Στο… κάδρο (ξανά) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η Ελλάδα: Καταδίκη για άθλιες συνθήκες διαβίωσης ασυνόδευτων ανήλικων μεταναστών

Ζούσαν είτε στους δρόμους, είτε σε υποβαθμισμένες κατοικίες για περιόδους μεταξύ 1,5 έως 5 μηνών, αναφέρει το ΕΔΔΑ.

NEWSROOM
Στο… κάδρο (ξανά) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η Ελλάδα: Καταδίκη για άθλιες συνθήκες διαβίωσης ασυνόδευτων ανήλικων μεταναστών

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι είχαν φτάσει στην Ελλάδα μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019 και ότι, κατά το διάστημα αυτό, ήταν ασυνόδευτοι ανήλικοι.

Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, δεν τους είχε παρασχεθεί πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ασύλου ή σε διερμηνείς κατά τη στιγμή της καταγραφής τους από τις αρχές.

Υποστήριξαν επίσης ότι η διαδικασία εκτίμησης της ηλικίας των αιτούντων άσυλο, η οποία σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία περιλαμβάνει υποχρεωτική ιατρική και ψυχοκοινωνική αξιολόγηση, δεν είχε ακολουθηθεί από τις αρχές, οι οποίες, για λόγους ευκολίας, τους είχαν καταγράψει ως ενήλικες.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η καθυστερημένη καταγραφή των ασυνόδευτων ανηλίκων αποτελούσε συνήθη πρακτική στην Ελλάδα. Επιπλέον, παρά την υπόδειξη προσωρινών μέτρων από το Δικαστήριο, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν καταφέρει να τους τοποθετήσουν σε κατάλληλο κατάλυμα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Οι καθυστερήσεις των Αρχών

Αυτή η καθυστέρηση έρχεται να προστεθεί στο τραύμα που είχαν υποστεί ως αποτέλεσμα της διαβίωσης στους δρόμους ή της τοποθέτησής τους σε ακατάλληλα κελιά κράτησης της αστυνομίας.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι η επανένωση με τις οικογένειές τους είτε παρεμποδίστηκε, είτε τέθηκε σε κίνδυνο ως αποτέλεσμα των ελλιπών διαδικασιών καταγραφής. Οι προσφεύγοντες στις προσφυγές αριθ. 59319/19, 5340/20 και 11507/20 αναγνώρισαν ότι τελικά επανενώθηκαν με τα μέλη της οικογένειάς τους.

Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι καθυστερήσεις στην τοποθέτηση των προσφευγόντων σε δομές φιλοξενίας προκλήθηκαν από ελλείψεις στις διαδικασίες καταγραφής και εκτίμησης της ηλικίας τους.

Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση ζούσαν είτε σε «προστατευτική φύλαξη» υπό άθλιες συνθήκες, στους δρόμους, είτε σε υποβαθμισμένες κατοικίες για περιόδους μεταξύ 1,5 και 5 μηνών. Καταγράφηκαν ως ανήλικοι και τοποθετήθηκαν σε συνθήκες διαβίωσης κατάλληλες για την ηλικία τους μόνο μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων από το Δικαστήριο.

Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η μεταχείριση στην οποία υποβλήθηκαν αυτοί υπερέβη το όριο σοβαρότητας που απαιτείται για την ενεργοποίηση του άρθρου 3 της Σύμβασης, διαπίστωσε παραβίασή του και επιδίκασε 3.000 ευρώ ως ηθική βλάβη σε κάθε προσφεύγοντα.

Καταδίκη για ανήλικους μετανάστες: Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες είχαν φθάσει παράνομα στην Ελλάδα και ότι κατά τη σύλληψή τους δεν είχαν παράσχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ηλικία τους ή την ασυνόδευτη ιδιότητά τους. Υποστήριξε επίσης ότι στην Ελλάδα οι ανήλικοι αιτούντες άσυλο, είτε συνοδεύονται είτε όχι, θεωρούνται ευάλωτη ομάδα και μόλις ένα άτομο αναγνωριστεί ως ανήλικο, ισχύουν ειδικές εγγυήσεις σύμφωνα με τις σχετικές διαδικασίες.

Επιπλέον, οι αρμόδιοι φορείς, όπως η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης και διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις («ΜΚΟ»), γνώριζαν ότι υπήρχε απεριόριστη πρόσβαση σε πληροφορίες, διερμηνεία και ιατρική και νομική βοήθεια στα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης της χώρας. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της τοποθέτησης των προσφευγόντων σε καταλύματα για ανηλίκους και της διασφάλισης της επανένωσης με τις οικογένειές τους, είχαν ληφθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι καθυστερήσεις στην τοποθέτηση των προσφευγόντων σε δομές φιλοξενίας προκλήθηκαν από ελλείψεις στις διαδικασίες καταγραφής και εκτίμησης της ηλικίας των αιτούντων άσυλο, οι οποίες εμπόδισαν τους προσφεύγοντες να κοινοποιήσουν κατάλληλα πληροφορίες σχετικά με την ηλικία και την προσωπική τους κατάσταση και οι οποίες δεν μπορούσαν να τους καταλογιστούν.

Τι αναφέρει το ΕΔΔΑ

Ειδικότερα, παρόλο που η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων σχετικά με την έλλειψη πρόσβασης σε πληροφορίες και διερμηνείας ήταν ανακριβείς, δεν υπέβαλε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι ο N.N. είχε πράγματι, όπως ισχυρίστηκαν, λάβει διερμηνέα ή ότι ήταν δυνατόν για τον S.A. να καταγραφεί εγκαίρως το αίτημά του για άσυλο μέσω ενός ειδικού και λειτουργικού συστήματος τηλεδιάσκεψης σε γλώσσα που κατανοούσε.

Η Κυβέρνηση δεν προσκόμισε περαιτέρω κανένα στοιχείο ότι οι διαδικασίες εκτίμησης της ηλικίας των αιτούντων άσυλο, όπως αναφέρθηκαν από τους αιτούντες και την ίδια την Κυβέρνηση, είχαν πράγματι ακολουθηθεί στις περιπτώσεις των N.N., S.A. και Y.N. ή ότι τους είχαν διατεθεί πρακτικές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματά τους ή τη δυνατότητα υποβολής προσφυγών στις αρμόδιες αρχές ή στα εθνικά δικαστήρια.

Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες δεν αναγνωρίστηκαν έγκαιρα ως ανήλικοι που χρήζουν ειδικής προστασίας και αφέθηκαν να φροντίζουν τον εαυτό τους σε μια ξένη χώρα και να αναζητούν βοήθεια από αγνώστους, ΜΚΟ και, τελικά, από το Δικαστήριο, παρά το νεαρό της ηλικίας τους και την ιδιαίτερη κατάσταση ανασφάλειας και ευαλωτότητας στην οποία, όπως έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, είναι γνωστό ότι ζουν οι αιτούντες άσυλο στην Ελλάδα.

Πηγή: www.echrcaselaw.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr