ΣτΕ: Πότε είναι αντισυνταγματική η εξαγορά δασών/δασικών εκτάσεων που καλλιεργούνται
H εξαγορά δασών/δασικών εκτάσεων που εκχερσώθηκαν προ του 1975 παράνομα προκειμένου να καλλιεργηθούν, και η μεταβίβαση κυριότητας, έναντι τιμήματος, στους κατόχους αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η αγροτική χρήση συνεχίζεται έως την έκδοση της πράξης εξαγοράς αντίκεινται σε βασικά άρθρα του Συντάγματος.
Αυτό έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ. Αριθμ. 710/2020 απόφασή της στην οποία σημειώνεται πως η αντίθεση προς το Σύνταγμα της γενικευμένης «νομιμοποίησης» αυθαίρετων εκχερσώσεων χιλιάδων στρεμμάτων δασικής γης «δεν θεραπεύεται από την υποχρέωση συνέχισης της αγροτικής καλλιέργειας στο διηνεκές, επί ποινή ανάκλησης της παραχώρησης, ή από την καταβολή, πέραν του τιμήματος απόκτησης της έκτασης (που καθορίσθηκε σε ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα και μειώθηκε, μάλιστα, στο 1/4 της αντικειμενικής αξίας της, έναντι του 1/3 που ίσχυε πριν), χρηματικού ανταλλάγματος που θα χρησιμοποιηθεί για την «αναδάσωση» ή «δάσωση» αντίστοιχων εκτάσεων, που βρίσκονται στην ίδια ή σε όμορη περιοχή, άλλως, εντός της ίδιας διοικητικής ενότητας ή όμορης αυτής, ελλείψει δε αυτών, σε άλλη έκταση που θα υποδειχθεί από τη δασική υπηρεσία, κατά το άρθρο 45 παρ. 8 του ν. 998/1979. ..».
Το σκεπτικό
Ειδικότερο, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό των δικαστών : «ο άρθρο 24 παρ.1 του Συντάγματος επιβάλλει την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των δασών και των δασικών εκτάσεων και τη λήψη μέτρων για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής του Συντάγματος επιτρέπει τη μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, μόνον αν «προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον», και η νομοθεσία προέβλεπε, διαχρονικώς, τη δυνατότητα παραχώρησης δασικών εκτάσεων για αγροτική καλλιέργεια, η οποία τελούσε πάντοτε -ασχέτως, δηλαδή, από την έκδοση οριστικού παραχωρητηρίου ή την παρέλευση μακρού χρόνου- υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται η γεωργοδενδροκομική καλλιέργεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η παραχωρούμενη δασική έκταση δεν αποχαρακτηριζόταν, ούτε έχανε το δασικό της χαρακτήρα οριστικώς, αλλά επιτρεπόταν η χρησιμοποίησή της για μόνιμη γεωργική εκμετάλλευση, αποκλειομένης κάθε περαιτέρω αλλαγής χρήσης της σε οικιστική ή άλλη, ενώ, μετά τη διαπίστωση της έλλειψης ή απώλειας της ως άνω προϋπόθεσης, η παραχώρηση υπέκειτο σε ανάκληση με διοικητική πράξη, η οποία συνεπαγόταν την εφαρμογή των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας [βλ. ν. 2636/1921, που κωδικοποιήθηκε στα άρθρα 204 επ. του ν. 3077/1924, ν. 4173/1929, α.ν. 857/1937, ν.δ. 86/1969, καθώς και το άρθρο 46 ν. 998/1979], διατάξεις που επέτρεπαν την παραχώρηση κατά κυριότητα σε τρίτους, κατά κανόνα μετά από δημοπρασία, δασικών εκτάσεων, των οποίων η αξία δεν ήταν σπουδαία από δασοπονική άποψη, εφόσον ήταν κατάλληλες για γεωργική καλλιέργεια ή δενδροκομική εκμετάλλευση].
Η διάταξη, όμως, αυτή, του άρθρου 24 παρ. 1 (εδ. τελευταίο) του Συντάγματος, αφορά περιπτώσεις μεταβολής, για το μέλλον, του προορισμού ορισμένων δασικών εκτάσεων, προκειμένου αυτές να αποδοθούν εφεξής σε γεωργική χρήση, και δεν τυγχάνει εφαρμογής επί δασών και δασικών εκτάσεων που καταστράφηκαν χωρίς νόμιμη αιτία με οποιοδήποτε τρόπο (πυρκαγιά, εκχέρσωση κ.λπ.), είτε πριν, είτε μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975.
Για τις τελευταίες αυτές εκτάσεις, που καταστράφηκαν χωρίς νόμιμη αιτία, ισχύει και υπερισχύει η αυστηρότερη ρύθμιση του άρθρου 117 παρ. 3 του Σ., η οποία επιβάλλει την κήρυξη της δασικής έκτασης που αποψιλώθηκε παρανόμως ως αναδασωτέας, κατά δέσμια αρμοδιότητα (πρβ. ΣτΕ 2153/2015 Ολομ. κ.ά.), ανεξαρτήτως της παρόδου μακρού χρόνου από την καταστροφή της, και αποκλείει τη διάθεσή της για κάθε άλλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος που θα δικαιολογούσε κατά νόμο επέμβαση στο δάσος πριν την καταστροφή του, σύμφωνα με το έκτο κεφάλαιο του ν. 998/1979 [ΣτΕ 677/2010 Ολομ., 2778/1988 Ολομ. κ.ά. – πρβ., επί του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 998/1979, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τους ν. 4280/2014 και 4342/2015, ΣτΕ 2640/2009 Ολομ. κ.ά.].
Υπό τα δεδομένα αυτά, η εξαγορά δασών/δασικών εκτάσεων που εκχερσώθηκαν προ του 1975 αυτογνωμόνως, προκειμένου να καλλιεργηθούν, και η μεταβίβαση κυριότητας, έναντι τιμήματος, στους κατόχους αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι η αγροτική χρήση συνεχίζεται έως την έκδοση της πράξης εξαγοράς και θα συνεχισθεί και στο μέλλον (άρθρο 47 παρ. 5 επ. του ν. 998/1979), αντίκεινται προς τα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος, όπως βασίμως προβάλλεται. Εξάλλου, η αυθαίρετη εκχέρσωση και εν συνεχεία αγροτική εκμετάλλευση δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων επί δεκαετίες -και μάλιστα από πρόσωπα μη ασχολούμενα κατ’ επάγγελμα με τη γεωργία-, η δημιουργία πολυετών πραγματικών καταστάσεων και η αποτροπή «αντιδικία[ς] πολιτών και υπηρεσιών για τη χρήση των ακινήτων» δεν συνιστούν επίκληση εξαιρετικής ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή, έστω, οικονομική σημασία, που θα δικαιολογούσε την έγκριση των, αυθαιρέτως πραγματοποιηθεισών προ του 1975, εκχερσώσεων δασών και δασικών εκτάσεων.
Από τη φύση δε του πράγματος, οι εκχερσώσεις αυτές έχουν γίνει ανεπιλέκτως και ασυνδέτως προς κρατικούς αναπτυξιακούς σκοπούς ή άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι η ρύθμιση επιδιώκει θεμιτό σκοπό εξ εκείνων που περιγράφονται στο άρθρο 106 Σ.
Επιπλέον, η ευνοϊκή μεταχείριση των αυθαιρέτως καλλιεργησάντων δάση και δασικές εκτάσεις, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, και η μεταβίβαση των εκτάσεων αυτών κατά κυριότητα στους καλλιεργητές τους αντίκεινται και στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ισότητας, αφού θέτουν την κατηγορία αυτή προσώπων -όχι απαραιτήτως αγροτών, μετά την απάλειψη του αρχικώς προβλεφθέντος, με το ν. 4061/2012, σχετικού όρου-, που έδρασαν αυθαιρέτως, σε πλεονεκτική θέση έναντι όσων δεν προέβησαν αυτογνωμόνως σε αποψίλωση δασικών εκτάσεων ή έναντι όσων το έπραξαν μεν, αλλά αποβλήθηκαν από δασικές εκτάσεις που είχαν αυτοβούλως καταλάβει, επειδή η Διοίκηση, στην περίπτωση αυτή, προέβη, ως όφειλε, στις νόμιμες ενέργειες αποβολής τους (πρβ. ΣτE Ολομ. 1782/2009, 521/2014).
Ούτε, άλλωστε, η πάροδος μακρού χρόνου συνιστά λόγο που καθιστά νόμιμη την αυθαίρετη εκχέρσωση και την παύση υπαγωγής της έκτασης στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι, κατά παγία νομολογία, το Σύνταγμα δεν επιτρέπει στο νομοθέτη να θεσπίσει χρονικούς περιορισμούς στην υποχρέωση αναδάσωσης δάσους ή δασικής έκτασης που έχουν καταστραφεί από υλικές πράξεις ή φυσικά αίτια (ΣτΕ Ολομ. 2281/92, 55/93 κ.ά.), ούτε ανέχεται, ως εκ τούτου, τη διατήρηση -πολλώ δε μάλλον, την προστασία- πραγματικών καταστάσεων που θεμελιώνονται σε αυθαίρετη καταστροφή δασικής βλάστησης. Ως εκ τούτου, η αντίθεση προς το Σύνταγμα της γενικευμένης «νομιμοποίησης» αυθαίρετων εκχερσώσεων χιλιάδων στρεμμάτων δασικής γης δεν θεραπεύεται από την υποχρέωση συνέχισης της αγροτικής καλλιέργειας στο διηνεκές, επί ποινή ανάκλησης της παραχώρησης, ή από την καταβολή, πέραν του τιμήματος απόκτησης της έκτασης (που καθορίσθηκε σε ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα και μειώθηκε, μάλιστα, στο 1/4 της αντικειμενικής αξίας της, έναντι του 1/3 που ίσχυε πριν), χρηματικού ανταλλάγματος που θα χρησιμοποιηθεί για την «αναδάσωση» ή «δάσωση» αντίστοιχων εκτάσεων, που βρίσκονται στην ίδια ή σε όμορη περιοχή, άλλως, εντός της ίδιας διοικητικής ενότητας ή όμορης αυτής, ελλείψει δε αυτών, σε άλλη έκταση που θα υποδειχθεί από τη δασική υπηρεσία, κατά το άρθρο 45 παρ. 8 του ν. 998/1979. Τέλος, για τους ίδιους ως άνω λόγους, διαπιστώνεται αντίθεση προς το Σύνταγμα και της παρ. 13 του άρθρου 47 του ν. 998/1979, που προβλέπει έγκριση επέμβασης και αλλαγή χρήσης δασικής έκτασης, σύμφωνα με το άρθρο 47Β του νόμου, όταν οι κάτοχοι δασικών εκτάσεων που εκχερσώθηκαν αυθαιρέτως προ της ισχύος του Συντάγματος του 1975 και καλλιεργούνται αγροτικώς δεν επιθυμούν να καταβάλλουν το τίμημα εξαγοράς και να τις αποκτήσουν κατά κυριότητα. [με μειοψηφία τριών Συμβούλων].».
Πηγή: humanrightscaselaw.gr
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr