Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Τραγωδία στο Μάτι: Εγκλωβισμένοι στο “δρόμο του θανάτου” – Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα, κατέθεσαν μάρτυρες

Συνεχίζονται οι συγκλονιστικές αναφορές συγγενών θυμάτων. “Οι Αρχές γνώριζαν πως η μητέρα της ήταν ανάμεσα στους νεκρούς αλλά το απέκρυψαν” είπαν.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Τραγωδία στο Μάτι: Εγκλωβισμένοι στο “δρόμο του θανάτου” – Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα, κατέθεσαν μάρτυρες eurokinissi

Τον εγκλωβισμό του παιδιού του στο «δρόμο του θανάτου», όπως αποκαλούν πλέον το σημείο που εγκλωβίστηκαν δεκάδες αμάξια, περιέγραψε στη δίκη για το Μάτι ο Ευάγγελος Χαμηλωθώρης.

Την 23η Ιουλίου ο γιος του Παναγιώτης Χαμηλοθώρης επέστρεφε από τη δουλειά του και εγκλωβίστηκε στο Μάτι. «Ο γιος μου εργαζόταν και σχόλασε στις 6. Μιλήσαμε και του είπαμε να προσέχει γιατί έχει φωτιά. Γύρω στις 18.30 είχαμε μια επικοινωνία. «Μπαμπά μας έμπλεξαν με τη φωτιά». Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένα μπαμ και κόπηκε η επικοινωνία. Εμείς νομίσαμε ότι έπεσαν οι γραμμές λόγω της φωτιάς. Έπειτα από μια ώρα πήγαμε στη αστυνομικό τμήμα της Ραφήνας να ρωτήσουμε αν υπάρχει εικόνα για τραυματίες ή νεκρούς. Αρχίσαμε την αναζήτηση του σε όλα τα νοσοκομεία. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε και η κόρη μου έδωσε dna. Έδωσα κι εγώ και μου ανακοίνωσαν ότι ταυτοποιήθηκε η σορός. Ο γιος μου επέστρεφε από την εργασία του στο σπίτι μας στο Μαραθωνα. Εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου, όπως τον λέμε πια» είπε ο μάρτυρας.

Δίκη για το Μάτι

eurokinissi

Η μητέρα μου είχε μουμιοποιηθεί

Τις αγωνιώδεις προσπάθειες του να σώσει τους γονείς του από τη φωτιά περιέγραψε ο Ευάγγελος Κωστόπουλος, που έχασε τη μητέρα του, ενώ κατάφερε να βοηθήσει τον πατέρα του, ο οποίος όμως βρίσκεται σε τραγική κατάσταση.

«Στην κατηφόρα προς το κόκκινο λιμανάκι είδα τον πρώτο νεκρό. Κάρβουνο. Ένας άλλος με μηχανάκι είχε κοκαλώσει και κοίταζε. Έφτασα κοντά στο σπίτι. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Δεν καταλάβαινες αν το σπίτι σου υπάρχει ή όχι. Δυο αμάξια καιγόντουσαν έξω από το σπίτι μας. Έτρεχαν όλα αλουμίνια ζάντες. Βρήκα τη μητέρα μου πεσμένη πίσω από το σπίτι. Κάηκε από το θερμικό κύμα. Είχε μουμιοποιηθεί. Η φλόγα ήταν 5 μέτρα από εκείνη. Προσπάθησα να πλησιάσω κι έπεσα κάτω. Απομακρύνθηκα και φώναζα στον πατέρα μου. Εκείνος φώναζε αλλά ήταν κάτω, καιγόταν η κουζίνα. Ήταν καμένος στα χέρια και τα πόδια. Μπήκα έρποντας, τον τράβηξα…». Ο πατέρας του μαρτυρα διασωληνώθηκε αμέσως και πέρασε δυο μήνες στο νοσοκομείο. «Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση του. Θα ήθελε να έχει φύγει» είπε κλείνοντας την κατάθεση του.

Δίκη για το Μάτι: Μου απέκρυψαν πως η μητέρα μου ήταν νεκρή

Τη σκυτάλη των μαρτυρικών καταθέσεων πήρε η Παναγιώτα Μαλαίνου η οποία έχασε στην πύρινη λαίλαπα τη μητέρα της, που βρισκόταν εκεί με την ανιψιά της.

«Όταν είδαν τη φωτιά έφυγαν να πάνε 4 πολυκατοικίες πιο δίπλα σε μια φιλική οικογένεια να φύγουν με το αμάξι τους. Όμως το αυτοκίνητο είχε εγκλωβιστεί στην αυλή.

Έφυγαν με τα πόδια και πήγαν στην Αργυρά Ακτή. Εκεί έπεφταν πέτρες, καύτρες, ξύλα. Ο άνεμος τράβηξε σαν σκούπα όλα όσα έπεφταν. Η ανιψιά μου διασώθηκε από ένα ψαράδικο. Η θάλασσα τη μητέρα μου την παρέσυρε στη Λούτσα, τη συνέλεξε κι εκείνη το ψαροκάικο, αλλά ήταν νεκρή…» ανέφερε φορτισμένη η μάρτυρας.

Δίκη για το Μάτι

eurokinissi

Μάλιστα, υποστήριξε στη δίκη για το Μάτι πως όταν αναζητούσε τα συγγενικά της πρόσωπα, οι Αρχές γνώριζαν πως η μητέρα της ήταν ανάμεσα στους νεκρούς αλλά το απέκρυψαν. «Κλήθηκα να την αναγνωρίσω μέρες μετά. Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι πρησμένη από τον πνιγμό. Την είδα και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα» είπε και ξέσπασε σε κλάματα λέγοντας προς το δικαστήριο: «Γιατί έκλεισαν οι δρόμοι; Γιατί εγκλωβίστηκαν έτσι οι άνθρωποι; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα είμαι στη Βυρηττό; Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα πάντα σβηστά και λιωμένα. Ένιωσα τον τρόμο που βίωσε αυτό το παιδάκι, που έχασε τη γιαγιά της…».

Δίκη για το Μάτι: Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα

Ακολούθησε η κατάθεση του Έκτορα Διαμαντίδη, που έχασε τη μητέρα του στη φωτιά. «Η μητέρα μου ήταν στην θάλασσα εκείνη την ημέρα και εγώ στο Μαρούσι εργαζόμουν. Όταν είδα ότι η φωτιά πάει προς Καλλιτεχνούπολη άρχισα να καλώ την μητέρα μου και δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 την βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δε πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα. «Έκτωρα τρέχω να σωθώ καίγομαι» μου είπε. Κάλεσα τον αδελφό της μητέρας μου, την Πυροσβεστική, την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απόντες. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει μέσα στο σπίτι. Έπαθα κρίση πανικού» είπε ο μάρτυρας.

Δίκη για το Μάτι

eurokinissi

Όταν κατάφερε να φτάσει στο σπίτι όλα καιγόντουσαν γύρω. «Όταν φτάσαμε ένα κομμάτι του σπιτιού μισοκαίγονταν. Ο πατριός μου και εγώ μπήκαμε μέσα. Δεν ξέραμε που πατούσαμε αν θα υποχωρήσει το σπίτι ολόκληρο Είχαμε ανοίξει τα φλας των κινητών για να βλέπουμε. Κάποια στιγμή ο θείος έστρεψε το φακό προς τη κουζίνα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ο πατριός μου να ουρλιάζει στον πατέρα μου «Γιώργο μη».  Έχω κενό μνήμης μου τα είπαν μετά. Με άρπαξαν και με έβγαλαν έξω» είπε και συνέχισε: «Να βλέπεις τη μητέρα σου να βγαίνει σε ένα φορείο πάνω σε πορτοκαλί σακούλι δεν είναι ότι πιο ευχάριστο. Δεν ήρθε να τη παραλάβει ασθενοφόρο. Πήγαμε στο Γουδί. Η κατάσταση εκεί ήταν εφιαλτική. Γονείς και άνθρωποι ούρλιαζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχιστό. Μας παίζανε μπαλάκι. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγε να πάρει τη μητέρα μου μας είπαν να μην τη δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχίζονταν».

Δίκη για το Μάτι: Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα

Ο σύζυγος της μητέρας του προηγούμενου μαρτυρα ανέβηκε στο βημα του μάρτυρα αμέσως μετά για να περιγράψει τις τελευταίες στιγμές με τη σύντροφο του μέσα στο σπίτι τους στο Νέο Βουτζά. «Εκείνη την ημέρα η Τάνια μου ζήτησε να φάμε στη τραπεζαρία. Ίσως διαισθάνονταν ότι θα ήταν το τελευταίο γεύμα που θα κάναμε μαζί. Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Στις 5:20 της είπα «ντύσου εσύ, θα πάω στον Άγιο Ιωάννη να δω τι γίνεται», ανέφερε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Επέστρεψα στο σπίτι. Έβαλα το αμάξι μέσα στο γκαράζ. Είπα και στους γείτονες μας «να φεύγουμε καιγόμαστε». Η Τάνια μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Κοσμήματα, χρήματα και χαρτιά. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι δεν την έβλεπα. Φώναζα «Τάνια, Τάνια». Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί. Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο  σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει» ανέφερε ο Γιώργος Καΐρης.

Τα πάντα γύρω του φλέγονταν και ο μάρτυρας βρήκε ένα τηλέφωνο περαστικού και άρχισε να καλεί τη σύντροφο του. «Μου είπε: «Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω». Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα:  «Μη φοβάσαι, της έδωσα το λόγο μου: «Θα ανέβω να σε πάρω». Πως μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωή σου και δεν τον έσωσες.  Δεν ξέρω πως υπάρχω. … Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας το σταμάτησα. «Βοήθησε με. Η γυναίκα μου ζει πάμε  να την πάρουμε» τους είπα. Γύρισε και μου είπε: «Εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά και σηκώθηκε και έφυγε».

Δίκη για το Μάτι

eurokinissi

Δίκη για το Μάτι: Μόνο ένα γιατρό είδα, διασώστη

Ώρες αργότερα κατάφερε να εντοπίσει τη γυναίκα του νεκρή. Περιγράφοντας στο δικαστήριο τις δραματικές στιγμές που έζησε, είπε: «Μπήκαμε στο σπίτι. Εγώ ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα και πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβη. Μιλώ για τον κ. Πορτοζούδη. Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς. Μόνο ένα γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει «δεν μπορώ είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα… Μετά από όλο αυτό δεν είχα που να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο πολιτιστικό κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκε ένας άνθρωπος και δυο κυρίες που μας επέτρεψαν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει «φύγετε;». Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; (δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ότι απέμεινε από τον  έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε.  Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ