Βολές Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων: «Δογματικώς προβληματικό και εγκληματοπολιτικώς άστοχο το νομοσχέδιο με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα»

Η Ένωση μιλάει για «επιχείρηση δημιουργίας (ψευδ)αίσθησης ασφάλειας στους πολίτες με την συμβολική απειλή σκληρών ποινών (που) υπονομεύεται με την χαλάρωση της αντιμετώπισης της μικρής και μεσαίας εγκληματικότητας, του βασικού, δηλαδή, παράγοντος ασφάλειας στην καθημερινότητα των πολιτών»

NEWSROOM
Βολές Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων: «Δογματικώς προβληματικό και εγκληματοπολιτικώς άστοχο το νομοσχέδιο με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα»

Συνολική ευθεία αντίθεση στο νομοσχέδιο με τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που θα εισαχθεί το προσεχές διάστημα στη Βουλή εκφράζει η Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων στην αποτίμηση που έγινε. Η Ένωση (πρόεδρός της ο καθηγητής Ηλίας Αναγνωστόπουλος) αποτιμά θετικά τις αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας «..έστω και αν ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι εκτεθειμένες σε αντίλογο» , πλην εξαπολύει βολές για τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα , μιλώντας για νομοσχέδιο «συνολικώς αποτιμώμενο, δογματικώς προβληματικό και εγκληματοπολιτικώς άστοχο».

Η Ενωση αναφερόμενη στο τμήμα του ν/σ που αφορά τον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 1 έως 93) μιλάει «για επιχείρηση δημιουργίας (ψευδ)αίσθησης ασφάλειας στους πολίτες με την συμβολική απειλή σκληρών ποινών υπονομεύεται με την χαλάρωση της αντιμετώπισης της μικρής και μεσαίας εγκληματικότητας, του βασικού, δηλαδή, παράγοντος ασφάλειας στην καθημερινότητα των πολιτών».

Και καταλήγει σε αυτό χαρακτηρίζοντας «συστηματικώς άστοχες έως χονδροειδείς αλλαγές σε βασικές διατάξεις του ΠΚ με σκοπό την – αναγορευόμενη σε καθοδηγητική αρχή – «αυστηροποίηση» των ποινών και του τρόπου έκτισής τους» από τη μια, τη στιγμή που από την άλλη , «αποδυναμώνεται η χρηματική ποινή, που υποβιβάζεται σε απλό χρέος προς το Δημόσιο αν ο καταδικασθείς αρνείται να υποβληθεί στην εκτέλεσή της, και συρρικνώνεται η ποινή της κοινωφελούς εργασίας, την εφαρμογή της οποίας έσπευσε να αναστείλει από το 2019 ο νομοθέτης».

Εργαλεία τιμωρίας

Οι Ελληνες Ποινικολόγοι (ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ) περιγράφουν ως «τιμωρητικές» τις  παρεμβάσεις στις διατάξεις που διέπουν την αναστολή και την έκτιση των ποινών για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, που έχουν ως αποτέλεσμα να «μετατρέπουν πολύτιμους σωφρονιστικούς θεσμούς, όπως η απόλυση υφ’ όρον, σε εργαλεία τιμωρίας, εξουδετερώνοντας την ειδική πρόληψη και την κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων ως πρωταρχικούς σκοπούς της έκτισης των ποινών». 

Αναφερόμενοι δε σε ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις , υποστηρίζουν πως «υπηρετούν πολιτικούς-επικοινωνιακούς στόχους, «εμπνεόμενες» από θεαματικές υποθέσεις της επικαιρότητας ή πρόσφατες φυσικές καταστροφές. Ο ποινικός νομοθέτης εμφανίζεται έτσι να υποτάσσεται σε εφήμερες «ανάγκες» ικανοποίησης του -απροσδιορίστου περιεχομένου- «περί δικαίου αισθήματος»  με την επίδειξη τιμωρητικής πυγμής, θυσιάζοντας στον βωμό της επικαιρότητας τους αυθεντικούς σκοπούς της ποινικής δικαιοδοτικής λειτουργίας».  

Διαφωνία για τα ισόβια

Η Ενωση εκφράζει ξεκάθαρη διαφωνία για την κατάργηση της διαζευκτικής πρόβλεψης ισόβιας και πρόσκαιρης κάθειρξης (π.χ. στην ανθρωποκτονία)  ή φυλάκισης και χρηματικής ποινής, και ο αποκλεισμός της κατ’ οίκον έκτισης του υπολοίπου της ποινής για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Κι αυτό γιατί όπως αναφέρει «το νομοσχέδιο εκδηλώνει αδικαιολόγητη δυσπιστία προς τους δικαστές επιλέγοντας τον υπέρμετρο περιορισμό της – αυτονόητης σε ένα σύγχρονο φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο –  δυνατότητάς τους να εξατομικεύουν την ποινική μεταχείριση».

Τιμωρητική εκτροπή

Αναφερόμενη μάλιστα στη διεύρυνση του αδικήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων (με την οποία διαφωνεί η Ενωση Συντακτών)  κάνει λόγο για «τιμωρητική εκτροπή του νομοσχεδίου»  καθώς «απειλεί την ελευθερία της έκφρασης, ενώ η διάπλαση κοινώς επικινδύνων αδικημάτων (εμπρησμός κ.λπ.) ως εγκλημάτων δυνητικής (αντί της ισχύουσας συγκεκριμένης) διακινδύνευσης εγκυμονεί τον κίνδυνο «επιθετικής» διωκτικής πρακτικής εις βάρος της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της αναλογικότητας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΙΣ ΣΥΝΟΛΙΚΈΣ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕΠ

Ακολουθεί η συνοπτική αξιολόγηση: ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

«Συνοπτική Αξιολόγηση του Σχ/Ν «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»

  1. Σύμφωνα με το επισπεύδον Υπουργείο Δικαιοσύνης, βασικός στόχος του νομοσχεδίου είναι η «δημιουργία κλίματος ασφάλειας για τους πολίτες, αλλά και [η] αποκατάσταση της πεποίθησης, ότι κανένα έγκλημα δεν μένει ατιμώρητο». Ο στόχος αυτός υπηρετείται, κατά την Αιτιολογική Έκθεση, με «την αυστηροποίηση των ποινών σε σοβαρά εγκλήματα κακουργηματικής φύσεως, όπως η ανθρωποκτονία, ο βιασμός, η θανατηφόρα ληστεία, αλλά και [με] [την] αυστηροποίηση της απόλυσης των καταδίκων υπό όρο». Επίσης, το νομοσχέδιο εισάγει, κατά το Υπουργείο, «διατάξεις που στόχο έχουν να αντιμετωπίσουν τις δυσλειτουργίες που παρατηρήθηκαν κατά την προηγούμενη διετία εφαρμογής των νέων κωδίκων και να αποκαταστήσουν την ασφάλεια δικαίου».
  2. Το τμήμα του νομοσχεδίου που αφορά τον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 1 έως 93) είναι, συνολικώς αποτιμώμενο, δογματικώς προβληματικό και εγκληματοπολιτικώς άστοχο.

Πράγματι, εν ονόματι της «ασφάλειας» των πολιτών επιχειρούνται αποσπασματικές παρεμβάσεις τόσο στο Γενικό Μέρος όσο και στο Ειδικό Μέρος του ΠΚ, οι οποίες διασπούν την συνοχή του ΠΚ, αποσυντονίζουν τις ρυθμίσεις του και υπονομεύουν τον εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό του συστήματος των κυρώσεων που επέφερε ο ισχύων ΠΚ, σύμφωνα με την κρατούσα στην επιστήμη άποψη (βλ. Άννα Μπενάκη-Ψαρούδα, Προβλήματα της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα και οι νέοι ποινικοί κώδικες, Ποινικά Χρονικά 2020, σελ. 3 επ., Τόνια Τζαννετάκη, Το Σωφρονιστικό Σύστημα και το νέο Σύστημα Ποινών του ΠΚ: η προσπάθεια για την επίτευξη μιας υγιούς σχέσης, Ποινικά Χρονικά 2019, σελ. 409 επ.).

Από τη μία πλευρά, προτείνονται συστηματικώς άστοχες έως χονδροειδείς αλλαγές σε βασικές διατάξεις του ΠΚ με σκοπό την – αναγορευόμενη σε καθοδηγητική αρχή – «αυστηροποίηση» των ποινών και του τρόπου έκτισής τους· από την άλλη, αποδυναμώνεται η χρηματική ποινή, που υποβιβάζεται σε απλό χρέος προς το Δημόσιο αν ο καταδικασθείς αρνείται να υποβληθεί στην εκτέλεσή της, και συρρικνώνεται η ποινή της κοινωφελούς εργασίας, την εφαρμογή της οποίας έσπευσε να αναστείλει από το 2019 ο νομοθέτης. Έτσι, η επιχείρηση δημιουργίας (ψευδ)αίσθησης ασφάλειας στους πολίτες με την συμβολική απειλή σκληρών ποινών υπονομεύεται με την χαλάρωση της αντιμετώπισης της μικρής και μεσαίας εγκληματικότητας, του βασικού, δηλαδή, παράγοντος ασφάλειας στην καθημερινότητα των πολιτών.

Επιπλέον, οι τιμωρητικές παρεμβάσεις στις διατάξεις που διέπουν την αναστολή και την έκτιση των ποινών για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μετατρέπουν πολύτιμους σωφρονιστικούς θεσμούς, όπως η απόλυση υφ’ όρον, σε εργαλεία τιμωρίας, εξουδετερώνοντας την ειδική πρόληψη και την κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων ως πρωταρχικούς σκοπούς της έκτισης των ποινών.

Είναι εξ άλλου φανερό ότι ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις υπηρετούν πολιτικούς-επικοινωνιακούς στόχους, «εμπνεόμενες» από θεαματικές υποθέσεις της επικαιρότητας ή πρόσφατες φυσικές καταστροφές. Ο ποινικός νομοθέτης εμφανίζεται έτσι να υποτάσσεται σε εφήμερες «ανάγκες» ικανοποίησης του -απροσδιορίστου περιεχομένου- «περί δικαίου αισθήματος»  με την επίδειξη τιμωρητικής πυγμής, θυσιάζοντας στον βωμό της επικαιρότητας τους αυθεντικούς σκοπούς της ποινικής δικαιοδοτικής λειτουργίας.

Ακόμη, το νομοσχέδιο εκδηλώνει αδικαιολόγητη δυσπιστία προς τους δικαστές επιλέγοντας τον υπέρμετρο περιορισμό της – αυτονόητης σε ένα σύγχρονο φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο –  δυνατότητάς τους να εξατομικεύουν την ποινική μεταχείριση. Εδώ ανήκει η κατάργηση της διαζευκτικής πρόβλεψης ισόβιας και πρόσκαιρης κάθειρξης ή φυλάκισης και χρηματικής ποινής, και ο αποκλεισμός της κατ’ οίκον έκτισης του υπολοίπου της ποινής για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων. Ο νομοθέτης φαίνεται έτσι να σφετερίζεται αρμοδιότητες που δεν του ανήκουν, διακατεχόμενος από τον στερούμενο πραγματικού ερείσματος φόβο, ότι οι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του ΠΚ δεν θα είναι αρκούντως «αυστηροί», και αναπαράγοντας επικίνδυνα στερεότυπα περί «επιεικούς» μεταχείρισης των παραβατών από τα δικαστήρια.

Η τιμωρητική εκτροπή του νομοσχεδίου εκδηλώνεται με ανησυχητικό τρόπο με την δικαιοπολιτικώς επικίνδυνη διεύρυνση του αδικήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων (άρθρο 36 του Σχ/Ν) που απειλεί την ελευθερία της έκφρασης, ενώ η διάπλαση κοινώς επικινδύνων αδικημάτων (εμπρησμός κ.λπ.) ως εγκλημάτων δυνητικής (αντί της ισχύουσας συγκεκριμένης) διακινδύνευσης εγκυμονεί τον κίνδυνο «επιθετικής» διωκτικής πρακτικής εις βάρος της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της αναλογικότητας.

Το επισπεύδον Υπουργείο Δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι με το Σχ/Ν αντιμετωπίζονται δυσλειτουργίες που παρατηρήθηκαν κατά την διετή εφαρμογή του ΠΚ. Αυτό εν τούτοις ισχύει μόνον για μικρό μέρος των προτεινόμενων τροποποιήσεων. Άλλωστε, η αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας δεν επιτρέπει ακόμη την ψύχραιμη και ώριμη αποτίμηση της εφαρμογής του νέου ΠΚ, ενώ η νομολογία έχει αντιμετωπίσει με εν πολλοίς επιτυχή τρόπο τα ζητήματα διαχρονικού δικαίου που ανακύπτουν και επιδεικνύει αξιέπαινη ικανότητα προσαρμογής στις καινοτομίες του νέου νομοθετήματος. Το Σχ/Ν, αντιθέτως, δεν θα ενισχύσει την ομαλή προσαρμογή της νομολογίας στον νέο ΠΚ αλλά διαταράσσει, πρόωρα και χωρίς επαρκή λόγο, την ομαλή και ασφαλή εφαρμογή των διατάξεών του και θα προκαλέσει το ίδιο πλείστα προβλήματα στην δικαστηριακή πρακτική.

  1. H γενική αποτίμηση των τροποποιήσεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι θετική, έστω και αν ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι εκτεθειμένες σε αντίλογο.

Αναμφίβολα όχι μόνο εύστοχη, αλλά και επιβεβλημένη είναι η προσαρμογή διατάξεων του ΚΠΔ σε πρόσφατες νομοθετικές μεταβολές, όπως λ.χ. η ίδρυση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ν. 4622/2020), τα πορίσματα της οποίας υποκαθιστούν πλέον την προκαταρκτική εξέταση ( βλ. άρθρο 99 Σχ/Ν), η κατάργηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς (Ν. 4745/2020), απόρροια της οποίας είναι η μεταβολή του αρμοδίου για το χαρακτηρισμό ενός μάρτυρα ως δημοσίου συμφέροντος οργάνου (βλ άρθρο 98 Σχ/Ν) καθώς επίσης και η διόρθωση των δικονομικών αρρυθμιών που δημιουργεί σήμερα ο κατά πλάσμα δικαίου πλημμεληματικός χαρακτήρας των πράξεων των ανηλίκων σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αξιόποινες πράξεις των ενηλίκων (βλ. άρθρα 97 Σχ/Ν για την υποχρεωτική διενέργεια  προκαταρκτικής εξέτασης σε πράξεις ανηλίκων και 120 Σχ/Ν για τη δυνατότητα του Ανακριτή να επιβάλει αναμορφωτικά μέτρα στον ανήλικο).

Θετικώς αποτιμώνται οι διατάξεις του Σχ/Ν, με τις οποίες αφενός ενισχύονται τα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου σε διάφορα στάδια της ποινικής δίκης (βλ. άρθρο 101 Σχ/Ν για τον υποχρεωτικό διορισμό συνηγόρου στον ανήλικο κατηγορούμενο κατά την ανάκριση, άρθρο 127 Σχ/Ν για τον υποχρεωτικό διορισμό συνηγόρου στο ακροατήριο και όταν πρόκειται για πλημμελήματα τιμωρούμενα με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, άρθρο 128 Σχ/Ν για την οίκοθεν υποχρέωση του δικαστηρίου να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για την πιθανολογούμενη μεταβολή της κατηγορίας, άρθρο 150 Σχ/Ν για την υποχρέωση του Εισαγγελέα του ΑΠ να καταθέτει σημείωμα πριν από την ορισθείσα δικάσιμο) και αφετέρου θωρακίζονται ακόμη περισσότερο ήδη υφιστάμενες δικαιοκρατικές εγγυήσεις, όπως είναι λ.χ. τα άρθρα 111 και 113 Σχ/Ν, σύμφωνα με τα  οποία η μαρτυρία του συγκατηγορουμένου και η εξ ακοής μαρτυρία λαμβάνονται υπόψη, μόνον εφόσον  αναφέρονται ρητά στην απόφαση τα λοιπά  αποδεικτικά στοιχεία, που στηρίζουν την καταδίκη.

Όπως εκτίθεται αναλυτικά στις παρατηρήσεις επί των επί μέρους άρθρων  ορισμένες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις υπόκεινται σε αμφισβήτηση,  η οποία ωστόσο εκφράζει απλώς  μία διαφορετική αντίληψη στα επί μέρους ζητήματα. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι τροποποιήσεις που αφορούν στην εκκρεμοδικία (άρθρο 99 Σχ/Ν), στην περιορισμένη διεύρυνση της αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου με την προσθήκη των δασικών κακουργημάτων (άρθρο 102 Σχ/Ν), στην καθιέρωση ειδικής δωσιδικίας επί κακουργημάτων αρμοδιότητας του Μονομελούς Εφετείου (άρθρο 103 Σχ/Ν). Το ίδιο ισχύει ακόμη και για τις διατάξεις του Σχ/Ν, με τις οποίες επαναφέρονται οι ρυθμίσεις του παλαιού ΚΠΔ, όπως λ.χ.  στη διαπίστωση του κακουργηματικού χαρακτήρα  του εκδικαζομένου πλημμελήματος (άρθρο 107 Σχ/Ν) ή της  αναρμοδιότητας του πρωτοδίκου δικαστηρίου (άρθρο 108 Σχ/Ν) και  στη διεύρυνση των λόγων έφεσης κατά βουλεύματος με την προσθήκη της έλλειψης νόμιμης βάσης (άρθρο 137 Σχ/Ν).

Παρά ταύτα δύο από τις διατάξεις του Σχ/Ν εκτίθενται σε σοβαρότερο αντίλογο, ο οποίος  αμφισβητεί την ανταπόκριση των προτεινόμενων ρυθμίσεων σε θεμελιώδεις δικαιοκρατικές αρχές. Πρόκειται για το άρθρο  110 Σχ/Ν , το οποίο σε αντίυεση με την απόφαση ΟλΑΠ 1/2017 αποκλείει τη δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου κατά τη λήψη γενετικού υλικού (DNA) στο πλαίσιο αυτόφωρου εγκλήματος και προεχόντως το άρθρο 115 Σχ/Ν, το οποίο προβλέπει  τη μη εμφάνιση του ενηλίκου θύματος γενετησίου εγκλήματος στο ακροατήριο και την ηλεκτρονική προβολή ή ανάγνωση της προδικαστικής κατάθεσής του. Η παρατηρούμενη σε μεγαλύτερη κλίμακα στις τροποποιήσεις του ΠΚ εξυπηρέτηση πρόσκαιρων  επικοινωνιακών στόχων φαίνεται ότι επηρέασε  καθοριστικά το  περιεχόμενο  του άρθρου 115 Σχ/Ν, το οποίο  υπό το κράτος  της τρέχουσας δικαστηριακής επικαιρότητας  επιφέρει αδικαιολόγητο πλήγμα στο κατοχυρωμένο στο άρθρο 6 παρ. 3 δ΄ΕΣΔΑ δικαίωμα αντιπαράθεσης του κατηγορουμένου με το μάρτυρα κατηγορίας».

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr