Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Σπύρος Βλαχόπουλος: Να αναθεωρήσουμε ή να κάνουμε skip το Σύνταγμα;

Η εφαρμογή του δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κομμάτων. Αλλιώς το Σύνταγμα μετατρέπεται σε ένα «ευχολόγιο» και οι διατάξεις του σε απλές υποδείξεις.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Σπύρος Βλαχόπουλος: Να αναθεωρήσουμε ή να κάνουμε skip το Σύνταγμα; dikastiko.gr

Η ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση περί της ποινικής ευθύνης των υπουργών υιοθετεί ένα δαιδαλώδες μικτό σύστημα, το οποίο εμπλέκει και τη Βουλή και ειδικά δικαστικά όργανα. Καταρχάς, τριάντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν την ποινική δίωξη υπουργού και, εάν η πρότασή τους υπερψηφιστεί από 151 βουλευτές, συγκροτείται κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η επιτροπή αυτή υποβάλλει το πόρισμά της στη Βουλή, η οποία -και πάλι με πλειοψηφία 151 βουλευτών- μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη. Τότε σταματάει ο ρόλος της Βουλής και επιλαμβάνονται τα ειδικά δικαστικά όργανα, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 86 του Συντάγματος και αποτελούνται από ανώτατους δικαστές (Αεροπαγίτες και Συμβούλους Επικρατείας).Αρχικώς το Δικαστικό Συμβούλιο και, σε περίπτωση παραπεμπτικού βουλεύματος, τοΕιδικό Δικαστήριο που εκδίδει την αμετάκλητη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση.

Η εμπλοκή της Βουλής στην αναζήτηση των ποινικών υπουργικών ευθυνών θα πρέπει να καταργηθεί στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση για πολλούς λόγους:Καταρχάς, δεν συντρέχουν πλέον οι ιστορικοί λόγοι που δικαιολογούσαν στο παρελθόν την άσκηση της ποινικής δίωξης από τη Βουλή. Παλαιότερα που δεν είχε καθιερωθεί ακόμη η κοινοβουλευτική ευθύνη των υπουργών, η αναζήτηση της υπουργικής ποινικής ευθύνης από τη Βουλή λειτουργούσε ως υποκατάστατο της ελλείπουσας κοινοβουλευτικής ευθύνης. Από τη στιγμή όμως που εδραιώθηκε η κοινοβουλευτική ευθύνη, η εμπλοκή της Βουλής στην αναζήτηση της υπουργικής ποινικής ευθύνης απώλεσε το ιστορικό δικαιολογητικό της θεμέλιο. Δεν είναι όμως μόνον η ιστορία.Υπάρχουν και δογματικοί λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την απεμπλοκή της Βουλής:Η κρίση για το εάν κάποιος παραβίασε τους ποινικούς νόμους είναι αμιγώς νομική κρίση και δεν μετατρέπεται σε πολιτική επειδή ο φερόμενος ως παραβάτης είναι υπουργός. Όπως παρατηρούσε, με δωρική λιτότητα, ήδη από το 1891 ο Χαρίλαος Τρικούπης ενώπιον της Βουλής: «Κατηγορούμενος θα είμαι ενώπιον της δικαστικής αρχής. Ενώπιον υμών είμαι βουλευτής και ως βουλευτής ήλθον, ίνα ελέγξω τα παρ’ υμών τελούμενα και κατηγορήσω τους διέποντας τα καθ’ υμάς».

Ίσως ο βαθύτερος λόγος για την εμπλοκή της Βουλής να στηρίζεται σε μια δυσπιστία έναντι του δικαστή. Φοβόμαστε, δηλαδή, ότι εάν ανατεθεί η σχετική αρμοδιότητα στους δικαστές, τότε θα ασκούνται αφειδώς ποινικές διώξεις. Και εδώ αρχίζουν τα ερωτήματα: Δεν εμπιστευόμαστε τον δικαστή και εμπιστευόμαστε τον πολιτικό μας αντίπαλο; Εάν υπάρχει πρόβλημα λόγω της ενδεχομένως υπερβολικά εύκολης άσκησης ποινικών διώξεων γενικότερα, αντί να επιλύσουμε το πρόβλημα αυτό για όλους, προστατεύουμε μόνο μια συγκεκριμένη κατηγορία, τους υπουργούς;Για όλους αυτούς τους λόγους, επιβάλλεται η αναθεώρηση του Συντάγματος και η ανάθεση της αρμοδιότητας της άσκησης της ποινικής δίωξης στη τακτική δικαιοσύνη, σε ανώτερους εισαγγελικούς λειτουργούς ή ακόμη και σε ένα συλλογικό όργανό τους. Η λύση αυτή αποκαθιστά την αρχή της ισότητας και εμπεδώνει το αίσθημα ισονομίας στους πολίτες.

Τα παραπάνω όμως αφορούν τη μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος. Τώρα έχουμε μια συνταγματική ρύθμιση που, μέχρι να αλλάξει, πρέπει να γίνει σεβαστή. Με άλλες λέξεις, θα πρέπει να ακολουθηθούν όλα τα διαδικαστικά στάδια που προβλέπει το άρθρο 86 του Συντάγματος. Η εφαρμογή του δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κομμάτων. Αλλιώς το Σύνταγμα μετατρέπεται σε ένα «ευχολόγιο» και οι διατάξεις του σε απλές υποδείξεις. Αυτό θα συνιστούσε αναίρεση της κανονιστικής δύναμης του Συντάγματος και θα δημιουργούσε πλήρη ανασφάλεια του δικαίου. Ομοίως η τήρηση της συνταγματικής διαδικασίας δεν εναπόκειται ούτε στη βούληση του ερευνώμενου υπουργού. Βεβαίως, είναι απολύτως δικαιολογημένη η επιθυμία του να ολοκληρωθεί σύντομα η ψυχοφθόρα διαδικασία και να κριθεί γρήγορα από τον τελικό του κριτή, το Ειδικό Δικαστήριο.Ωστόσο, κανένα πρόσωπο δεν έχει δικαίωμα διαθέσεως και επιλογής των σταδίων της ποινικής διαδικασίας.

Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται κάπως τυπολατρικά ή ακόμη και «νομικίστικα» στη σημερινή εποχή της βαθιάς κρίσης του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος. Έχουμε όμως αναρωτηθεί μήπως η κρίση αυτή οφείλεται και στο ότι δεν αναθεωρούμε το Σύνταγμα όταν πρέπει να το αναθεωρήσουμε και, αντί αυτού, στις δύσκολες στιγμές το εφαρμόζουμε επιλεκτικά;

*Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ

*Πρωτοδημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής, 23/3/2025

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ