Στο σφυρί η πρώτη κατοικία της μεσαίας τάξης: Σπίτι δημοσίων υπαλλήλων με 3 ανήλικα παιδιά βγαίνει σε πλειστηριασμό – Η “νομική ακαμψία”

Πενταμελής οικογένεια δυο δημοσίων υπαλλήλων με 30.000 ευρώ εισόδημα ετησίως, δεν μπορεί να τύχει νομικής προστασίας με έξοδα 2.000 ευρώ το μήνα για τα παιδιά τους- Η δικηγόρος Σουζάνα Κλημεντίδη αναλύει πως η αποδρομή του ν. Κατσέλη και τα στενά όρια του νέου νόμου χτυπούν και τα μεσαία εισοδήματα.

NEWSROOM
Στο σφυρί η πρώτη κατοικία της μεσαίας τάξης: Σπίτι δημοσίων υπαλλήλων με 3 ανήλικα παιδιά βγαίνει σε πλειστηριασμό – Η “νομική ακαμψία”

Χτύπημα στη μεσαία τάξη αποτελεί μετά την αποδρομή του νόμου Κατσέλη, η δυσκολία των μεσαίων εισοδημάτων να ενταχθούν στο νέο προστατευτικό πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού 4738/2020, καθώς τα κριτήρια ένταξης είναι αφενός πολύ στενά , αφετέρου τα δικαστήρια τους έχουν κρίνει ήδη – περίπου- ως προνομιούχους δεδομένων των «αυξημένων» εισοδημάτων τους.

Οικογένειες της μεσαίας τάξης, όπως περιγράφει στο dikastiko.gr η δικηγόρος Σουζάνα Κλημεντίδη βλέπουν τους κόπους τους να χάνονται εβρισκόμενοι, όπως αναφέρει σε «νομική ακαμψία», με τους πιστωτές να έχουν γίνει ιδιαίτερα «επιθετικοί».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει το άτοπο του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου είναι η περίπτωση μια πενταμελούς οικογένειας, αποτελούμενης από δύο γονείς (δημόσιους υπαλλήλους) και τρία ανήλικα τέκνα, με οικογενειακό εισόδημα ύψους 30.000 ευρώ  η οποία δεν κρίνεται άξια προστασίας από το Δικαστήριο, «με το (εσφαλμένο) σκεπτικό ότι δεν έχουν περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους διότι (τάχα) τα εισοδήματά τους είναι επαρκή, τόσο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών (που ανέρχονται κατ’ ελάχιστον περί τα 2.000 ευρώ μηνιαίως λόγω των αυξημένων αναγκών των τριών ανήλικων τέκνων), όσο και των δανειακών υποχρεώσεών τους (με ενήμερη δόση περί τα 900 ευρώ μηνιαίως). Αμέσως δε μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου για την ένταξή τους στον Ν. 3869/10, η δανείστρια τράπεζα, τηρώντας ανάλγητη συμπεριφορά, επέδωσε διαταγή πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση ζητώντας το ποσό των 154.000 ευρώ και προέβη σε κατάσχεση της κύριας κατοικίας τους εκθέτοντάς την σε πλειστηριασμό με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 86.000 ευρώ. Τούτων δοθέντων, η προστατευτική εμβέλεια του νομοθετικού πλαισίου δεν τους καλύπτει και η κύρια κατοικία είναι έκθετη».

Πλειστηριασμοί: Αλλαγή κριτηρίων

Όπως επισημαίνει η δικηγόρος είναι κομβικό εν προκειμένω να προσαρμοστούν οι δείκτες στις πραγματικές ανάγκες της σημερινής μεσαίας τάξης, «καθώς και η τολμηρή νομοθετική πρωτοβουλία για την προστασία της κύριας κατοικίας, ως κοινωνικό αγαθό, των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και δη εκείνων των οφειλετών που είναι εκτός του τωρινού προστατευτικού θώκου, αποτελεί ένα αίτημα συνταγματικής τάξεως, στον βαθμό που η προστασία της πρώτης κατοικίας οφείλει να απολάβει συνταγματικής περιωπής, κατ’ άρθρο 21 του Συντάγματος. Όταν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις για τον οφειλέτη, και αυτές υπάρχουν πολλές φορές σε οφειλέτες με de facto αδύναμα οικονομικά χαρακτηριστικά, η μη πρόβλεψη προστασίας της πρώτης κατοικίας και η συνακόλουθη κατάληξή της σε ρευστοποίηση και πλειστηριασμό, συνεπάγεται παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος».

Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής :

Σουζάνα Κλημεντίδη: Η αποδρομή του Νόμου Κατσέλη και το άγνωστο μέλλον χιλιάδων υπερχρεωμένων νοικοκυριών

Ο Νόμος 3869/2010 -γνωστός πλέον σε όλους ως Νόμος Κατσέλη- ήρθε σε μια βίαιη οικονομική εποχή για την χώρα, όπου η ίδια σπαρασσόταν από ένα υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο με την σειρά του οδηγούσε σε πολυάριθμα νομικά, πολιτικά και ιδίως κοινωνικά αδιέξοδα. Κάτω από αυτές τις τεταμένες συνθήκες που τότε επικρατούσαν, και εξακολουθούν έως και σήμερα να επικρατούν με την επιβάρυνση της χώρας από σειρά διαδοχικών και αλλεπάλληλων κρίσεων, η συγκεκριμένη νομοθεσία κατάφερε να λειτουργήσει εκτονωτικά και να αποτελέσει έναν σταθερό και αξιόπιστο πυλώνα προστασίας σε όλους όσοι τα προηγούμενα χρόνια προσέτρεξαν για τους δικούς τους λόγους στην οικονομική αρωγή των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων και τελικώς, περιερχόμενοι σε μόνιμη και πραγματική αδυναμία, δεν κατάφεραν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους.

Ο Νόμος Κατσέλη κατάφερε να ανακουφίσει μεγάλο αριθμό υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ιδίως δε αρκετούς συμπολίτες μας οι οποίοι διάγοντας τον βίο τους κάτω από εξαιρετικά δυσχερείς οικονομικές συνθήκες, και δη κάτω από το όριο της φτώχειας – έτσι όπως αυτή ορίζεται από διεθνή φόρα και ιδίως από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, κατάφεραν να πετύχουν ένα σημαντικό κούρεμα των οφειλών τους και κυρίως να εξασφαλίσουν την επιβίωση ενός πολύτιμου περιουσιακού τους στοιχείου, ήτοι την πρώτη κατοικία τους. Τα Δικαστήρια, υλοποιώντας τη νομική ρήση που διατρέχει με κάθε τρόπο το νομικό μας σύστημα, ότι δηλαδή κανείς δεν υποχρεούται εις τα αδύνατα, τις φορές που διαπίστωναν ακόμη και πραγματική αδυναμία καταβολών και ελάχιστου ακόμη ποσού, καθόριζαν μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή ακόμη και μηδενικές για την μη επιβάρυνση του ανεκτού ορίου διαβίωσης της ανθρώπινης διαβίωσης. Είναι σαφές ότι κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η διαφορετική αντιμετώπιση μεγάλης μερίδας υπερχρεωμένων συμπολιτών μας, πέρα από κοινωνικά ανάλγητη, θα καταστρατηγούσε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Αυτή ωστόσο είναι η μια όψη του νομίσματος, αφορούσε δε τους συμπολίτες μας οι οποίοι είχαν περιέλθει σε καθεστώς ακραίας φτώχιας και η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις οφειλές τους ήταν πέρα για πέρα αντικειμενική.

Η άλλη ωστόσο όψη η οποία είναι κρίσιμη, ιδίως δε κάτω από το φως των εξαιρετικά δυσχερών εξελίξεων, αφορούσε την μεσαία τάξη, η οποία ως μη εμπίπτουσα στα κριτήρια των ευάλωτων οφειλετών σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τη ρύθμιση οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας (Ν.4738/2020), υπέστη ένα είδος νομικής ακαμψίας και είδε τους κόπους μιας ζωής να χάνονται και κυρίως η κύρια κατοικία τους να μένει έκθετη και απροστάτευτη στο πλαίσιο της εκτελεστικής διαδικασίας.

Υπό το βάρος της κατάργησης του Νόμου Κατσέλη και της επικίνδυνης και εξαιρετικά ασταθούς οικονομικής συγκυρίας με κύμα πληθωριστικών ανατιμήσεων σε πολλά βασικά καταναλωτικά αγαθά που βιώνει η υφήλιος και η οποία διοχετεύεται στη χώρα μας με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα ένεκα των μικρών οικονομικών της δυνάμεων, δημιουργείται ένα σκηνικό αβεβαιότητας και παρατεταμένης ανασφάλειας για όλα εκείνα τα νοικοκυριά τα οποία δεν εντάσσονται στο δίκτυ ασφαλείας των αμιγώς ευάλωτων νοικοκυριών του Νόμου 4738/2020, αν και χαρακτηρίζονται από εξίσου πενιχρές οικονομικές δυνάμεις, αδιάφορης σημασίας εισοδήματα, καθώς και μικρής αντικειμενικής αξίας κύρια κατοικία, όπως οι αμιγώς ευάλωτοι οφειλέτες, με αποτέλεσμα η όποια ενέργεια εκτελεστικής διαδικασίας εις βάρος τους να δημιουργεί με μαθηματική ακρίβεια τους όρους της περιέλευσής τους σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, από τις οποίες δεν θα μπορέσουν ίσως ουδέποτε να ξεφύγουν.

Πέρα από την εν εξελίξει αποδρομή του Νόμου Κατσέλη, η αντίληψη ότι η συγκεκριμένη κατηγορία συμπολιτών μας τελεί σε ένα καθεστώς ανεπανόρθωτων δυσχερών συνθηκών, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ουκ ολίγες φορές οι δείκτες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και των οίκων αξιολόγησης αδυνατούν να αφουγκραστούν τις εξαιρετικά μειωμένες οικονομικές δυνάμεις των συγκεκριμένων κατηγοριών και τα πενιχρά εισοδήματα που αποτυπώνονται για την διαβίωσή τους, την στιγμή που η αγορά, ιδίως σήμερα, έχει δυναμικά και κυρίως επιβαρυντικά για τα μεσαία στρώματα χαρακτηριστικά. Η απόρριψη πολλών αιτήσεων για την υπαγωγή των υπερχρεωμένων οφειλετών στις προστατευτικές διατάξεις του Νόμου Κατσέλη, η -μετά την κατάργηση του οικείου νόμου- ανυπαρξία νομοθετικής πρόβλεψης που θα προστατεύει την πρώτη κατοικία για την συγκεκριμένη κατηγορία οφειλετών, η ολοένα εντεινόμενη αυξητική πορεία των πλειστηριασμών, καθώς και οι αναρίθμητες ανεπιτυχείς προσπάθειες των οφειλετών για την εξωδικαστική διευθέτηση των οφειλών τους με τα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, μαρτυρούν ότι οι μη κατά την διατύπωση του νόμου ευάλωτοι οφειλέτες δεν θα έχουν τα απαιτούμενα θεσμικά και νομικά εργαλεία προκειμένου να αμυνθούν στην εκτελεστική διαδικασία, περιερχόμενοι έτσι σε συνθήκες ακραίας και ανεπανόρθωτης φτώχειας. Σημειώνεται ακολούθως ότι οι οφειλέτες δεν έχουν καν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην αναστολή του πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας τους (άρθρο 938 ΚΠολΔ) και οι επιβαρυντικές περιστάσεις για τα ήδη οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά ενισχύονται έτι περαιτέρω.

Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τη ρύθμιση οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας του Νόμου 4378/2020, προσφέρει ένα δίχτυ προστασίας για την κύρια κατοικία των ευάλωτων οφειλετών, οι οποίοι ορίζονται ως τέτοιοι όταν συντρέχουν στο πρόσωπό τους σωρευτικά ορισμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, τα οποία ωστόσο θέτουν σε θανάσιμο κίνδυνο την πρώτη κατοικία πολλών υπερχρεωμένων νοικοκυριών που βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής. Ο πίνακας που παρατίθεται παρουσιάζει τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι οφειλέτες προκειμένου να προστατεύσουν την κύρια κατοικία τους, ένας πίνακας ο οποίος πέρα από τον ανελαστικό του χαρακτήρα, δρα με έναν τρόπο οριζόντιο και ως εκ τούτου «προσπερνά» ειδικές κατηγορίες συμπολιτών μας, οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τρόπο γενικό αλλά αρκούντως ειδικό. Τα ζητήματα παραβίασης της αρχής της ισότητας που τίθενται εν προκειμένω είναι προφανή, στον βαθμό που η αρχή επιτάσσει ότι οι όμοιες περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με όμοιο τρόπο και οι ανόμοιες με ανόμοιο. Η περίπτωση του Νόμου Κατσέλη, εν συγκρίσει με το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο, παρείχε μεγαλύτερη προστασία σε αυτή την κατηγορία οφειλετών, καθώς ο δικαστής δεν δεσμευόταν από διατυπωμένα εκ των προτέρων κριτήρια, κρίνοντας την εκάστοτε περίπτωση στην πραγματική οικονομική της κατάσταση.

Προς την κατεύθυνση αυτή, θέτουμε το εξής παράδειγμα, που αποδεικνύει το άτοπο του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου: μια πενταμελής οικογένεια, αποτελούμενη από δύο γονείς (δημόσιους υπαλλήλους) και τρία ανήλικα τέκνα, με οικογενειακό εισόδημα ύψους 30.000 ευρώ  δεν κρίνεται άξια προστασίας από το Δικαστήριο, με το (εσφαλμένο) σκεπτικό ότι δεν έχουν περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους διότι (τάχα) τα εισοδήματά τους είναι επαρκή, τόσο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών (που ανέρχονται κατ’ ελάχιστον περί τα 2.000 ευρώ μηνιαίως λόγω των αυξημένων αναγκών των τριών ανήλικων τέκνων), όσο και των δανειακών υποχρεώσεών τους (με ενήμερη δόση περί τα 900 ευρώ μηνιαίως). Αμέσως δε μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου για την ένταξή τους στον Ν. 3869/10, η δανείστρια τράπεζα, τηρώντας ανάλγητη συμπεριφορά, επέδωσε διαταγή πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση ζητώντας το ποσό των 154.000 ευρώ και προέβη σε κατάσχεση της κύριας κατοικίας τους εκθέτοντάς την σε πλειστηριασμό με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 86.000 ευρώ. Τούτων δοθέντων, η προστατευτική εμβέλεια του νομοθετικού πλαισίου δεν τους καλύπτει και η κύρια κατοικία είναι έκθετη.

Εν ολίγοις, η προσαρμογή των δεικτών στις πραγματικές ανάγκες της σημερινής μεσαίας τάξης, καθώς και η τολμηρή νομοθετική πρωτοβουλία για την προστασία της κύριας κατοικίας, ως κοινωνικό αγαθό, των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και δη εκείνων των οφειλετών που είναι εκτός του τωρινού προστατευτικού θώκου, αποτελεί ένα αίτημα συνταγματικής τάξεως, στον βαθμό που η προστασία της πρώτης κατοικίας οφείλει να απολάβει συνταγματικής περιωπής, κατ’ άρθρο 21 του Συντάγματος. Όταν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις για τον οφειλέτη, και αυτές υπάρχουν πολλές φορές σε οφειλέτες με de facto αδύναμα οικονομικά χαρακτηριστικά, η μη πρόβλεψη προστασίας της πρώτης κατοικίας και η συνακόλουθη κατάληξή της σε ρευστοποίηση και πλειστηριασμό, συνεπάγεται παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr