Βικτώρια Καρύδα: Θέλω να μάθω ποιος πλήρωσε για τη δολοφονία του συζύγου μου (ΒΙΝΤΕΟ)
Εκείνη την ημέρα του περασμένου Οκτωβρίου η Βικτώρια Καρύδα είχε προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Το ίδιο και ο σύζυγός της Γιάννης Μακρής, που δεν ήθελε να βγει από το σπίτι, όμως έπρεπε να παραστεί στα εγκαίνια της νέας του επιχείρησης. Το ένιωθαν και οι δύο ότι αυτό το φθινοπωρινό βράδυ θα άλλαζε για […]
Εκείνη την ημέρα του περασμένου Οκτωβρίου η Βικτώρια Καρύδα είχε προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Το ίδιο και ο σύζυγός της Γιάννης Μακρής, που δεν ήθελε να βγει από το σπίτι, όμως έπρεπε να παραστεί στα εγκαίνια της νέας του επιχείρησης. Το ένιωθαν και οι δύο ότι αυτό το φθινοπωρινό βράδυ θα άλλαζε για πάντα τη ζωή τους.
Σχεδόν έξι μήνες μετά την εν ψυχρώ εκτέλεση του «Αυστραλού» από τον πληρωμένο δολοφόνο, η ξανθιά καλλονή μιλάει για πρώτη φορά στο «ΘΕΜΑ». Ντυμένη στα μαύρα, με τα μάτια της να τρέχουν δάκρυα και τη φωνή της να πνίγεται από τους λυγμούς, η Βικτώρια Καρύδα ξεσπά: «Αν δεν πήγαινα σε αυτό το show εκείνο το βράδυ και αν ήμουν μαζί του, μπορεί να είχε σωθεί» και συμπληρώνει: «Όταν έφυγε ο Γιάννης από τη ζωή, έλεγα μέσα μου: “Αν ήμασταν μαζί στα εγκαίνια του μαγαζιού, μπορεί όλα να ήταν διαφορετικά”».
Την ίδια ώρα, η σύλληψη από το Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής του 31χρονου Βούλγαρου με τις τουρκικές ρίζες που πάτησε τη σκανδάλη του καθαρού «Makarov» δίνει νέα ώθηση στις έρευνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο 39χρονος που συνόδευε τον εκτελεστή στη δεύτερη επίσκεψή του στην Αθήνα αποκάλυψε στους αστυνομικούς ότι ο Ραφέτ (ψευδώνυμο, το πραγματικό του όνομα είναι Serafim Raychev) τού είπε ότι θα συναντούσε πάλι τον επιχειρηματία τον οποίο είχε δει τον περασμένο Οκτώβριο για να κάνουν μαζί δουλειές. Μια μαρτυρία που έχει μπει στο στόχαστρο των αναλυτών της Ασφάλειας, καθώς εκτιμούν ότι πρόκειται για τον ηθικό αυτουργό της δολοφονίας.
Φωτογραφικό υλικό της δικογραφίας δείχνει τον Ραφέτ την προηγουμένη της δολοφονίας τη στιγμή που επισκέπτεται την εταιρεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων στη Γλυφάδα. Είναι φανερά αδυνατισμένος σε σχέση με σήμερα και, όπως λένε οι αστυνομικοί, «κουμπώνει» με τη φιγούρα του άνδρα που δολοφονεί τον Μακρή όπως αποτυπώθηκε στα καρέ από τις κάμερες που κατέγραψαν το σκηνικό του θανάτου.
Η Καρύδα είναι αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Διόρισε δικηγόρο της τον γνωστό ποινικολόγο Χαράλαμπο Λυκούδη και μαζί κινούν όλες τις νομικές διαδικασίες. «Θέλω να τιμωρηθούν… Η φυλακή για μένα είναι το λιγότερο», λέει ενώ ο κ. Λυκούδης από την πλευρά του επισημαίνει ότι «η οικογένεια Μακρή νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει τη Ελληνική Αστυνομία και ειδικότερα το Τμήμα Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής για το υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού και ευσυνειδησίας που επέδειξε και οδήγησε στην εξιχνίαση του εγκλήματος και τη σύλληψη του δολοφόνου του αείμνηστου Γιάννη Μακρή. Έχουμε απεριόριστη εμπιστοσύνη στην Ελληνική Δικαιοσύνη ότι θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τον εντοπισμό του συναυτουργού και του ηθικού αυτουργού και θα τιμωρήσει παραδειγματικά τους δράστες αυτού του αποτρόπαιου και στυγερού εγκλήματος».
«Ο Γιάννης δεν φοβόταν»
Η πλήρης εξιχνίαση της δολοφονίας του Γιάννη Μακρή αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για το Ανθρωποκτονιών. Η σύντροφός του είναι ο άνθρωπος που τον ήξερε όσο λίγοι. «Ποτέ δεν μου είχε πει ότι φοβάται. Ποτέ δεν μου έδωσε περιθώριο να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Αν ήξερε ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα, εκείνος, όπως κάθε λογικός άνθρωπος, θα έπαιρνε προστασία. Κυκλοφορούσε με βεσπάκι, γιατί δεν του άρεσε να είναι στην κίνηση και δεν είχε κάποιον για προστασία. Δεν φορούσε ούτε κράνος. Ηθελε να αισθάνεται ελεύθερος και έπαιρνε και τα παιδάκια πάνω στο βεσπάκι, κάτι το οποίο δεν μου άρεσε καθόλου και τον μάλωνα. Δεν φοβόταν κάτι».
-Και όλα αυτά που έχουν γραφτεί και ακουστεί για το παρελθόν του στο εξωτερικό;
«Καμία σχέση με όσα ακούγονταν στις ειδήσεις. Έβγαζαν άσχημα πράγματα χωρίς να γνωρίζουν τον άνθρωπο, κάτι που θεωρώ ότι δεν είναι σωστό. Για μένα αλλά και για τους περισσότερους που τον γνώρισαν στην Ελλάδα ο Γιάννης ήταν ο καλύτερος άνθρωπος. Κανένας δεν θα πει ούτε μια κακιά λέξη».
-Είχε κάποιες οικονομικές εκκρεμότητες; Γιατί μπήκε στο στόχαστρο κάποιων;
«Είναι αυτό που δεν περίμενα ποτέ. Και πιστεύω ότι ούτε ο Γιάννης το περίμενε. Γιατί έχουμε μια οικογένεια. Δεν πρέπει να προστατεύουμε την οικογένεια; Και αυτό είναι που με τρώει μέσα μου: Ποιος και γιατί… Δεν υπήρχε κάτι που να μας κάνει να φοβόμαστε. Ήμασταν χαρούμενοι, πηγαίναμε ταξίδια με τα παιδιά μας, βγαίναμε στο κέντρο της Γλυφάδας στις κούνιες και στον παιδότοπο. Ο άνδρας μου δούλευε και επέστρεφε στις 3 το μεσημέρι από τη δουλειά του».
Στο μυαλό της Βικτώριας Καρύδα ο άνδρας της είναι ακόμη ζωντανός. Όταν αναφέρεται σε εκείνον χρησιμοποιεί ενεστώτα και, όπως λέει, τον αισθάνεται δίπλα της. Στην ερώτηση για τις καθημερινές του συνήθειες απαντά σαν να μην έγινε ποτέ το θλιβερό γεγονός της 31ης Οκτωβρίου έξω από το σπίτι τους στη Βούλα:
«Ξυπνάει κατά τις 5 το πρωί, πάει στο γυμναστήριο, 7 το πρωί ετοιμάζεται, τρώει το πρωινό και φεύγει για να κάνει δουλειές και γυρνάει 3 το μεσημέρι. Αν θέλαμε να πάμε κάπου γυρνούσε και πιο νωρίς, αν είχε δουλειές γυρνούσε και πιο αργά, στις 4 το μεσημέρι».
Τα μάτια της πλημμυρίζουν δάκρυα όταν συνειδητοποιεί τι έχει συμβεί και προσγειώνεται απότομα στο σήμερα.
«Ο Γιάννης ήταν το καλύτερο παιδί. Ο καλύτερος άνθρωπος και όχι μόνο μέσα στην οικογένεια, αλλά και με τους φίλους του, ακόμη και με αγνώστους. Βοηθούσε τους ανθρώπους και, αν είχε πρόβλημα κάποιος, έτρεχε να του συμπαρασταθεί. Σε μένα -από το μεγαλύτερο μέχρι το μικρότερο πρόβλημα- έλεγε πάντα “Αχ, αγαπούλα μου. Δεν πειράζει”».
Για το γνωστό μοντέλο ο Γιάννης Μακρής ήταν ο άνδρας της ζωής του. «Γνωριστήκαμε το 2010, όταν ερχόταν από την Αυστραλία στην Ελλάδα για διακοπές. Με είχε δει σε ένα restaurant και φοβήθηκε να με πλησιάσει γιατί ήμουν με παρέα ανδρών και γυναικών. Έφυγε πίσω στην Αυστραλία και όταν ξαναγύρισε, μετά από έξι μήνες, ήμουν σε ένα άλλο μαγαζί, στο οποίο είχα πάει μετά το show με μια φίλη μου και με πλησίασε. Ήταν μια μεγάλη παρέα και συμπτωματικά ήξερε την κολλητή μου. Είχαν γνωριστεί κάποτε σε μια παρέα. Έτσι γνωριστήκαμε και βγήκαμε. Σε εκείνη την παρέα ήταν πέντε παιδιά. Όταν είδα τον Γιάννη ανάμεσα στους πέντε, μου έκανε κλικ και είπα: “Αυτός είναι ο άνδρας μου”. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα αυτό έλεγα και στις φίλες μου», λέει και συνεχίζει: «Αποκτήσαμε δύο παιδάκια και ζούσαμε μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδας. Πηγαινοερχόμαστε με τα παιδιά μας και όταν μεγάλωσαν, αποφασίσαμε να κάτσουμε στην Ελλάδα λόγω των σχολείων. Τα παιδιά έπρεπε να πάνε σε Παιδικό Σταθμό και αποφασίσαμε να μείνουμε εδώ γιατί ο Γιάννης αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και πάντα ήθελε να επιστρέψει. Θέλαμε να κάνουμε και τρίτο παιδί αλλά δυστυχώς δεν προλάβαμε».
-Εκείνη την ημέρα ανησυχούσατε για κάτι; Είχατε κάποιο προαίσθημα;
«Στεναχωρήθηκα γιατί τα εγκαίνια του μαγαζιού έπεφταν την ίδια ημέρα με το fashion show. Ο Γιάννης μού λέει ‘Αγαπούλα μου, θα είσαι μαζί μου;’ και του απαντώ: ‘Θα τελειώσω νωρίς’. Εκείνος τότε μου λέει: ‘Θα φύγω από εκεί νωρίτερα για να πάμε να φάμε μαζί’. Όταν έφευγα και πήγαινα προς το κέντρο τον πήρα τηλέφωνο γιατί είχε κίνηση και μιλάγαμε για αρκετή ώρα. ‘Αγαπούλα μου, βρήκες χρόνο να μιλήσεις;’ με ρωτά κι εγώ του λέω: ‘Έχω τόσο πολύ πονοκέφαλο’. Είχα από πριν πονοκέφαλο και είχα πιει ένα depon αναβράζον και φεύγοντας ο Γιάννης μού είπε: ‘Κι εγώ ήπια από το ίδιο ποτήρι depon γιατί δεν είμαι καλά. Πονάει το κεφάλι μου’».
-Αυτό πόση ώρα πριν;
Ήταν 5 το απόγευμα.
-Αυτή ήταν η τελευταία φορά που μιλήσατε; Πώς κλείσατε το τηλέφωνο;
«Μου είπε: ‘ΟΚ, αγαπούλα μου, ξάπλωσε και μιλάμε πιο μετά όταν τελειώσω να πάμε μαζί να φάμε. Μαζί, παρέα με τους φίλους ή οι δυο μας’. Δεν ήταν καλά και δεν ήθελε να πάει».
-Σαν να μην ήθελε να βγει έξω από το σπίτι;
«Δεν είχε όρεξη. Είχε και πονοκέφαλο και πήρε παυσίπονο».
-Δηλαδή ήταν μια αναγκαστική έξοδος.
«Ναι. Και θέλω να σας πω ότι ο άνδρας μου δεν έπαιρνε χάπια. Έτυχε επειδή είχε πίεση και πονοκέφαλο».
-Σαν να είχε προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί;
«Σαν κάποιος να του έλεγε ‘μη βγαίνεις έξω. Κάτσε σπίτι’. Και είχα σκεφτεί πολλές φορές ότι αν δεν πήγαινα σε αυτό το show και αν ήμασταν μαζί την ίδια μέρα, μπορεί να είχε σωθεί. Όταν έφυγε ο Γιάννης από τη ζωή, έλεγα μέσα μου: ‘Αν πηγαίναμε μαζί στα εγκαίνια του μαγαζιού, μπορεί όλα να ήταν διαφορετικά’».
«Φώναζα σαν τρελή»
Στη δικογραφία οι αστυνομικοί διαπίστωσαν από τις κάμερες ότι ο δολοφόνος και ο καταζητούμενος αδερφός του παρακολουθούσαν επί 19 ολόκληρες μέρες τον Γιάννη Μακρή, περνώντας αρκετές φορές καθημερινά έξω από το σπίτι του μέχρι να φτάσουν στη μοιραία βραδιά.
«Ήταν τρομακτικός ο τρόπος που το έμαθα. Ήμουν στο show, βγήκα, έκανα πρώτη εμφάνιση, πήγα στα καμαρίνια να αλλάξω για να κάνω δεύτερη εμφάνιση και σε μια φάση μπαίνει ένας πολύ καλός μου φίλος μακιγιέρ, που ήταν απέξω με το κινητό μου και έβγαζε φωτογραφίες, και μου λέει: “Βικτώρια, πρέπει να φύγουμε!” Εγώ έμεινα… Εκείνη την ημέρα όταν βγήκα πρώτη φορά ένιωσα, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, ότι δεν ήμουν καλά».
-Είχατε προαίσθημα;
«Δεν ήμουν καλά. Ήταν το show και οι παρέες, όμως εγώ ήμουν πολύ down. Και έρχεται ο Προκόπης και μου λέει ‘Βικτώρια, πρέπει να φύγουμε. Έγινε κάτι σοβαρό’. Εγώ απλά τον κοιτάω στα μάτια, αρχίζω να βγάζω ρούχα και λέω ‘Τι έγινε;’ και μου απαντά: ‘Δεν μπορώ να σου πω, έγινε κάτι σοβαρό πρέπει να φύγουμε’. Δεν μου έλεγε. Τον ρώτησα 150 φορές όταν άλλαζα ρούχα και δεν μου έλεγε. Του λέω τότε: ‘Τα παιδάκια είναι καλά;’. Γιατί τα παιδάκια ήταν στο ρωσικό σχολείο και ο άνδρας μου που τα πήγαινε δεν μπορούσε να τα πάρει, γι’ αυτό ήταν να γυρίσουν με ταξί μαζί με τη γυναίκα που τα προσέχει. Νόμιζα λοιπόν ότι είχε συμβεί κάτι με τα παιδάκια και τρόμαξα. Μετά του λέω, ‘Πού είναι ο Γιάννης;’ κι εκείνος απαντά: ‘Δεν ξέρω, πρέπει να φύγουμε’. Και όταν κατεβήκαμε κάτω και η φίλη μου που ήρθε να με πάρει δεν μου έλεγε. Οδηγούσαμε προς Γλυφάδα από το κέντρο και εγώ ήμουν σαν ζόμπι. ‘Σε παρακαλώ, πες μου τι έχει συμβεί’, επέμεινα. ‘Έγινε ατύχημα’, είπε. ‘Δεν πάω στη Γλυφάδα. Να πάμε στο νοσοκομείο που είναι ο άνδρας μου’. Και λέω να πάμε στη Γλυφάδα πίσω στο σπίτι. Δεν πίστευα…»
Φτάνοντας στο σημείο της εκτέλεσης η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. «Ανέβαινα την ανηφόρα και δεν με άφηνε η Αστυνομία και οι φίλοι μου με κρατάγανε. Νευρίασα πάρα πολύ γιατί κατάλαβα τι συμβαίνει. Κατάλαβα… Μου έχει πει η φίλη μου πριν να τρέξω και ήθελα τόσο πολύ να τον δω. Δεν με αφήνανε και ήμουν πάρα πολύ θυμωμένη γιατί ήταν ο άνδρας μου και ήθελα τόσο πολύ να τον αγκαλιάσω. Ήθελα να είμαι δίπλα του. Και δεν θυμάμαι… Φώναζα σαν τρελή».
«Σαν κάποιος να του έλεγε “μη βγαίνεις έξω. Κάτσε σπίτι”. Και είχα σκεφτεί πολλές φορές ότι αν δεν πήγαινα σε αυτό το show και αν ήμασταν μαζί την ίδια μέρα, μπορεί να είχε σωθεί. Όταν έφυγε ο Γιάννης από τη ζωή, έλεγα μέσα μου: “Αν πηγαίναμε μαζί στα εγκαίνια του μαγαζιού, μπορεί όλα να ήταν διαφορετικά”»
-Η ζωή μετά;
«Ήταν τόσο κουραστικό. Ειδικά οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες. Δέχτηκα τόση πίεση από όλους. Σαν να ήταν κάτι χαρούμενο. Δεν καταλάβαιναν. Δεν καταλαβαίνει ο κόσμος μερικές φορές να αφήσει ήσυχη την οικογένεια. Και όταν έχεις παιδιά, τα παιδιά τρομάζουν. Έχουν περάσει 5,5 μήνες και νιώθω σαν να ήταν χθες. Στο σπίτι που κινούμαι, νιώθω σαν να είναι ο Γιάννης μέσα. Δεν δίνω στον εαυτό μου τη δυνατότητα να δεχτεί ότι έγινε αυτό. Είναι σαν ένα έργο και αυτό δεν συμβαίνει σε μένα. Είναι σαν να κοροϊδεύω τον εαυτό μου και βάζω στη σκέψη μου ότι είναι στη δουλειά του, σε λίγη ώρα έρχεται είτε είναι στο μπάνιο είτε είναι ξαπλωμένος. Νιώθω σαν να είναι ακόμα μαζί μου».
-Σε αυτούς τους ανθρώπους έχετε να πείτε κάτι;
«Δεν ξέρω να πω και άσχημες λέξεις στα ελληνικά για να εκφράσω τα αισθήματά μου. Αυτό που γίνεται στον κόσμο. Έχουν χαζέψει όλοι. Η δολοφονία είναι κάτι… Να πάρεις τη ζωή του ανθρώπου είναι μεγάλο πράγμα. Πώς μπορεί να σε ενοχλήσει ένας άνθρωπος για να καταντήσεις να φτάσεις σε αυτό το σημείο; Θα ήθελα να ξέρω ποιος είναι αυτός που πλήρωσε, που έβαλε και έναν ακριβό δικηγόρο σε αυτόν τον… μην πω καμιά κακιά λέξη. Το λιγότερο δεν ξέρω… Η φυλακή είναι για μένα το λιγότερο».
«Φοβήθηκα για τον εαυτό μου»
«Τον πρώτο καιρό δεν ήθελα να βλέπω τον κόσμο. Μερικοί δεν έχουν τρόπους. Πώς κοιτάνε, πώς μιλάνε, πώς σε δείχνουν με το δάκτυλο. Άσχημο, πολύ άσχημο. Κάποιες φορές έχω φοβηθεί πολύ για τον εαυτό μου μέσα στο σπίτι γιατί δεν ήμουν καλά. Έκλαιγα όλη την ώρα, δεν έβγαινα και τρόμαξα γιατί ζαλίστηκα και πήγα να λιποθυμήσω. Ήταν αρκετές αυτές οι φορές. Και άρχισα να βγαίνω με τους φίλους μου, να πηγαίνω για καφέ, να βγαίνω έξω. Και αυτό με βοήθησε. Με βοήθησαν οι φίλοι μου, οι κοντινοί μου γιατί είναι πολύ τρομακτικό. Είχα σκεφτεί “αν γίνει κάτι με μένα, μένουνε δύο μικρά παιδάκια”. Η μητέρα μου δεν μπορεί να μεγαλώσει τα παιδιά γιατί είναι άρρωστη. Έχει 35 χρόνια Πάρκινσον. Έχω τρομάξει πάρα πολύ για τον εαυτό μου… Δεν μπορώ να σας εξηγήσω τι είναι αυτό. Πήγα να πέσω μέσα στο σπίτι, όταν οδηγούσα πήγα να τρακάρω, δεν είχα δύναμη καν να οδηγήσω. Έπρεπε να πάρω τον εαυτό μου στα χέρια μου».
-Πώς είναι τα παιδιά;
«Η μεγαλύτερη κόρη μου αναζητά τον μπαμπά κάθε μέρα. Του γράφει γράμματα, τα κολλάει στον τοίχο, τα βάζει πίσω από τη φωτογραφία, μιλάει με τον ουρανό κάθε βράδυ και ζητά τον μπαμπά να γυρίσει πίσω και μου λέει: ‘Μαμά, θέλω να κάνω μια ευχή. Μπορούμε να πάμε στην εκκλησία να κάνω μια ευχή;’. ‘Τι είναι, αγαπούλα; Τι ευχή θέλεις να κάνεις;’ τη ρωτώ. ‘Να γυρίσει ο μπαμπάς πίσω», απαντάει. Όταν το ακούς αυτό, τρελαίνεσαι πιο πολύ».
-Σκεφτήκατε ποτέ να φύγετε από την Ελλάδα;
«Το έχω σκεφτεί, αλλά σκέφτομαι τα παιδάκια μου. Γιατί είναι ευχή του Γιάννη να πάνε στο ελληνικό σχολείο και να μεγαλώσουν στην Ελλάδα. Είναι η χώρα που αγαπούσε πολύ. Θα μπορούσα να φύγω και την επόμενη μέρα, άλλα σκέφτομαι ότι προτεραιότητα είναι τα παιδιά και μετά εγώ».
Δείτε βίντεο:
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr