Παρέμβαση της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ι. Κλάπα : “Πρωταρχικής σημασίας ο δραστικός περιορισμός δικαστικής ύλης”- Σκέψεις για περιορισμό ενδίκων μέσων

"Μια βραδυπορούσα και ασθμαίνουσα Δικαιοσύνη, ακόμη και αν είναι ανεξάρτητη, δεν μπορεί να επιτελέσει την αποστολή της”, είπε η ανώτατη δικαστής της χώρας , μιλώντας στο συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου με θέμα “Δικαιοσύνη και οικονομική ανάπτυξη”.

NEWSROOM
Παρέμβαση της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ι. Κλάπα : “Πρωταρχικής σημασίας ο δραστικός περιορισμός δικαστικής ύλης”- Σκέψεις για περιορισμό ενδίκων μέσων

Ζήτημα μείωσης της δικαστικής ύλης , περιορισμού δηλαδή των υποθέσεων που καταλήγουν να επιλύονται στα δικαστήρια, αλλά και περιορισμού των ενδίκων μέσων στα δικαστήρια, θέτει με παρέμβασή της η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα. Η ανώτατη δικαστής της χώρας αναλύοντας τα δεδομένα για την ελληνική Δικαιοσύνη , κατέθεσε ξεκάθαρα την πρόταση πως “είναι πρωταρχικής σημασίας να επιτευχθεί σημαντικός περιορισμός των διαφορών που φέρονται προς επίλυση στα δικαστήρια, δηλαδή, δραστικός περιορισμός της δικαστικής ύλης. Ο περιορισμός του αριθμού των διαφορών θέτει, πρωτίστως, το ζήτημα των ενδίκων μέσων. Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν χρειάζεται όλες οι υποθέσεις να κρίνονται δύο φορές ή αν, ακόμη, είναι σκόπιμο ο νομοθέτης να περιορίσει τους λόγους της έφεσης, αλλά και της αναίρεσης. Η ανάγκη περιορισμού των διαφόρων ενδίκων μέσων ενδιαφέρει και την ποινική δίκη”.

Δικαιοσύνη και επενδύσεις

Μιλώντας στο συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου με θέμα “Δικαιοσύνη και οικονομική ανάπτυξη” , η κα Κλάπα σημείωσε πως “η βραδύτητα στο ρυθμό απονομής της δικαιοσύνης, η οποία συχνά οδηγεί σε καταστάσεις αρνησιδικίας, προκαλεί σοβαρά προβλήματα, διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό και υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Προκαλεί σημαντικά εμπόδια στην καθημερινότητα των πολιτών, στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης”.

Παρέθεσε δε συγκεκριμένα στοιχεία :

– “Έχουμε πάρα πολλές εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις σε σχέση με τον πληθυσμό μας, τις περισσότερες διοικητικές και τις περισσότερες αστικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναλογικά δε καθυστερούμε στην εκδίκασή τους, όντας οι πιο αργοί στις αστικές και από τους πιο αργούς στις διοικητικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση”.

-”Και τούτο, παρότι, με βάση τα τελευταία στοιχεία του 2020, η χώρα μας έχει τον τέταρτο μεγαλύτερο αριθμό δικαστών στην Ε.Ε. και τον τρίτο, κατά σειρά, μεγαλύτερο αριθμό δικηγόρων, πίσω από το Λουξεμβούργο και την Κύπρο”.

Όσον αφορά τις συνέπειες εξήγησε γιατί η Ελλάδα έχει πληρώσει πολλά εκατομμύρια σε καταδίκες για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης (εύλογος χρόνος διάρκειας δίκης):

-Διαπιστώνεται “στρέβλωση συστημικού χαρακτήρα τόσο στη διοικητική όσο και στην πολιτική και ποινική δίκη, με συνέπεια να κατέχει την τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε., ως προς το χρόνο που απαιτείται για να επιλυθεί μια αστική ή εμπορική διαφορά και να έχει πληρώσει μεγάλα ποσά σε αποζημιώσεις από καταδίκες που της επιβλήθηκαν με αποφάσεις. Μια βραδυπορούσα και ασθμαίνουσα Δικαιοσύνη, ακόμη και αν είναι ανεξάρτητη, δεν μπορεί να επιτελέσει την αποστολή της”.

Σημείωσε δε πως πως “πρέπει να επισημανθεί, αντικρούοντας τις αντίθετες φωνές, ότι οι Έλληνες δικαστές και οι Έλληνες δικηγόροι απολαμβάνουν το υψηλότερο επίπεδο ανεξαρτησία εντός της Ε.Ε”.

Μείωση ενδίκων μέσων

Έθεσε μάλιστα προς προβληματισμό τις σκέψεις για μείωση των ενδίκων μέσων , την καταφυγή και επίλυση των διαφορών με άλλες μορφές όπως η διαμεσολάβηση, ο συμβιβασμός με εκατέρωθεν παραχωρήσεις και η διαιτησία. Όσον αφορά δε την πολιτική δίκη ήταν εξαιρετικά σαφής:

“Φρονώ ότι αλλαγές στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης μπορούν να μειώσουν δραστικά το χρόνο επίλυσης των διαφορών, Τέτοιες μπορεί να θεωρηθούν

α) η απλοποίηση των διαδικασιών (π.χ. συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις), ώστε να περιοριστεί η απόρριψη λόγω αοριστίας και γενικά ο περιορισμός των δικονομικών απαραδέκτων, ώστε να διασφαλιστεί η ουσιαστική πρόοδος της δίκης,

β) η ενοποίηση των ειδικών διαδικασιών,

γ) ο αποκλεισμός υποθέσεων λόγω ποσού και η επίλυση των μικροδιαφορών μόνον εξωδικαστικά, δ) ο αποκλεισμός των αναβολών ενώπιον του εφετείου ή και του Αρείου Πάγου,

ε) η σύνταξη αποφάσεων, αιτιολογημένων μεν, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, αλλά με συμπυκνωμένο, τεκμηριωμένο και περιεκτικό λόγο, χωρίς ατέρμονες νομικές σκέψεις”.

Ολόκληρη η τοποθέτηση της Προέδρου του Αρείου Πάγου , έχει ως εξής:

“Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος είναι μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους της κοινωνικής σταθερότητας αλλά και της οικονομικής ανάπτυξης.

Προκειμένου η Δικαιοσύνη να εκπληρώσει τη συνταγματική της αποστολή, οφείλει όχι μόνον να είναι πλήρης και αποτελεσματική, αλλά και να απονέμεται σε εύλογο χρόνο. Πρέπει, δηλαδή, να πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: ταχύτητα και ποιότητα. Εξάλλου, η ταχύτητα αποτελεί και στοιχείο της ποιότητας.

Η βραδύτητα στο ρυθμό απονομής της δικαιοσύνης, η οποία συχνά οδηγεί σε καταστάσεις αρνησιδικίας, προκαλεί σοβαρά προβλήματα, διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό και υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Προκαλεί σημαντικά εμπόδια στην καθημερινότητα των πολιτών, στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης.

Η ταχύτητα επίλυσης όλων των δικαστικών διαδικασιών, που αφορούν σε επιχειρήσεις αποτελεί παράγοντα επιβίωσης για πολλές ελληνικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Οι υπέρμετρες καθυστερήσεις δημιουργούν αβεβαιότητα στους επενδυτές, επιβαρύνουν ή και ματαιώνουν επιχειρηματικά εγχειρήματα και αποθαρρύνουν την προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων από το εξωτερικό. Όταν οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να επιλύσουν γρήγορα και αποτελεσματικά τις νομικές τους διαφορές, αντιμετωπίζουν απρόβλεπτα κόστη και κινδύνους, που είναι δυνατό να επηρεάσουν αρνητικά την απόδοσή τους. Αυξημένο κόστος νομικής εκπροσώπησης και παρατεταμένες διαπραγματεύσεις επηρεάζουν αρνητικά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων. Είναι αυτονόητο ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, καθώς διαθέτουν περιορισμένους πόρους για να αντιμετωπίσουν τις παρατεταμένες νομικές διαδικασίες.

Χώρες με αργό σύστημα δικαιοσύνης μπορεί να χάνουν επενδυτικές ευκαιρίες προς όφελος χωρών, με πιο αποδοτικά δικαστικά συστήματα.

Η προστασία των συμβατικών δικαιωμάτων και η επίλυση των αντίστοιχων υποχρεώσεων, κατ’ εφαρμογή του ενωσιακού, διεθνούς και εσωτερικού δικαίου, είναι κρίσιμη για την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Ένα πρώτο, αυτονόητο, αίτιο της βραδύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης είναι ο όγκος των υποθέσεων. Έχουμε πάρα πολλές εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις σε σχέση με τον πληθυσμό μας, τις περισσότερες διοικητικές και τις περισσότερες αστικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναλογικά δε καθυστερούμε στην εκδίκασή τους, όντας οι πιο αργοί στις αστικές και από τους πιο αργούς στις διοικητικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τούτο, παρότι, με βάση τα τελευταία στοιχεία του 2020, η χώρα μας έχει τον τέταρτο μεγαλύτερο αριθμό δικαστών στην Ε.Ε. και τον τρίτο, κατά σειρά, μεγαλύτερο αριθμό δικηγόρων, πίσω από το Λουξεμβούργο και την Κύπρο.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί, αντικρούοντας τις αντίθετες φωνές, ότι οι Έλληνες δικαστές και οι Έλληνες δικηγόροι απολαμβάνουν το υψηλότερο επίπεδο ανεξαρτησία εντός της Ε.Ε.

Η άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος είναι μια διανοητική εργασία. Ο δικαστής δεν ασκεί ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Δεν είναι και δεν πρέπει να είναι υπάλληλος, που ενεργεί διεκπεραιωτικά. Οφείλει να είναι ένας λειτουργός, που ενεργεί με επιμέλεια και ενδιαφέρον για την ποιότητα του πνευματικού του έργου, δηλαδή της δικαστικής απόφασής, ενσύπτοντας σε κάθε υπόθεση (πολιτική, ποινική ή διοικητική), ωσάν να είναι μοναδική, με απόλυτη ενσυναίσθηση της βαρύτητάς της και των επιπτώσεων της κρίσεώς του στους διαδίκους.

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι πλούσια ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, περιεχόμενο της οποίας αποτελεί η απονομή της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο. Δυστυχώς, στο ζήτημα αυτό η χώρα μας παρουσιάζει, κατά το ΕΔΔΑ, στρέβλωση συστημικού χαρακτήρα τόσο στη διοικητική όσο και στην πολιτική και ποινική δίκη, με συνέπεια να κατέχει την τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε., ως προς το χρόνο που απαιτείται για να επιλυθεί μια αστική ή εμπορική διαφορά και να έχει πληρώσει μεγάλα ποσά σε αποζημιώσεις από καταδίκες που της επιβλήθηκαν με αποφάσεις. Μια βραδυπορούσα και ασθμαίνουσα Δικαιοσύνη, ακόμη και αν είναι ανεξάρτητη, δεν μπορεί να επιτελέσει την αποστολή της.

Πέραν των προβλημάτων, που οφείλονται σε βαρυπορούντες ή και ανεπαρκείς δικαστές, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει μια εύλογη χρονική απόσταση μεταξύ της γένεσης της διαφοράς και της επίλυσής της και τούτο διότι χρειάζεται χρόνος για ωρίμανση και μελέτη. Αυτό, όμως, προϋποθέτει περιορισμένο αριθμό υποθέσεων. Όταν οι διαφορές είναι πολλές, υπερβολικά πολλές, τότε η λειτουργία της δικαιοσύνης υφίσταται στρέβλωση.

Φρονώ ότι είναι πρωταρχικής σημασίας να επιτευχθεί σημαντικός περιορισμός των διαφορών που φέρονται προς επίλυση στα δικαστήρια, δηλαδή, δραστικός περιορισμός της δικαστικής ύλης. Ο περιορισμός του αριθμού των διαφορών θέτει, πρωτίστως, το ζήτημα των ενδίκων μέσων. Μπορούμε να αναρωτηθούμε αν χρειάζεται όλες οι υποθέσεις να κρίνονται δύο φορές ή αν, ακόμη, είναι σκόπιμο ο νομοθέτης να περιορίσει τους λόγους της έφεσης, αλλά και της αναίρεσης. Η ανάγκη περιορισμού των διαφόρων ενδίκων μέσων ενδιαφέρει και την ποινική δίκη.

Οι εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών, εφόσον χρησιμοποιηθούν μαζικά, προσφέρουν τη δυνατότητα δραστικής μείωσης του όγκου των διαφορών, που υποβάλλονται προς δικαστική επίλυση. Στις μορφές αυτές περιλαμβάνονται η διαμεσολάβηση, ο συμβιβασμός με εκατέρωθεν παραχωρήσεις και η διαιτησία. Φρονώ ότι αλλαγές στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης μπορούν να μειώσουν δραστικά το χρόνο επίλυσης των διαφορών, Τέτοιες μπορεί να θεωρηθούν α) η απλοποίηση των διαδικασιών (π.χ. συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις), ώστε να περιοριστεί η απόρριψη λόγω αοριστίας και γενικά ο περιορισμός των δικονομικών απαραδέκτων, ώστε να διασφαλιστεί η ουσιαστική πρόοδος της δίκης, β) η ενοποίηση των ειδικών διαδικασιών, γ) ο αποκλεισμός υποθέσεων λόγω ποσού και η επίλυση των μικροδιαφορών μόνον εξωδικαστικά, δ) ο αποκλεισμός των αναβολών ενώπιον του εφετείου ή και του Αρείου Πάγου, ε) η σύνταξη αποφάσεων, αιτιολογημένων μεν, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, αλλά με συμπυκνωμένο, τεκμηριωμένο και περιεκτικό λόγο, χωρίς ατέρμονες νομικές σκέψεις.

Ήδη η πολιτική και ποινική δικαιοσύνη στη χώρα μας βρίσκεται μπροστά στην εφαρμογή ενός σημαντικού εργαλείου για την οργάνωση και την αποδοτικότητα του δικαστικού συστήματος. Από την ένωση και την αναδιοργάνωση των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων προσδοκούμε βάσιμα την ταχύτερη διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων, η οποία θα καταστεί ευχερέστερη με την εισαγωγή και χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών, που, οπωσδήποτε, θα συμβάλει στη δημιουργία ενός πιο ευέλικτου, προσιτού και διαφανούς δικαστικού συστήματος. Βέβαια, όλες οι σημαντικές αυτές μεταρρυθμίσεις θα αδυνατίσουν, εάν δεν εξασφαλιστεί η ενεργή και δυναμική συμμετοχή και υποστήριξη των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων.

Θα χρειαστεί χρόνος, επιμονή, υπομονή και πίστη στη βελτίωση της ποιότητας της δικαιοσύνης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το βαθμό πολιτισμού της κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας απονέμεται”.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr