Δημήτρης Πατώκος: «Βαθύς και λυπημένος» όπως ο Γιώργος Ιωάννου

Σαν το παράπονο στη φράση: Εδώ και τώρα! Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα Σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου Μέσ’ απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω την ψυχή σου… ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ «ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ» Αγαπώ πολύ τον Γιώργο Ιωάννου…! Ας συγχωρεθεί αυτή η λιτή και αυθόρμητη εξομολόγηση στο […]

NEWSROOM

Σαν το παράπονο στη φράση: Εδώ και τώρα! Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα Σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου Μέσ’ απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω την ψυχή σου… ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ «ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ»

Αγαπώ πολύ τον Γιώργο Ιωάννου…! Ας συγχωρεθεί αυτή η λιτή και αυθόρμητη εξομολόγηση στο ξεκίνημα του κειμένου αυτού, τόσο ταιριαστή ωστόσο με το πνεύμα και το ύφος του αφηγηματικού του έργου. Τον αγαπώ σαν ένα φίλο που δε γνώρισα, σαν έναν άνθρωπο δικό μου, μοναχικό, λίγο ιδιόρρυθμο μα αξιολάτρευτο συνάμα, που σε κάθε του λέξη αποκαλύπτει χωρίς αιδώ και συστολή, με ειλικρίνεια αφοπλιστική τα μύχια της ψυχής του.

Τον βλέπω συχνά γύρω από τα απομεινάρια της πάλαι ποτέ ένδοξης πλατείας Ομονοίας, να περιδιαβαίνει τα πέριξ στενά, αναζητώντας το πιο λαϊκό καφενείο, να καθίσει μόνος σε μιαν άκρη, πίσω από μια θολή τζαμαρία, μέσα σε καπνούς από τσιγάρα, ευθύβολος, διεισδυτικός μα και πάντα συγκινημένος παρατηρητής των άγνωστων περαστικών, των απλών ταπεινών ανθρώπων, που τόσο αγαπούσε.

Φαντάζομαι πως προχωρώ προς το μέρος του, με ένα καραφάκι ούζο, κάθομαι απέναντι στην μόνιμα άδεια καρέκλα κι εκεί που με κοιτάζει απορημένος, αρχίζει με την παράξενη, αργόσυρτη φωνή του μία από τις ιστορίες του, χωρίς πλοκή, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, με ειρμό κατακερματισμένο, μία από αυτές που δεκαετίες τώρα μπόρεσαν να επαναοριοθετήσουν το νόημα της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας, όχι με τα κριτήρια των επαγγελματιών φιλολόγων-μελετητών, αλλά με αυτά των ερασιτεχνών αναγνωστών, που διατηρούν ακόμα άσβεστη τη σπάνια ικανότητά τους να συγκινούνται… Ο γλυκός Γιώργος Ιωάννου. Πεζογράφος μικρής φόρμας αλλά πραγματικά μεγάλων αποστάσεων! Πολύ μεγάλων! Ειλικρινά, δεν γνωρίζω αν μπορούμε να κατονομάσουμε πολλούς νεοέλληνες διηγηματογράφους, εφάμιλλους της δίκης του υψηλής αξίας και αισθητικής. Αθεράπευτα ευαίσθητος, διαρκώς αυτοβιογραφούμενος και βαθιά εξομολογητικός, στη διήγησή του μονοεστιακός και πρωτοπρόσωπος. Πάντα αθόρυβος, διακριτικός, σχεδόν αόρατος πρωταγωνιστής των παράξενων ιστοριών του.

Αυτή τη μαγεία της βιωματικής μυθοπλασίας δεν τη συνάντησα παρά σε ελάχιστους ακριβούς διηγηματογράφους, όπως στον αινιγματικό Δημήτρη Νόλλα, στον βαθιά σαρκαστικό Μάριο Χάκκα (τι κρίμα που ο τόσο πρόωρος θάνατός του μας στέρησε ένα αιμάσσον συγγραφικό ταλέντο, την πιο κρίσιμη και οριακή στιγμή της δημιουργικής του ωρίμανσης!) και φυσικά στον Γεώργιο Βιζυηνό. Πράγματι, ο Ιωάννου είναι ο μόνος που προσεγγίζει με αξιώσεις την υψηλή αξία του γενάρχη του νεοελληνικού μας διηγήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι τους συνδέει, άλλωστε, και η κοινή καταγωγή, η Ανατολική Θράκη.

Μια πατρίδα πολύπαθη που τους ενέπνευσε δύο έξοχα διηγήματα, τα οποία πάντα συνδέονταν υπόγεια στη συνείδησή μου: Ο «Μοσκώβ-Σελήμ» του Βιζυηνού ξεδιπλώνει την εξιστόρηση ενός βίου πολύπαθου μιας ύπαρξης τυραννισμένης, ενός Τούρκου φίλου του. Πόση τόλμη και παρρησία απαιτεί η σκιαγράφηση της ευγενικής ψυχής ενός μουσουλμάνου, που βιώνει τραγικές περιπέτειες, απέναντι στα καθυστερημένα ήθη της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Τόσο που ο Βιζυηνός αναγκάζεται να «απευθύνει» στον ήρωά του τα εξής λόγια: «Φοβούμαι μήπως οι φανατικοί της ιδικής μου φυλής ονειδίσωσι ένα Έλληνα συγγραφέα, διότι δεν απέκρυψεν την αρετήν σου ή δεν υπεκατέστησεν εν τη αφηγήσει σου ένα χριστιανικόν ήρωα. Αλλά μη σε μέλει. Δεν θα αφαιρεθεί τι από την αξίαν σου, διότι ενεπιστεύθης εις εμέ τας περιπετείας της ζωής σου και δεν θα με τύψει ποτέ η συνείδησις, διότι, ως απλούς χρονογράφος, εξετίμησα εν σοι ουχί τον άσπονδον εχθρόν του Έθνους μου, αλλ’ απλώς τον άνθρωπον. Δια τούτο μη σε μέλλει, θα γράψω την ιστορίαν σου». Ο Ιωάννου, από την άλλη, στο αφήγημά του «Στου Κεμάλ το Σπίτι», σκιαγραφεί μία αντίστοιχα βασανισμένη ύπαρξη, μια μυστηριώδη μαυροφορεμένη γυναίκα που επισκέπτεται στη Θεσσαλονίκη, το σπίτι του αφηγητή. Στέκεται στο κατώφλι, συλλαβίζει παράξενα ονόματα, αναπολεί τα περασμένα, ζητάει νερό μόνο από το πηγάδι της αυλής και μούρα από την «ντουτιά» του κήπου. Οι τακτικές επισκέψεις της προβληματίζουν την οικογένεια του αφηγητή, μέχρι την τυχαία αποκάλυψη ότι είναι «Τουρκάλα» και το σπίτι «τους» είναι τελικά το δικό της πατρικό σπίτι, από το οποίο ξεριζώθηκε με την ανταλλαγή των πληθυσμών, στα χρόνια του μεσοπολέμου. Η επίμονη νοσταλγία της θα μαλακώσει την θυμωμένη ψυχή των πρωταγωνιστών. Μετά τον πόλεμο, η γυναίκα δεν θα ξαναφανεί. Το σπίτι έχει βομβαρδιστεί, το κατώφλι δεν υπάρχει πλέον, ο ξεριζωμός έχει ολοκληρωθεί! Πόσο σπαρακτικά και ανθρώπινα και οι δύο συγγραφείς, με τα παράλληλα διηγήματά τους, αποδεικνύουν πως η προσφυγιά, ο ξεριζωμός, ο πόνος, η οδύνη και η νοσταλγία δε γνωρίζουν εθνικότητα, θρησκεία και σύνορα…

Κι αν η Θράκη είναι η γενέτειρα, στην οποία το αίμα του, όπως δηλώνει, μόνο εκεί τον τραβάει, η Θεσσαλονίκη είναι μια μητριά πατρίδα. Δεν την ερωτεύτηκε, ωστόσο, λιγότερο. Τα σοκάκια της, τα κάστρα του Γεντί-Κουλέ στο Επταπύργιο, ο Βαρδάρης, οι μαχαλάδες, τα αριστοκρατικά σπίτια, οι προσφυγικοί συνοικισμοί, τα λαϊκά καφενεία, οι απλοί ταπεινοί άνθρωποι του μεροκάματου, που κουρασμένοι μοιάζουν πιο αυθεντικοί όταν σχολάνε από τη δουλειά, τα βυζαντινά ψηφιδωτά, οι θερινοί κινηματογράφοι κι εκείνη η σαρκοφάγος, που δεσπόζει επιβλητική, πάνω στην οποία τα νεαρά ζευγάρια έβρισκαν το ερωτικό τους καταφύγιο. Πολλές φορές, ο Ιωάννου φανταζόταν το σκέπασμα να κλείνει ερμητικά την ώρα της ερωτικής τελετουργίας και να παγιδεύει γυμνούς τους δύο εραστές στην αιωνιότητα… Στο βάθος, η Ιστορία: Η Κατοχή και ο Εμφύλιος (στον δεύτερο αναφέρεται συχνά, αλλά -ένα παράξενο πράγμα!- δεν τον κατονομάζει ποτέ). Η μετανάστευση. Η αντικομμουνιστική υστερία. Οι ανερμάτιστες μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Κι αργότερα, όταν βρίσκεται στην Αθήνα, και εκεί αναπλάθει το νέο σκηνικό των πεζογραφημάτων του: Η νυχτερινή Ομόνοια, με τους άγνωστους περαστικούς, τους επαρχιώτες «μες το ψιλόβροχο, αρχές του Μάη» όπως τραγουδούσε ο συντοπίτης του Σαββόπουλος, τους οικοδόμους, τους εργάτες, τους πλανόδιους μικροπωλητές αλλά και τους μελαμψούς μετανάστες να σεργιανούν την άνεργη ξενιτειά τους στους γύρω δρόμους. Κι ο ίδιος, χαμένος στις μεγάλες αρτηρίες, να περιφέρεται ανάμεσά τους, «πάντα μόνος, ξένος, παντάξενος».

Να ακούει τη φωνή του πλήθους, να σκύβει στη μέση του πεζοδρομίου για να αφουγκραστεί τα βήματα των περαστικών και εκεί να καμπυλώνει τη ράχη του για να περάσει γύρω του και πάνω του αυτό το πολύβουο ποτάμι των ανθρώπων, όπως το κούτσουρο που κόβει το ορμητικό νερό. Όλες αυτές οι κινηματογραφικές, ποιητικές μαζί και ρεαλιστικές εικόνες συνωστίζονται στα γραπτά του δημιουργώντας ένα μοναδικό μωσαϊκό του μεταπολεμικού μας πολιτισμού… Η μοναδικότητα της αφηγηματικής φωνής του Ιωάννου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ζωντανή και άμεση γλώσσα που χρησιμοποιεί, η οποία δεν παραπέμπει ούτε στον απλοϊκό προφορικό λόγο, ούτε στην προβλέψιμα επιτηδευμένη γραφή που προσπαθεί να εντυπωσιάσει. Δεν κουράζεται να ανακαλεί το παρελθόν, να γράφει συνειρμικά, να παρεμβάλλει στις πραγματικές ή όχι αναμνήσεις του, σκέψεις και συναισθήματα. Η γραφή του θυμίζει την δική μας ανθρώπινη φωνή της καθημερινής ομιλίας κι ο λόγος του κάτοπτρο πολύτιμο και διαφανές. Πάντα τα έργα του, αυτά τα λευκά, με τα κόκκινα γράμματα, βιβλία του στον Κέδρο θα κοσμούν τις βιβλιοθήκες όσων τυχερών ευλογήθηκαν, σιγά-σιγά, να εισχωρήσουν στο μαγικό του κόσμο! Ποτέ δεν αποχωρίζομαι το «Για ένα φιλότιμο» (η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται ποτέ!), τα «Πολλαπλά κατάγματα», τη «Σαρκοφάγο», την «Πρωτεύουσα των προσφύγων», το «Περί εφήβων και μη», το «Δικό μας αίμα», τον «Επιτάφιο θρήνο»… Ξεφυλλίζοντας τις εξιστορήσεις του, νιώθω ότι ακούω τα λόγια του στα αυτιά μου: «Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι.»

Κάθε Φλεβάρη, με αφορμή την πρόωρη και άδικη αποδημία του, ακούω ευλαβικά εκείνο τον δίσκο με τον ναύτη του Τσαρούχη, στο εξώφυλλο, το «Κέντρο Διερχόμενων» (LYRA 1982), τη μοναδική του, δυστυχώς, στιχουργική απόπειρα. Μουσική του εξαίσιου Νίκου Μαμαγκάκη.

Τραγούδια πολύ ιδιαίτερα και προχωρημένα σε επίπεδο μελωδικής φόρμας αλλά και αρκετά τολμηρά σε στιχουργικό, για την εποχή τους! Τα μοιράζονται τρεις διαφορετικοί ερμηνευτές, που ουσιαστικά υποδύονται συγκεκριμένους ρόλους: Η Ελευθερία Αρβανιτάκη (στο ξεκίνημα της σόλο καριέρας της, μετά τη θητεία της στην Οπισθοδρομική Κομπανία) υποδύεται το ρόλο μιας αφελούς και καλοκάγαθης πόρνης που απευθύνεται στον φαντάρο φίλο της, ο Δημήτρης Κοντογιάννης (με ορμή από την ιστορική «Εκδίκηση της γυφτιάς») έναν λαϊκό τύπο του υποκόσμου και ο Δημήτρης Ψαριανός (δέκα χρόνια μετά τον Μεγάλο Ερωτικό) έναν ευαίσθητο νεαρό που περιμένει μάταια την επιστροφή του αγαπημένου ή της αγαπημένης του (παραμένει σκόπιμα ασαφές). Με αναστάτωσε από το πρώτο άκουσμα.

Αισθαντικές μπαλάντες, ιδιόμορφα λαϊκά τραγούδια, ζεϊμπέκικα με παράξενο ρυθμό (αν δοκιμάσετε να τα χορέψετε, το πιθανότερο είναι να σκοντάψετε…), βαθιά ανθρώπινες εικόνες δένουν ιδανικά με τις ευφάνταστες μελωδίες του Νίκου Μαμαγκάκη. Ο κόσμος αγκάλιασε αρκετά από τα τραγούδια του δίσκου (τι σπάνια μουσική εμπειρία το «Όχι μαζί»), εντούτοις παρά τις αλλεπάλληλες επανεκδόσεις του, αυτός ο κύκλος τραγουδιών από το πουθενά ξεκίνησε και στο πουθενά κατέληξε, αφού δεν σημειώθηκε ανάλογη συνέχεια στον δύσβατο δρόμο που άνοιξαν οι δυο σπουδαίοι δημιουργοί.

Όσες λέξεις κι αν γράψει κανείς για τον Γιώργο Ιωάννου, πάντα θα μένουν πολλά που δεν μπόρεσε ή δεν θυμήθηκε να πει. Τυχεροί όσοι σε στιγμές αδυναμίας ή στοχαστικού αδιεξόδου θα ανατρέχουν στα γραπτά του, να μεταλάβουν το καθάριο νερό της πηγής, της παράδοσης, της ιστορίας, των συλλογικών βιωμάτων, των αυτοσυνειδησιακών μας καταβολών, όσων δεν κατόρθωσε να σκεπάσει η «εξαίσια αστική μας κοινωνία», στην οποία τόσο βασανιστικά, ο καταπιεσμένος αφηγητής ασφυκτιούσε…

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr