Σφοδρή “επίθεση” Βερβεσού στον Άρειο Πάγο για τους πλειστηριασμούς: “Ζηλευτή η ταχύτητα του δικαστηρίου – Για δανειολήπτες οι αποφάσεις βγαίνουν μετά από 2-3 χρόνια”

Θέση, για μια ακόμα φορά, για το θέμα που ανέκυψε με τους πλειστηριασμούς, πήρε ο πρόεδρος της Ολομέλειας - Τι είπε για την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης, για το νέο νομοσχέδιο για τον “δικαστικό χάρτη” των διοικητικών δικαστηρίων και τις δίκες εξ αποστάσεως

NEWSROOM
Σφοδρή “επίθεση” Βερβεσού στον Άρειο Πάγο για τους πλειστηριασμούς: “Ζηλευτή η ταχύτητα του δικαστηρίου – Για δανειολήπτες οι αποφάσεις βγαίνουν μετά από 2-3 χρόνια”

Με μια “φαρμακερή” αποστροφή περί…”αξιοζήλευτης” ταχύτητας του Αρείου Πάγου, στην έκδοση απόφασης για την υπόθεση των πλειστηριασμών, έθεσε εκ νέου το θέμα και μάλιστα ενώπιον της γενικής συνέλευσης των Διοικητικών Δικαστών, ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, Δημ. Βερβεσός.

Οι δικηγόροι ως γνωστόν συμμετείχαν στη δίκη στον Άρειο Πάγο κάνοντας πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των δανειοληπτών και ο πρόεδρός τους επιφύλαξε ένα εξαιρετικά σκωπτικό σχόλιο με αφορμή την προσπάθεια επιτάχυνσής της, σε σχέση και με την ταχύτητα με την οποία συνήλθε σε διάσκεψη η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το συγκεκριμένο θέμα.

eurokinissi

Βερβεσός: “Όχι δικαιοσύνη δυο ταχυτήτων”

Ουσιαστικά ο κ. Βερβεσός ζήτησε να μην υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στη Δικαιοσύνη, αντιπαραβάλλοντας την ταχύτητα στο θέμα των πλειστηριασμών με αιτούντες τα fund με υποθέσεις “ανακοπών σε προγράμματα πλειστηριασμών ευάλωτων δανειοληπτών που προσδιορίζονται στην Αθήνα το 2028 και εκδίδονται αποφάσεις μετά από 2 έως 3 έτη”!

Χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΔΣΑ ανέφερε: “…Κατ’ αρχάς το πρόβλημα των υπερβολικών καθυστερήσεων αποφλοιώνει τη δικαστική προστασία και οδηγεί εν δυνάμει σε αρνησιδικία. Το ΕΔΔΑ έχει άλλωστε κρίνει ότι οι μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες ενώπιον όλων των δικαιοδοσιών αρχής γενομένης με την απόφαση Αθανασίου κατά Ελλάδος, για τη διοικητική δικαιοσύνη, δεν αποτελούν απλώς παράβαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογη προθεσμία και του δικαιώματος για ουσιαστική επανόρθωση, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος συστημικού χαρακτήρα.

Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ανοίγει ένα παράθυρο διαφορετικής αντιμετώπισης του άνω ζητήματος, αρκεί αυτή η ζηλευτή επιτάχυνση να μην εξαντλείται σε υποθέσεις ισχυρών οικονομικών συσσωματώσεων, γιατί την ίδια στιγμή οι υποθέσεις ανακοπών σε προγράμματα πλειστηριασμών ευάλωτων δανειοληπτών προσδιορίζονται στην Αθήνα το 2028 και εκδίδονται αποφάσεις μετά από 2 έως 3 έτη. Δύο μέτρα και δύο σταθμά στην Ελληνική Δικαιοσύνη δε νοούνται. Θυμίζω επίσης για το θέμα αυτό, ότι επί αιτήσεως ακυρώσεως των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για το μέτρο της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων στη δεύτερη φάση, λόγω Covid 19, που δικάστηκε το 2021 ακόμα δεν έχει εκδοθεί απόφαση”.

eurokinissi

Ο χάρτης των διοικητικών δικαστηρίων

Ο πρόεδρος της Ολομέλειας , αναφέρθηκε εκτενώς και το θέμα που τίθεται με το νομοσχέδιο για τον χάρτη των διοικητικών δικαστηρίων, το οποίο έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση.

Παρότι ουσιαστικά “πέρασε” η θέση των δικηγόρων και των διοικητικών δικαστών για ΜΗ συγχώνευση διοικητικών δικαστηρίων (όπως προέβλεπε ουσιαστικά η εισήγηση της επιτροπής Πικραμένου) ο κ. Βερβεσός έθεσε σε πρώτη γραμμή το θέμα, κυρίως στο επίπεδο που αφορά τους λεγόμενους “δικαστικούς σταθμούς τηλεματικής”.

Είπε χαρακτηριστικά:

“• Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια κατάργησης ή συγχώνευσης των διοικητικών δικαστικών σχηματισμών που λειτουργούν σήμερα. Αντίθετα, θεωρούμε επιβεβλημένη τη λειτουργία Διοικητικού Πρωτοδικείου στην έδρα κάθε πολιτικού Πρωτοδικείου, όπως επιβάλει η αρχή της τοπικής εγγύτητας του πολίτη προς τον φυσικό δικαστή.

• Λύση δεν είναι η αποδυνάμωση, αλλά η ενίσχυση των δικαστικών σχηματισμών της περιφέρειας. Και αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο ρητορικό σχήμα, αλλά πρέπει να έχει πρακτικό αντίκρισμα: αναδιάρθρωση αρμοδιοτήτων και μεταφορά δικαιοδοτικής ύλης, κάλυψη (και ενδεχομένως αύξηση) των οργανικών θέσεων και ενίσχυση της υλικοτεχνικής υποδομής.

• Είμαστε απόλυτα αντίθετοι στις τηλεματικές δίκες και στη μετατροπή δικαστηρίων σε δικαστήρια (ή «σταθμούς», όπως αδόκιμα τους αποκαλεί το Υπουργείο) τηλεματικής. Η τηλεματική δίκη χωρίς τη φυσική παρουσία των διαδίκων δεν πληροί τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης και παραβιάζει τις αρχές της προφορικότητας και δημοσιότητας της συζήτησης.

• Εξάλλου, η συγκέντρωση της δικαστικής ύλης σε ένα περιορισμένο αριθμό διοικητικών δικαστηρίων θα επιτείνει τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα. Αντίθετα, η αποκέντρωσή της, που θα επιταχύνει τον προσδιορισμό των υποθέσεων, την εκδίκασή τους και την έκδοση αποφάσεων”.

Ολόκληρη η ομιλία του Δημ. Βερβεσού έχει ως εξής:

Ευχαριστώ το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών για την πρόσκληση να παρευρεθώ και να απευθύνω χαιρετισμό στην ετήσια Γενική Συνέλευση. 

Η χώρα και η κοινωνία τελούν υπό το άχθος πολλαπλής, δυστυχώς μόνιμης πλέον, κρίσης, αρχικώς μνημονιακής και πανδημικής, ήδη δε, ενεργειακής και πληθωριστικής. Την ίδια στιγμή οι δημοκρατικοί θεσμοί βάλλονται και το κράτος δικαίου υπονομεύεται από θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες.   

Υπό το βάρος αυτό, οι πολίτες προσβλέπουν στην Δικαιοσύνη, και δη τη διοικητική δικαιοσύνη, ως λυσιτελές ανάχωμα των καταχρήσεων της Διοίκησης και ως έσχατο καταφύγιο για την εμπέδωση της νομιμότητας στις σχέσεις με το κράτος. 

Στην κρίσιμη αυτή συγκυρία οφείλουμε να επιδιώξουμε, διοικητικοί δικαστές και δικηγορικό σώμα, την εξεύρεση κοινών τόπων, με καλή πίστη και εποικοδομητικό πνεύμα επ’ αγαθώ της Δικαιοσύνης που ταχθήκαμε να υπηρετούμε. 

Είναι ατυχές η Κυβέρνηση επέλεξε τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, ως πρόσφορο έδαφος πειραματισμών για την προώθηση του δικαστικού Καλλικράτη, που απεργάζεται. Με τις προτεινόμενες διατάξεις, που έχουν τεθεί σε διαβούλευση, προκρίνεται η σταδιακή αναθεώρηση του δικαστικού χάρτη της Διοικητικής Δικαιοσύνης, ιδίως, μέσω του νομικού σολοικισμού των «δικαστικών σταθμών τηλεματικής». Προβλέπεται, μάλιστα, ότι μετά την διετή δοκιμαστική περίοδο, όλες οι μεταβατικές έδρες των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, θα μετατραπούν οριστικά σε δικαστικούς σταθμούς τηλεματικής!

Τα θεσμικά όργανα του δικηγορικού σώματος, είχαν από την αρχή και εξακολουθούν να έχουν ξεκάθαρη στάση απέναντι στις κυβερνητικές αυτές επιλογές: 

  • Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια κατάργησης ή συγχώνευσης των διοικητικών δικαστικών σχηματισμών που λειτουργούν σήμερα. Αντίθετα, θεωρούμε επιβεβλημένη τη λειτουργία Διοικητικού Πρωτοδικείου στην έδρα κάθε πολιτικού Πρωτοδικείου, όπως επιβάλει η αρχή της τοπικής εγγύτητας του πολίτη προς τον φυσικό δικαστή
  • Λύση δεν είναι η αποδυνάμωση, αλλά η ενίσχυση των δικαστικών σχηματισμών της περιφέρειας. Και αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο ρητορικό σχήμα, αλλά πρέπει να έχει πρακτικό αντίκρισμα: αναδιάρθρωση αρμοδιοτήτων και μεταφορά δικαιοδοτικής ύλης, κάλυψη (και ενδεχομένως αύξηση) των οργανικών θέσεων και ενίσυχση της υλικοτεχνικής υποδομής
  • Είμαστε απόλυτα αντίθετοι στις τηλεματικές δίκες και στη μετατροπή δικαστηρίων σε δικαστήρια (ή «σταθμούς», όπως αδόκιμα τους αποκαλεί το Υπουργείο) τηλεματικής. Η τηλεματική δίκη χωρίς τη φυσική παρουσία των διαδίκων δεν πληροί τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης και παραβιάζει τις αρχές της προφορικότητας και δημοσιότητας της συζήτησης
  • Εξάλλου, η συγκέντρωση της δικαστικής ύλης σε ένα περιορισμένο αριθμό διοικητικών δικαστηρίων θα επιτείνει τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα. Αντίθετα,  η αποκέντρωσή της, που θα επιταχύνει τον προσδιορισμό των υποθέσεων, την εκδίκασή τους και την έκδοση αποφάσεων.

Η ανάδειξη, και από την Ένωση Διοικητικών Δικαστών, στο δημόσιο λόγο και στη νομική κοινότητα της ανάγκης μεταρρυθμίσεων στη διοικητική δικαιοσύνη αποτελεί θετική συνεισφορά και συμβολή στον κοινό στόχο της ταχείας και ορθής απονομής της Δικαιοσύνης. Στην προσπάθεια αυτή έχει συμβάλει και η Ολομέλεια των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων με συγκεκριμένες προτάσεις για τα χρονίζοντα προβλήματα της διοικητικής δικαιοσύνης. Οι προτάσεις και θέσεις του σώματος, που έτυχαν λεπτομερούς επεξεργασίας, έχουν δημοσιοποιηθεί και τεθεί υπ’ όψιν της νομικής κοινότητας. Σκοπός μας είναι να μετατοπίσουμε τον προβληματισμό από τις απρόσφορες οργανωτικές αναδιατάξεις και αποσπασματικές παρεμβάσεις διοικητικού χαρακτήρα που επιχειρεί η Κυβέρνηση, στα πραγματικά προβλήματα της διοικητικής δικαιοσύνης. 

Η κοινή αυτή στόχευση πρέπει να πλαισιωθεί με τα επιβαλλόμενα θεσμικά χαρακτηριστικά. Τα διοικητικά δικαστήρια έχουν ανάγκη αναμόρφωσης του δικονομικού πλαισίου λειτουργίας τους, σοβαρής υλικοτεχνικής υποστήριξης, τολμηρής αναδιάρθρωσης στο κανονιστικό πλαίσιο του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και κάλυψη των τεράστιων κενών σε δικαστικούς υπαλλήλους. 

Με αυτές τις θεμελιακές, υπαρξιακού χαρακτήρα προτεραιότητες κατά νου, είναι φανερό ότι απαιτείται σοβαρός διάλογος, όλων των εμπλεκομένων φορέων (δικαστικών λειτουργών, Διοικήσεων δικαστικών σχηματισμών, Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Δικηγορικών Συλλόγων, Δικαστικών Ενώσεων και δικαστικών υπαλλήλων) και όχι παράλληλοι μονόλογοι στην κατεύθυνση υλοποίησης μεμονωμένων προτάσεων, που πόρρω απέχουν από το να ικανοποιούν τις πραγματικές ανάγκες της διοικητικής δικαιοσύνης.

Ο διάλογος, προκειμένου να έχει στοιχεία ουσιαστικής τεκμηρίωσης και αποτελεσματικότητας, προϋποθέτει να έχουν περιέλθει σε γνώση όλων των φορέων συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία και αριθμητικά δεδομένα για κάθε δικαστικό σχηματισμό της διοικητικής δικαιοσύνης, ώστε να μπορούν να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Ως Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος έχουμε ζητήσει αρμοδίως να λάβουμε γνώση των στοιχείων αυτών (αριθμό δικαστών ανά δικαστήριο, αριθμό εισερχομένων δικαστικών υποθέσεων ανά δικαστικό σχηματισμό σε ετήσια βάση, αριθμό εκδιδομένων αποφάσεων τόσο συνολικά όσο και ανά δικαστή, χρόνο προσδιορισμού των υποθέσεων προς συζήτηση, χρόνο έκδοσης των αποφάσεων κ.ο.κ.). Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχουμε λάβει την παραμικρή πληροφόρηση. 

Προς αποφυγή παρερμηνειών, σπεύδω να διευκρινίσω ότι το δικηγορικό σώμα ζητεί στατιστικά στοιχεία, και επιθυμεί, πράγματι, να εντοπιστούν αβελτηρίες ή φαινόμενα καθυστερήσεων όχι διότι θέλουμε να στοχοποιήσουμε μεμονωμένους δικαστές, αλλά πρωτίστως διότι δεν νοείται συλλογική ευθύνη. Η πλειοψηφία των δικαστών που με κόπους και θυσίες ανταποκρίνονται στο έργο τους, δεν μπορεί να δέχεται τη μομφή της βραδείας απονομής της δικαιοσύνης. Οι λίγοι που ευθύνονται πρέπει να ελέγχονται και να αξιολογούνται, πάντοτε με πλήρη διασφάλιση όλων των δικονομικών εγγυήσεων. 

Επίσης επιθυμώ να θέσω δημόσια και ορισμένα ουσιαστικά θέματα που θεωρώ κομβικά για τη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης. 

Κατ’ αρχάς το πρόβλημα των υπερβολικών καθυστερήσεων αποφλοιώνει τη δικαστική προστασία και οδηγεί εν δυνάμει σε αρνησιδικία.  Το ΕΔΔΑ έχει άλλωστε κρίνει ότι οι μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες ενώπιον όλων των δικαιοδοσιών  αρχής γενομένης με την απόφαση Αθανασίου κατά Ελλάδος, για τη διοικητική δικαιοσύνη, δεν αποτελούν απλώς παράβαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογη προθεσμία και του δικαιώματος για ουσιαστική επανόρθωση, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος συστημικού χαρακτήρα. Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ανοίγει ένα παράθυρο διαφορετικής αντιμετώπισης του άνω ζητήματος, αρκεί αυτή η ζηλευτή επιτάχυνση να μην εξικνείται σε υποθέσεις ισχυρών οικονομικών συσσωματώσεων, γιατί την ίδια στιγμή οι υποθέσεις ανακοπών σε προγράμματα πληστηριασμών ευάλωτων δανειολειπτών προσδιορίζονται στην Αθήνα το 2028 και εκδίδονται αποφάσεις μετά από 2 έως 3 έτη. Δύο μέτρα και δύο σταθμά στην Ελληνική Δικαιοσύνη δε νοούνται. Θυμίζω επίσης για το θέμα αυτό, ότι επί αιτήσεως ακυρώσεως των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για το μέτρο της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων στη δεύτερη φάση, λόγω Covid 19, που δικάστηκε το 2021 ακόμα δεν έχει εκδοθεί απόφαση. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι λύσεις που επιδιώχθηκαν, τόσο με τον ν. 3900/2010 όσο και με τον ν. 4055/2012, όχι μόνο δεν αντιμετώπισαν ριζικά το πρόβλημα, αλλά προκάλεσαν και πρόσθετες δυσλειτουργίες. 

Ταυτόχρονα πρέπει να λησμονούμε, ακόμη, ότι οι αλλεπάλληλες δικονομικές μεταβολές στο όνομα της δήθεν επιτάχυνσης απομείωσαν το επίπεδο δικαστικής προστασίας. Η εκθετική αύξηση των παραβόλων και εν γένει των δικαστικών δαπανημάτων (από το αναλογικό παράβολο των φορολογικών υποθέσεων, μέχρι το αναβολόσημο και την επαναφορά του αγωγόσημου στις αναγνωριστικές αγωγές)  γίνεται ανάχωμα για την πρόσβαση των πλέον αδύναμων πολιτών στη δικαιοσύνη.  

Σε επίπεδο ενδοδικαστικού ελέγχου των αποφάσεων ο αναιρετικός έλεγχος από το ΣτΕ έφτασε να είναι «πουκάμισο αδειανό», μετά τις αλλαγές και τα προσκόμματα που έθεσε ο ν. 3900/2010.  Θεωρώ αδιανόητο να μην μπορεί να ελεγχθεί η προδήλως αντιφατική αιτιολογία μιας απόφασης κατώτερου δικαστηρίου, και να πρέπει κάθε φορά ο διάδικος ως προϋπόθεση του παραδεκτού να επικαλείται αντίθετη νομολογία του ΣτΕ ή ανυπαρξία τοιαύτης.   

Στα ουσιαστικά κενά της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας συμπεριλαμβάνεται αναμφίβολα η ελλιπής συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Θα πρέπει, νομίζω, πέραν της δυνατότητας απεύθυνσης συγκεκριμένης εντολής προς την διοίκηση, να δύναται ο δικαστής, εφόσον το κρίνει επιβεβλημένο να προβαίνει ο ίδιος στην απαιτούμενη διάπλαση της έννομης κατάστασης, ώστε η διαφορά να τέμνεται τελειωτικά από το δικαστήριο και να αποφεύγεται το πρόσθετο συχνά χρονοβόρο στάδιο της συμμόρφωσης της διοίκησης με την απόφαση (π.χ. για την έκδοση των αναγκαίων διοικητικών πράξεων).

Παράλληλο, εξίσου σημαντικό, ζήτημα είναι η καταδήλως άνιση – υπερέχουσα θέση του Δημοσίου, ως διαδίκου στη διοικητική δίκη. Πρόκειται για διάδικο που διαθέτει υπερπρονόμια σε βάρος των ιδιωτών και που κατά σύστημα υιοθετεί κακόπιστη δικονομική συμπεριφορά. Αρκεί να αναφερθώ στα δύο πλέον τετριμμένα παραδείγματα της δικαστηριακής πραγματικότητας: αφ’ ενός την καθυστέρηση αποστολής διοικητικού φακέλου, με συνέπεια τις αλλεπάλληλες αναβολές (σχεδόν πάντα, χωρίς κυρώσεις για το δημόσιο), και αφ’ ετέρου την συστηματική άσκηση αβάσιμων ενδίκων βοηθημάτων. Κοινή συνισταμένη των απαράδεκτων αυτών πρακτικών είναι η μέχρις εξαφανίσεως απίσχναση της δικαστικής προστασίας του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας των πολιτών. 

Τέλος, θεωρώ ότι έχει έρθει η ώρα να υλοποιηθεί η πρότασή μας για τη θέσπιση ενός κοινού Κώδικα Δεοντολογίας, που θα διέπει τις σχέσεις όλων των εμπλεκομένων φορέων και προσώπων περί την απονομή της Δικαιοσύνης, την οποία θέσαμε εκ νέου στο πλαίσιο της πρόσφατης κοινής σύσκεψης όλων των παραγόντων της Δικαιοσύνης, υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πρόκειται για πρωτοβουλία αναγκαία προκειμένου ο πειθαρχικός κολασμός των αξιόμεπτων συμπεριφορών να διενεργείται αποτελεσματικά, να απομονώνονται συμπεριφορές που απάδουν  της Ελληνικής Δικαιοσύνης και να περιφρουρείται το κύρος τόσο του δικαστικού, όσο και του δικηγορικού σώματος. Εμείς, ως δικηγορικό σώμα, παρά τις νομοθετικές παλινδρομήσεις στο θέμα του πειθαρχικού δικαίου των δικηγόρων (μετά την επαναφορά της δυνατότητας αυτεπάγγελτης κίνησης της διαδικασίας, που παρά τις αντιδράσεις μας είχε καταργηθεί), έχουμε δείξει έμπρακτα την πρόθεση και την αποφασιστικότητά μας. Φρονώ ότι η προσπάθεια πρέπει να είναι κοινή και να έχει ανάλογη συνέχεια απ’ όλες τις πλευρές.  

Θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν , αλλά δεν θέλω να υπερβώ τα όρια ενός χαιρετισμού. Πριν κλείσω θέλω να επαναλάβω την πεποίθησή μου ότι κοινή μας στόχευση είναι -και πρέπει να είναι-  η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους πολίτες, στο όνομα των οποίων -και μόνον- απονέμεται η Δικαιοσύνη κατά το Σύνταγμα.  

Οι δικηγόροι θέλουμε να εργαστούμε στην κατεύθυνση αυτή με όλες μας τις δυνάμεις. Μακριά από συντεχνιασμούς και στείρες αντιπαραθέσεις. Αντίθετα, φύσει και θέσει, λόγω και έργω, επιδιώκουμε και θα επιδιώξουμε την απροκατάληπτη, ειλικρινή συνεργασία όλων των συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, με αμοιβαίο σεβασμό στο θεσμικό ρόλο και το έργο του καθενός.

Διότι σε μια εποχή, που η εμπιστοσύνη του πολίτη στη Δικαιοσύνη δοκιμάζεται, έχουμε όλοι χρέος να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να βρούμε λύσεις αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτίστως για την ίδια Δικαιοσύνη

Σας ευχαριστώ θερμά και εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες σας.

*Δημήτρης Βερβεσός, Πρόεδρος Ολομέλειας Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος

*Χαιρετισμός στην γενική συνέλευση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr