Ευρωκαταδίκη της Ελλάδας για υπερβολική αστυνομική βία και ανεπαρκή έρευνα των Αρχών – Ορίστηκε αποζημίωση 52.000 ευρώ
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαπίστωσε απάνθρωπη μεταχείριση σε βάρος των προσφευγόντων κατά τη σύλληψή τους.
Χρήση υπερβολικής βίας από τους αστυνομικούς για να ξεπεράσουν την υποτιθέμενη αντίσταση των δύο από τους τρεις προσφεύγοντες κατά την σύλληψή τους και απάνθρωπη μεταχείριση σε βάρος τους υπήρξαν οι διαπιστώσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά την εξέταση υπόθεσης τριών ατόμων που ανήκουν στην εθνοτική ομάδα των Ρομά.
Όπως αναφέρεται, στις 8 Οκτωβρίου 2016 ήταν επιβάτες σε αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ένα τέταρτο άτομο. Κάποια στιγμή, η αστυνομία άρχισε να τους καταδιώκει. Οι προσφεύγοντες ζήτησαν από τον οδηγό να σταματήσει το αυτοκίνητο, αλλά εκείνος αύξησε την ταχύτητα και λίγο αργότερα, το αυτοκίνητο της αστυνομίας συγκρούστηκε με το αυτοκίνητό τους. Ο οδηγός και οι τρεις επιβαίνοντες εγκατέλειψαν το σημείο για να αποφύγουν τη σύλληψη και εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο στην οδό Καρόλου Κουν στην Αθήνα.
Οι τρεις προσφεύγοντες κρύφτηκαν σε μπαλκόνι διαμερίσματος στην οδό Καρόλου Κουν 21. Ένας γείτονας, που τους είδε, ειδοποίησε την αστυνομία. Οι προσφεύγοντες ξάπλωσαν στο έδαφος για να διευκολύνουν τη σύλληψή τους. Ωστόσο, οι αστυνομικοί εξέφρασαν ρατσιστικές ύβρεις και άσκησαν σωματική βία κατά τη σύλληψη των προσφευγόντων, κατά τη μεταφορά τους με περιπολικό στο αστυνομικό τμήμα των Άνω Λιοσίων και κατά τη διάρκεια της κράτησής τους – προκαλώντας τους σοβαρούς τραυματισμούς.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι αστυνομικοί άσκησαν βία σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να τους αναγκάσουν να ομολογήσουν ότι είχαν διαπράξει ποινικά αδικήματα και προκειμένου να αποσπάσουν το όνομα του οδηγού (ο οποίος είχε διαφύγει).
Ανέφεραν επίσης ότι κατά τη σύλληψή τους, υπέστησαν σωματική βία (κλωτσιές, γροθιές), από αστυνομικούς και χρησιμοποιήθηκαν εναντίον τους ρατσιστικές προσβολές. Υποστήριξαν ότι η έρευνα σχετικά με τις καταγγελίες τους ήταν ανεπαρκής και δεν διερευνήθηκε η καταγγελία περί φυλετικών διακρίσεων και ότι οι ενέργειες της αστυνομίας υποκινήθηκαν από την εθνότητά τους ως Ρομά.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι υπήρξε: α) αναποτελεσματική έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς κακομεταχείρισης των τριών προσφευγόντων Ρομά, από την αστυνομία κατά τη σύλληψη, μεταφορά και κράτησή τους στο αστυνομικό τμήμα, β) παράλειψη των αρχών να λάβουν όλα τα δυνατά μέτρα για να διερευνήσουν εάν οι διακρίσεις σε βάρος τους ως Ρομά μπορούσαν να έπαιξε ρόλο στα επίμαχα γεγονότα και διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και σε συνδυασμό με το άρθρο 14.
Για τους λόγους αυτούς επιδίκασε αποζημίωση για ηθική βλάβη 20.000 ευρώ στον πρώτο προσφεύγοντα, 12.000 ευρώ στον δεύτερο και 20.000 ευρώ στον τρίτο.
Τι έδειξαν τα τραύματα των προσφευγόντων
Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλές ελλείψεις σε όλα τα στάδια της έρευνας, την έλλειψη ιατροδικαστικής εξέτασης, τις αποκλίσεις μεταξύ των καταθέσεων των αστυνομικών που συνέλαβαν (οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση την πληρότητα της έρευνας) και τη διάρκεια της ποινικής και της διοικητικής έρευνας, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Κυβέρνησης ως προς την υποτιθέμενη έλλειψη της ιδιότητας του θύματος των προσφευγόντων και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 υπό τη διαδικαστική του πτυχή.
Ως προς την ουσιαστική πτυχή αναφέρει:
(i) Πρώτος προσφεύγων
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σύμφωνα με τα έγγραφα του νοσοκομείου, ο πρώτος προσφεύγων είχε τραυματιστεί σε βάθος δέκα εκατοστών στο όσχεο. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της επίσημης έρευνας, ότι δηλαδή, όλα τα τραύματα των προσφευγόντων είχαν προκληθεί είτε ως αποτέλεσμα της πτώσης από γέφυρα ή του τροχαίου δυστυχήματος ή κατά την προσπάθειά τους να αντισταθούν στη σύλληψη, δεν φάνηκαν πειστικές όσον αφορά το συγκεκριμένο τραύμα (το οποίο από τη φύση του δεν θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα αυτών των περιστάσεων). Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την εξήγηση του ιατροδικαστή ότι ο εν λόγω τραυματισμός προκλήθηκε πιθανότατα από το αιχμηρό άκρο ενός κιγκλιδώματος, ενώ ο προσφεύγων προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πάνω από έναν φράχτη. Θεωρεί την εξήγηση αυτή εύλογη. Επιπλέον, δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι ο πρώτος προσφεύγων στην κατάθεσή του στις αρχές δεν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με τις ακριβείς συνθήκες της φερόμενης κακομεταχείρισης που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Εν προκειμένω, ο τρίτος προσφεύγων δήλωσε ότι ο δεύτερος είχε δεχθεί επίθεση με στυλό κατά τη μεταφορά των προσφευγόντων στο αστυνομικό τμήμα – ωστόσο, κανένας από τους προσφεύγοντες δεν προέβαλε τέτοιο ισχυρισμό όσον αφορά τον πρώτο προσφεύγοντα σε κανένα στάδιο των εγχώριων ερευνών. Προκύπτει ότι ο πρώτος προσφεύγων δεν παρέσχε μια συνεπή αφήγηση (που να περιέχει λεπτομέρειες για την κακομεταχείρισή του) και υπάρχουν ανακολουθίες μεταξύ των ισχυρισμών των προσφευγόντων όσον αφορά τον συγκεκριμένο τραυματισμό. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο εν λόγω τραυματισμός ήταν αποτέλεσμα κακομεταχείρισης εκ μέρους των αστυνομικών.
Όσον αφορά τον πόνο στο στήθος του πρώτου προσφεύγοντος και την υποκείμενη καρδιακή πάθηση (όπως περιγράφεται στην προαναφερθείσα ιατρική πραγματογνωμοσύνη), μια τέτοια κατάσταση δεν θα μπορούσε να ήταν αποτέλεσμα κακομεταχείρισης, καθώς τα σχετικά συμπτώματα χρειάζονται αρκετούς μήνες – ή και χρόνια – για να αναπτυχθούν – το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η εν λόγω κατάσταση δεν είχε σχέση με το προσβαλλόμενο περιστατικό.
Τέλος, όσον αφορά τα υπόλοιπα τραύματα του πρώτου προσφεύγοντος, όπως περιγράφονται στη γνωμάτευση του ιατροδικαστή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι έφερε εκδορές στη δεξιά περιοχή της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και στο δεξί ρουθούνι, καθώς και μια εκχύμωση κάτω από το κάτω αριστερό βλέφαρο. Σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα, ο πρώτος τραυματισμός ήταν συμβατός με το γεγονός ότι ο πρώτος προσφεύγων είχε τεθεί σε κεφαλοκλείδωμα (προκειμένου να ακινητοποιηθεί). Τα τραύματα που έφερε ο πρώτος στο πρόσωπό του συνάδουν με τη δική του αφήγηση όσον αφορά την υποτιθέμενη κακομεταχείριση που είχε υποστεί στο λαιμό και το κεφάλι του.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη γνώμη του ιατρού πραγματογνώμονα ότι ούτε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ούτε το άλμα του προσφεύγοντος από μια γέφυρα θα μπορούσαν να προκαλέσουν τα εν λόγω τραύματα στον πρώτο προσφεύγοντα. Όσον αφορά την άλλη εξήγηση που έδωσε η Κυβέρνηση – δηλαδή, ότι τα τραύματα στον αυχένα και το πρόσωπο του πρώτου προσφεύγοντος θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα βίας που ασκήθηκε εναντίον του λόγω της αντίστασής του κατά τη σύλληψη – το Δικαστήριο θεώρησε την εξήγηση αυτή εύλογη. Σημείωσε όμως ότι οι προσφεύγοντες διαφώνησαν έντονα με το ότι αντιστάθηκαν στη σύλληψη στο μπαλκόνι. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η σωματική βία που ασκήθηκε από τους αστυνομικούς ήταν απολύτως αναγκαία λόγω της συμπεριφοράς του πρώτου προσφεύγοντος, το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η εγχώρια έρευνα απέτυχε να διευκρινίσει το είδος και το επίπεδο της βίας που είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον όλων των προσφευγόντων (συμπεριλαμβανομένου του πρώτου προσφεύγοντος) και απέτυχε να εξετάσει το ζήτημα του κατά πόσον η χρήση βίας ήταν απολύτως αναγκαία υπό τις εν λόγω περιστάσεις. Τα συμπεράσματα της έρευνας, τα οποία βασίστηκαν εξ ολοκλήρου στις καταθέσεις που έδωσαν οι αστυνομικοί (συμπεριλαμβανομένων των φερόμενων ως δραστών της βίας κατά των προσφευγόντων), απέτυχαν να προσδιορίσουν την ακριβή αλληλουχία των γεγονότων, ποιες συγκεκριμένες τεχνικές είχαν εφαρμοστεί και πώς αυτές συσχετίστηκαν με τις συγκεκριμένες ενέργειες του πρώτου προσφεύγοντος (βλ. Dinu κατά Ρουμανίας της 07.02.2017, αριθ. 64356/14, § 77).
(ii) Ο δεύτερος προσφεύγων
Όσον αφορά τον δεύτερο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ελλείψει ιατρικών εγγράφων, τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία που είχε ενώπιον του συνίστανται στις φωτογραφίες του που τράβηξε ο δικηγόρος την επομένη της απελευθέρωσης των προσφευγόντων – δηλαδή στις 13 Οκτωβρίου 2016 (η γνησιότητα των οποίων δεν έχει αντικρουστεί από την Κυβέρνηση) και στην έκθεση του ιατρικού πραγματογνώμονα που διατάχθηκε χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας που κίνησε ο πρώτος προσφεύγων. Σημείωσε επίσης ότι οι φωτογραφίες που ελήφθησαν από την αστυνομία την επομένη της σύλληψης των προσφευγόντων (βάσει των οποίων ο ιατροδικαστής διαμόρφωσε τη γνώμη του στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας) δεν τέθηκαν στη διάθεση του Δικαστηρίου σε ορατή μορφή. Συνεπώς, το Δικαστήριο στηρίχθηκε αναγκαστικά (i) στις φωτογραφίες που έχει στη διάθεσή του και (ii) στη γνωμάτευση του ιατροδικαστή, κατά την εξέταση της εικαζόμενης παραβίασης του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, βάσει των φωτογραφιών που είχε στη διάθεσή του, ο δεύτερος δεν έφερε ορατά τραύματα. Σύμφωνα με τον ιατρικό εμπειρογνώμονα, έφερε μια μικρή εκδορά μήκους 0,5 εκατοστών στο δεξί ζυγωματικό, μια εκδορά στη δεξιά περιοχή της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και μια μικρή εκδορά μήκους 0,5 εκατοστών στην αριστερή περιοχή της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης – οι δύο τελευταίες είναι συμβατές με το ότι ο προσφεύγων είχε κρατηθεί από τον λαιμό (ενδεχομένως σε κεφαλοκλείδωμα). Αυτές οι απλές κακώσεις διαπιστώνονταν συχνά σε συλληφθέντες που είχαν ακινητοποιηθεί παρά τη θέλησή τους.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι απλές κακώσεις που περιγράφονται ανωτέρω δεν αρκούσαν για να φθάσουν το όριο σοβαρότητας που απαιτεί το άρθρο 3. Ειδικότερα, οι φωτογραφίες δεν έδειξαν κανένα τραύμα στον δεύτερο και η πραγματογνωμοσύνη περιλέγραψε μόνο κάποιες μικρές εκδορές. Χωρίς μια συνεπή αφήγηση εκ μέρους του δεύτερου προσφεύγοντος όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προκλήθηκαν αυτές οι εκδορές, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν αποτελούσαν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ικανά να μεταθέσουν το βάρος της απόδειξης στην εναγόμενη Κυβέρνηση. Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω διαπίστωσή του ότι δεν διεξήχθη αποτελεσματική έρευνα όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα σχετικά με το αν ο δεύτερος προσφεύγων υποβλήθηκε ή όχι σε κακομεταχείριση από τους αστυνομικούς. Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3.
(iii) Ο τρίτος προσφεύγων
Όσον αφορά τον τρίτο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι – όπως και όσον αφορά τον δεύτερο – έπρεπε να βασιστεί στις φωτογραφίες που τράβηξε ο δικηγόρος του στις 13 Οκτωβρίου 2016 και στην έκθεση του ιατρικού πραγματογνώμονα που διατάχθηκε χρόνια αργότερα στο πλαίσιο της αστικής διαδικασίας που κίνησε ο πρώτος προσφεύγων.
Σύμφωνα με τις φωτογραφίες που τράβηξε ο εκπρόσωπός του μετά την απελευθέρωσή του, ο τρίτος έφερε μώλωπες κάτω από τα μάτια του. Ο ιατρικός πραγματογνώμονας σημείωσε τα ακόλουθα τραύματα στις φωτογραφίες που τράβηξε η αστυνομία: ένα τραύμα μήκους 0,5 cm λίγο αριστερά από το κέντρο της μετωπικής περιοχής του προσώπου – μια εκχύμωση του δεξιού ματιού διαμέτρου 6 cm – μια μικρότερη εκχύμωση κάτω από το κάτω αριστερό βλέφαρο- τέσσερις μικρές εκχυμώσεις κάτω από το κάτω χείλος. Οι τραυματισμοί αυτοί – όπως περιγράφονταν και οι οποίοι εμφανίζονταν στις φωτογραφίες που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο – αποτελούσαν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ικανά να μεταθέσουν στην εναγόμενη κυβέρνηση το βάρος της παροχής εξήγησης ως προς το πώς και πότε προκλήθηκαν οι τραυματισμοί του τρίτου προσφεύγοντος. Εν προκειμένω, η Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της αναφέρθηκε στα συμπεράσματα της διοικητικής και ποινικής έρευνας, τα οποία απέδωσαν τους τραυματισμούς των προσφευγόντων είτε στην προσπάθειά τους να διαφύγουν πηδώντας από μια γέφυρα, είτε στο τροχαίο ατύχημα, είτε στην αναγκαία βία που χρησιμοποίησαν οι αστυνομικοί στην προσπάθειά τους να συλλάβουν τους προσφεύγοντες (οι οποίοι αντιστάθηκαν στη σύλληψη).
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει ότι οι ελληνικές αρχές παραβίασαν το Άρθρο 3 καθώς απέτυχαν να διεξαγάγουν ουσιαστική έρευνα για την κακομεταχείριση για την οποία κατήγγειλαν οι αιτούντες. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που αναφέρθηκαν στο πλαίσιο της εξέτασης της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 3, η υποχρέωση των αρχών να διεξάγουν αποτελεσματική έρευνα για την ύπαρξη πιθανής σχέσης μεταξύ ρατσιστικών συμπεριφορών και η κακομεταχείριση που ισχυρίζονται οι αιτούντες προκλήθηκε από τη στιγμή που οι τελευταίοι διατύπωσαν έναν αμφισβητούμενο ισχυρισμό ότι είχαν κακομεταχειριστεί από αστυνομικούς λόγω της εθνοτικής καταγωγής τους.
Το Δικαστήριο θεώρησε περαιτέρω ότι το καθήκον των αρχών να διερευνήσουν την ύπαρξη πιθανής σχέσης μεταξύ ρατσιστικών συμπεριφορών και πράξης βίας αποτελούσε πτυχή των διαδικαστικών τους υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 3, και ότι το καθήκον αυτό μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ως σιωπηρή ευθύνη βάσει του άρθρου 14 της Σύμβασης για τη διασφάλιση των θεμελιωδών αξιών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 3 χωρίς διακρίσεις. Λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο διατάξεων, ζητήματα όπως αυτά που εξετάζονται στην υπόθεση αυτή μπορούν να εξεταστούν μόνο βάσει της μίας από τις δύο διατάξεις (χωρίς να ανακύπτει χωριστό ζήτημα βάσει της άλλης) ή μπορούσε να απαιτούν εξέταση βάσει αμφοτέρων των άρθρων. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που έπρεπε να αποφασιστεί σε κάθε περίπτωση βάσει των γεγονότων της και ανάλογα με τη φύση των ισχυρισμών που διατυπώνονται. Θεώρησε ότι εν προκειμένω έπρεπε να εξετάσει χωριστά την καταγγελία ότι υπήρξε επίσης παράλειψη διερεύνησης πιθανής αιτιώδους συνάφειας μεταξύ εικαζόμενων ρατσιστικών συμπεριφορών και της εν λόγω εικαζόμενης κακομεταχείρισης.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες υποστήριξαν επανειλημμένα στις ανακριτικές αρχές ότι η κακομεταχείρισή τους είχε συνδεθεί με την εθνότητά τους. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι ανακριτικές αρχές είχαν ενώπιόν τους εύλογες πληροφορίες που ήταν επαρκείς για να τους προειδοποιήσουν για την ανάγκη διεξαγωγής αρχικής επαλήθευσης και, ανάλογα με το αποτέλεσμα, έρευνας για πιθανά ρατσιστικά κίνητρα για την κακή μεταχείριση που ισχυρίστηκαν οι προσφεύγοντες.
Το Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω ότι οι εντολές για τη διεξαγωγή τόσο της προκαταρκτικής διοικητικής έρευνας όσο και της ΕΔΕ περιελάμβαναν ειδική εντολή για τη διερεύνηση πιθανού ρατσιστικού κινήτρου.
Πηγή: www.echrcaselaw.com
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Πρωτοδικείο Ρόδου: Απόφαση-ορόσημο για καθυστέρηση πτήσης Το νομοσχέδιο που βάζει «φρένο» στην πώληση αλκοόλ σε ανηλίκους Κ. Μενουδάκος: «Ιστορικό νομοθέτημα η Σύμβαση 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης» Στο “κόκκινο” οι σχολικές κτιριακές υποδομές: Οι διαπιστώσεις του Συνηγόρου του Πολίτη – Εδώ και 17 χρόνια έχουν να επικαιροποιηθούν οι προδιαγραφέςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr