτες: Οι επικοινωνίες δεν προστατεύονταν επαρκώς

Το ΕΔΔΑ δήλωσε ότι οι νομικές διατάξεις σχετικά με τα μέτρα μυστικής παρακολούθησης που ενδεχομένως παραβίασαν  το επαγγελματικό απόρρητο του δικηγόρου έπρεπε να πληρούν ιδιαίτερα αυστηρά κριτήρια σαφήνειας και ακρίβειας προκειμένου να θεωρηθούν «νόμιμες». Όσον αφορά την εφαρμογή των επίμαχων μέτρων στην παρούσα υπόθεση, οι επικοινωνίες των προσφευγόντων με το δικηγόρο τους δεν προστατεύονταν επαρκώς από τέτοιους κανόνες και διαδικασίες. Επιπλέον, έπρεπε να θεσπιστούν διασφαλίσεις για να αποφευχθεί η κατάχρηση εξουσίας σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ωστόσο, επειδή δεν είχε υπάρξει ανεξάρτητη εποπτική αρχή με επαρκή αρμοδιότητα για την προστασία των προσφευγόντων από την κατάχρηση ή τα λάθη των αστυνομικών, οι εγγυήσεις δεν υπήρχαν σε αυτή την περίπτωση.

«Οι διαδικασίες αμφισβήτησης των ενεργειών των αρχών εκ των υστέρων έπρεπε να είναι σε θέση να καθορίζουν αν ήταν «νόμιμες», αν ανταποκρίνονταν σε «πιεστική κοινωνική ανάγκη» και αν ήταν «αναλογικές». Οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να έχουν έγκαιρα πρόσβαση σε επαρκείς πληροφορίες και έγγραφα για να αμφισβητήσουν τις ενέργειες στην υπόθεση αυτή, δεδομένης της άρνησης των αρχών να δημοσιοποιήσουν ακόμη και τις δικαστικές αποφάσεις που επέτρεψαν τα μυστικά μέτρα, και αυτό είχε καταστήσει την προστασία βάσει του εθνικού δικαίου απατηλή. Δεν είχαν στη διάθεσή τους μια αποτελεσματική εθνική διαδικασία για τον εμπρόθεσμο προσδιορισμό των παραβιάσεων αναφορικά με το άρθρο 8. Τα ίδια τα ένδικα μέσα – που προβλέπονται στο άρθρο 303 § 2 και στο άρθρο 309 § 3 του Ουκρανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – δεν μπορούσαν να ενεργοποιηθούν ανεξάρτητα, δεν έδιναν οδηγίες στους δικαστές να εξετάσουν τη νομιμότητα των επιμέρους μέτρων, και ήταν τελικά αναποτελεσματικά στην πράξη σε αυτές τις περιπτώσεις».

Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των επίμαχων μέτρων, η επικοινωνία των προσφευγόντων με τους δικηγόρους τους δεν είχε προστατευθεί επαρκώς από συγκεκριμένους και λεπτομερείς κανόνες και διαδικασίες που όριζαν τον τρόπο με τον οποίο η επικοινωνία αυτή θα έπρεπε να εντοπιστεί και να αντιμετωπιστεί σε περίπτωση που είχε υποκλαπεί τυχαία. Δεν υπήρχε ανεξάρτητη εποπτική αρχή με επαρκή αρμοδιότητα για την προστασία των προσφευγόντων από καταχρήσεις ή λάθη από τους αστυνομικούς.

Πηγή: echrcaselow.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr