Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Μάγια Μήνα: “Δε μπορεί σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να δικάζει δικαστής που είναι «εχθρός» της μητέρας του κατηγορούμενου”

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Μάγια Μήνα: “Δε μπορεί σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να δικάζει δικαστής που είναι «εχθρός» της μητέρας του κατηγορούμενου”

Σε μια απόφαση που ενισχύει την αρχή της αμεροληψίας των δικαστών προχώρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου(Škrlj κατά Κροατίας της 11.07.2019), το οποίο έκρινε ότι παραβιάζεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη του κατηγορουμένου σε περίπτωση μη εξαίρεσης δικαστή που έχει προσωπική εμπάθεια προς την μητέρα του.

Αναλύει η δικηγόρος Μάγια Μήνα*

Η τροχαία «έγραψε» τον  προσφεύγοντα για  δύο τροχαίες παραβιάσεις και αυτός υπέβαλε ενστάσεις κατά των κλήσεων. Στο Πταισματοδικείο που εκδίκαζε τις ενστάσεις του, συμμετείχε δικαστής ο οποίος είχε προσωπικές διαφορές με την μητέρα του προσφεύγοντος. Παρότι ο ίδιος δικαστής είχε δηλώσει ότι απέχει σε προηγούμενη δίκη με τον ίδιο κατηγορούμενομόλις λίγες ημέρες πριν, στη συγκεκριμένη περίπτωση αρνήθηκε να απέχει από την δίκη και καταδίκασε τον προσφεύγοντα.

Ο δικαστής οφείλει να απέχει όταν αμφισβητείται νομίμως η αμεροληψία του.

Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, ο δικηγόρος του είχε ζητήσει μέσω φαξαπό το Δικαστήριο την εξαίρεση του συγκεκριμένου δικαστήαπό την υπόθεση του, προκειμένου να εξαλειφθούν  τυχόν αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του. Η κυβέρνηση, αντίθετα, δήλωσε ότι το δικαστήριο δεν είχε λάβει ποτέ ένα τέτοιο φαξ.

Ο ανωτέρω δικαστής εκδίκασε τελικώς την υπόθεση, επιβάλλοντας στον προσφεύγοντα πρόστιμο περίπου 130 ευρώ, και μάλιστα χωρίς ούτε αυτός, ούτε ο δικηγόρος του να παρίστανται στην ακροαματική διαδικασία. Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, δηλώνοντας ότι σε μια άλλη σειρά διαδικασιών πταισματικών παραβάσεων που τον αφορούσαν, ο δικαστής είχε συμφωνήσει να απέχει, καθώς είχε παραδεχτεί ότι πράγματι υπήρχε εχθρότητα μεταξύ του ιδίου και της μητέρας του προσφεύγοντος, η οποία ήταν επίσης μέλος του δικαστικού σώματος και είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν.Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη.

Κατά την άποψη του Στρασβούργου, το γεγονός αυτό δημιουργούσε μια κατάσταση ικανή να εγείρει εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή, αμφιβολίες που δεν ήταν χωρίς αντικειμενική αιτιολόγηση και ήταν επίσης ικανές να θέσουν ένα ζήτημα στο πλαίσιο της «υποκειμενικής δοκιμασίας», αποκαλύπτοντας την προσωπική προκατάληψη που προκλήθηκε από την εμπάθεια του δικαστή απέναντι στη μητέρα του προσφεύγοντος.Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι κάθε δικαστής σε σχέση με τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να αμφισβητείται η αμεροληψία του, πρέπει να απέχει. Δεδομένου ότι αυτό δε συνέβη στη συγκεκριμένη υπόθεση, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης όσον αφορά την απαίτηση μίας αμερόληπτης δικαστικής διαδικασίας.

Η συγκεκριμένη απόφαση του Στρασβούργου είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς επιβεβαιώνει την αρχή κατά την οποία «η δικαιοσύνη πρέπει όχι μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται ορθά». Ο προσφεύγων, εν προκειμένω, κατήγγειλε για αμεροληψία τα κροατικά δικαστήρια, ισχυριζόμενος ότι η υπόθεσή του δεν είχε εκδικαστεί από αμερόληπτο δικαστήριο εξαιτίας της συμμετοχής σε αυτό δικαστή που είχε εχθρότητα με τη μητέρα του. Μάλιστα, οι αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστή δεν βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο σε ισχυρισμούς του ιδίου, αλλά και σε δήλωση του ανωτέρω δικαστή, ο οποίος με αφορμή υπόθεση λίγες ημέρες πριν από την επίδικη είχε παραδεχτεί την εχθρική του σχέση με τη μητέρα του κατηγορούμενου (επίσης δικαστή!) και είχε αυτό-εξαιρεθεί. Φυσικά, με βάση το μικρό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο δικαστικές διαδικασίες, δεν θα ήταν δυνατό να γίνει πειστικό το επιχείρημα ότι είχε πλέον παύσει η έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στους δύο αυτούς δικαστές.

Το ενδιαφέρον της απόφασης, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι το ΕΔΔΑ δεν προχώρησε καν στην εξέταση του ζητήματος του εάν ο προσφεύγων έθεσε θέμα αμεροληψίας στο δικάζον δικαστήριο ή όχι (ο ίδιος είχε ισχυριστεί ότι απέστειλε ένα φαξ με το οποίο ζητούσε από το δικαστήριο να εξαιρέσει το συγκεκριμένο δικαστή, ενώ η Κυβέρνηση απάντησε ότι δεν το είχε λάβει ποτέ).Αντίθετα, έκρινε ότι ήταν αρμοδιότητα του ίδιου του Δικαστή, ο οποίος γνώριζε τις περιστάσεις περί εχθρότητας με την μητέρα του κατηγορουμένου, να ζητήσει από μόνος του από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου να εξαιρεθεί. Με αυτόν τον τρόπο, το ΕΔΔΑ τοποθέτησε την αρχή της αμεροληψίας στη σωστή της θέση, όχι στο επίπεδο των ισχυρισμών και ενστάσεων του κατηγορούμενου, αλλά σε ένα υποχρεωτικό επίπεδο διάγνωσης εκ μέρους του δικαστή των πραγματικών συνθηκών που δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για την αμεροληψία του δικαστηρίου.

Ούτε έχει σημασία ο εν τοις πράγμασι ρόλος του δικαστή στη δίκη ως προς την ενοχή και την ποινή και άρα το κατά πόσο ο κατηγορούμενος άσκησε τα δικονομικά του δικαιώματα προς υπεράσπισή του ή ακόμα εάν η καταδικαστική απόφαση βασίστηκε σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, καθώς σύμφωνα με το Δικαστήριο αρκεί και μόνο το γεγονός ότι ο προσφεύγων υποβλήθηκε στην κρίση ενός δικαστικούοργάνου, το οποίο όφειλε τόσο να είναι, όσο και να δείχνει αμερόληπτο στο πλαίσιο της εμπιστοσύνης που πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Επομένως, ορθώς το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης του προσφεύγοντος κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο εθνικό Συνταγματικό Δικαστήριο θα μπορούσε, έστω μεταγενέστερα, να είχε θεραπεύσει την έλλειψη αμεροληψίας του κατώτερου δικαστηρίου, πριν αυτή αχθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ.

*Δικηγόρος, ΜΔΕ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου Νομικής ΕΚΠΑ

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr