Δημήτρης Πατώκος: Η ακριβή λαϊκή στιχουργική του Άκη Πάνου

Δεν είναι ο κόσμος φίλος μου ούτε κι εγώ του κόσμου…                                                                                         […]

NEWSROOM

Δεν είναι ο κόσμος φίλος μου ούτε κι εγώ του κόσμου…

                                                                                                                          Άκης Πάνου

Συχνά με απασχολεί το ερώτημα αναφορικά με το που ακριβώς τοποθετούνται τα όρια ανάμεσα στην υψηλή ποίηση και τον απλό στίχο, προορισμένο να γίνει κάποτε τραγούδι… 

Με ποια κριτήρια και με ποιες προϋποθέσεις μπορούμε να επιχειρήσουμε την κατάταξη ενός στίχου, στο πλαίσιο μιας ποιητικής δημιουργίας μεγάλων αξιώσεων ή της απλής και άμεσης στιχουργίας. Για να αναφέρω ένα απλό παράδειγμα, τα δροσερά μα και απλοϊκά «Ρω του έρωτα» του Οδυσσέα Ελύτη, μπορούν να θεωρηθούν υψηλής ποιότητας ποίηση και όχι ένα πολύ όμορφο και ευθύβολο τραγούδι του Άκου Δασκαλοπούλου; 

Γράφει ο Δημήτρης Πατώκος

Αναντίρρητα, υπήρξαν τραγούδια που κατάφεραν να μιλήσουν απευθείας την καρδιά μας να εκφράσουν κοινωνικές ή ακόμα και υπαρξιακές αγωνίες αλλά και διαχρονικές ανάγκες… Αγαπήθηκαν ως τραγούδια, ψιθυρίστηκαν σε προσωπικές μας στιγμές, ενσάρκωσαν συγκινήσεις, έφτασαν στα χείλη και στην καρδιά χιλιάδων ανθρώπων σε συναυλίες ή οπουδήποτε αλλού … κι όμως, συχνά, αμφισβητείται η λογοτεχνική τους ποιότητα και η δυνατότητα τους να ενταχθούν στο πάνθεον της αποκαλούμενης «υψηλής» ποίησης.

Ο προβληματισμός που τέθηκε δεν είναι τυχαίος. Αφορά μάλιστα αρκετές συγκεκριμένες περιπτώσεις καλλιτεχνών που αναβάθμισαν την ποιότητα του τραγουδιού μας κι όμως ο λόγος τους σπάνια βρίσκει θέση σε γραμματολογίες ή ανθολογίες ποίησης περιωπής!

Για τον Άκη Πάνου, λοιπόν, ο λόγος… Τραγουδοποιός από τους μέγιστους, εντελώς ξεχωριστή περίπτωση ολοκληρωμένου και αυτόνομου δημιουργού.  Άνθρωπος εμπνευσμένος και πολυτάλαντος, ιδιόρρυθμος, ασυμβίβαστος, ανήσυχος διαρκώς, θυμοφιλόσοφος ιδιαζόντως σκωπτικός, ένας μάγκας «κιμπάρης», με δικό του, εντελώς προσωπικό κώδικα ηθικής, «αρχηγός και μοναδικός οπαδός του δικού του κόμματος», όπως δήλωνε χαρακτηριστικά! Γνήσιος και πολυσχιδής καλλιτέχνης, ζωγράφος, μαραγκός, οργανοποιός, μουσικός, συνθέτης, πρωτίστως όμως, σπάνιος στιχουργός, ευλογημένος από τις μούσες… Ένας λαϊκός -πόσο φθαρμένη αλήθεια αυτή η πολύτιμη λέξη!- ποιητής από τους λίγους. Πιστεύω ακράδαντα πως τόσο ο Διονύσης Σαββόπουλος όσο και ο Άκης Πάνου υπήρξαν οι δύο κορυφαίες και εναλλακτικές περιπτώσεις τραγουδοποιών, στο εγχώριο μουσικό μας στερέωμα. Σαν τις δύο όψεις του ίδιου ανεκτίμητου νομίσματος: Από τη μια ο κρυπτικός, πολιτικά υπαινικτικός αλλά ταυτόχρονα και εξωστρεφής λόγος του Σαββόπουλου, που έβαλε φωτιά στην πολιτικοποιημένη νεολαία του ‘70 και από την άλλη η αγωνία ενός ανθρώπου, μέσα από καθαρόαιμες και ευφάνταστες λαϊκές μελωδίες, να εκφράσει σκέψεις, συναισθήματα, αντιλήψεις και να προχωρήσει την θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού λίγο πιο πέρα από τα τετριμμένα στερεότυπα του «σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς, άπιστη γιατί μ’ αφήνεις…» και τα λοιπά…

Από τα βάθη των αρχών της δεκαετίας του ‘60, ξεκινά μαζί με μία ομάδα πρωτογενών λαϊκών συνθετών –τιμητική αναφορά επιβάλλεται στον Απόστολο Καλδάρα-, που με τραγούδια διασκέδασης μέσα από τζουκ-μποξ και μικρά πικάπ, προσπάθησαν να οριοθετήσουν τη μεταρεμπέτικη μουσική μας ταυτότητα, με όχημα τους λαϊκούς ρυθμούς, κυρίως τα εννέα όγδοα και αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή το απαξιωμένο τότε μπουζούκι. Την ίδια περίοδο, ο Μίκης Θεοδωράκης επιχειρεί από τη δική του οπτική, να αναβαπτίσει το λαϊκό τραγούδι μέσα από την ποίηση του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Βάρναλη και του Χριστοδούλου. Για πρώτη φορά παρουσιάστηκε το σπουδαίο αυτό φαινόμενο: Ο συχνά δύσκολος και συμβολικός λόγος των ποιητών να περνάει μέσα από λαϊκές μελωδίες στα χείλη απλών καθημερινών ανθρώπων, εργατών, οικοδομών, ανθρώπων της βιοπάλης και του μεροκάματου, που δεν ήξεραν καν να διαβάζουν. Είναι η πρώτη φορά – ίσως και η τελευταία – που ο οριακός ποιητικός λόγος της γενιάς του ‘30 κατέβηκε και μπήκε αβίαστα στα χείλη του απλού λαού, στις οικογενειακές συναθροίσεις, στις ταβέρνες και τα καπηλειά… 

Κάπου εκεί πιάνει το νήμα ο Άκης Πάνου για να χαράξει και να τραβήξει τον εντελώς δικό του ιδιαίτερο, προσωπικό δρόμο. Αυτάρκης τραγουδοποιός, δεν εμπιστεύεται σε άλλους τους στίχους των τραγουδιών του όπως οι άλλοι ομότεχνοί του, παλεύει με τις λέξεις, σκαλίζει τις φράσεις του με μαστοριά και πόνο, τις ντύνει με τις περίτεχνες μελωδίες του και χωρίς δήθεν καθωσπρεπισμούς αναγορεύει το περιφρονημένο και υποτιμημένο από την τάξη των ελίτ διανοουμένων σε έντεχνο δημιούργημα. Μέσα από τη φόρμα ενός φαινομενικά απλού λαϊκού τραγουδιού, μιας εμπνευσμένης μελωδίας, αναδύονται στίχοι, στους οποίους ελλοχεύουν μηνύματα με πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Τίποτα δεν γράφεται στην τύχη, χάριν μιας αφελούς στιχοπλοκίας. Τίποτα πρόχειρα. Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες διαδέχονται γρήγορα η μία την άλλη: Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (Ρολόι-κομπολόι, Μοίρα μου γιατί αφήνεις, Όταν σημάνει η ώρα), η Μαρινέλλα (Για κοίτα με στα μάτια, Πυρετός [κάθε μία γνωριμία]), η Βίκυ Μοσχολιού (Πήρα απ’ το χέρι σου νερό, Δεν κλαίω που φεύγεις, Ασφαλώς και δεν πρέπει, Θα κλείσω τα μάτια), ο Στράτος Διονυσίου (Ήταν ψεύτικα, Γιατί καλά γειτόνισσα, Στο σταθμό του Μονάχου, Και τι δεν κάνω), η Γιώτα Λύδια (Η πιο μεγάλη ώρα), ο Μιχάλης Μενιδιάτης (Είδα τα μάτια σου κλαμένα), η Πόλυ Πάνου (Δυο αλήθειες, Ούτε σπίθα, ούτε λέξη) ανήκουν στους μεγάλους ερμηνευτές που με το μέταλλο και το βάθος της φωνής τους προσδίδουν στα τραγούδια αυτά την πλατιά απήχηση που τους αξίζει.

«Πήρα μελάνι και χαρτί και κάθισα να γράψω./ Έψαξα θέμα για να βρω, ήρθες εσύ στο βλέμμα μου κι έγινες το θέμα μου./ Μες την καρδιά σου τίποτα! τίποτα μες το βλέμμα. / Κι εγώ δε γράφω τίποτα, αφού δε βρήκα τίποτα, αφού δε βρήκα θέμα.» Μέσα στο υπερβάλλον μελοδραματικό πάθος των λαϊκών τραγουδιών της εποχής, στίχοι σαν κι αυτούς, φανερώνουν την θεμιτή πρόθεση ενός δημιουργού να αρθρώσει έναν λόγο διαφορετικό και πρωτότυπο, τάση που θα εξελίξει αισθητά, στα χρόνια που ακολουθούν.

Κρατώ πάντα μέσα μου ζωντανή την ανάμνηση της μοναδικής φοράς που είχα τη σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσω μια ζωντανή του εμφάνιση. Φοιτητής, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στα θρυλικά 9/8, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Καθίσαμε σε μια γωνιά, μια μικρή παρέα, με ένα κρασί και λίγα φρούτα να παρακολουθήσουμε με ευλάβεια το υπέροχο εκείνο πρόγραμμα. Δεν θα ξεχάσω την ορχήστρα με τους σολίστες στην πρώτη σειρά και τους τραγουδιστές ακριβώς από πίσω, ξεκάθαρη αντίληψη της πρωτοκαθεδρίας των μουσικών. Τον θυμάμαι να κουβεντιάζει στην άκρη του πάλκου με τον Μανόλη Ρασούλη και επιθυμούσα διακαώς να πλησιάσω και να του μιλήσω. Ντράπηκα. Δεν το τόλμησα. Το μετάνιωσα πικρά…  

Παρακολουθώντας, λοιπόν, εκ του σύνεγγυς την καλλιτεχνική πορεία του Άκη Πάνου, αξίζει να σταθούμε σε τρεις κομβικές συνεργασίες που αποτυπώνουν μοναδικά την κορύφωση μιας διαρκώς εξελισσόμενης δημιουργικής έμπνευσης του σπουδαίου δημιουργού.

Α. Η ζωή μου όλη…

Μάλλον αργά για την πορεία και των δυο, γύρω στα 1973, δρομολογείται η πρώτη και τελευταία συνεργασία του Πάνου με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Πολλές φορές, ο Άκης Πάνου είχε δηλώσει ότι ήθελε ο Στέλιος Καζαντζίδης να είναι ο μοναδικός ερμηνευτής των τραγουδιών του. Τον θαύμαζε και τον εκτιμούσε απεριόριστα! Έτσι χτίστηκε μία στενή σχέση, βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό και την εκτίμηση. Καρπός αυτής της σχέσης και συνεργασίας ήταν μόλις… 6 τραγούδια! Αυτά μόνο! Όσα χωρούν σε μία πλευρά ενός δίσκου βινυλίου! 6 μόνο τραγούδια, γεγονός που καθιστά παράδοξη τη μυθολογία που δημιουργήθηκε γύρω από την σχέση των δύο αυτών καλλιτεχνών. Προφανώς, ήταν τέτοια η δυναμική των τραγουδιών αυτών μέσα στο χρόνο, που δικαιολογεί την αίγλη που τα περιβάλλει από τότε. Και τι να πει κανείς για το εμβληματικό «Η ζωή μου όλη»; Ένα απόσταγμα φιλοσοφίας και στάσης ζωής, με λόγο κοφτό, λακωνικό και λέξεις που κόβουν σα λεπίδες… «Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο / που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω / κι όταν γίνει η γόπα κέρασμα στο χάρο / όταν έρθει η ώρα και τόνε τρακάρω». Δυσβάσταχτη αλήθεια, αδύνατο να σε αφήσει ασυγκίνητο! Εδώ, ο κοφτερός λόγος, ο φαινομενικά αγοραίος του πεζοδρομίου, μετουσιώνεται λογοτεχνικά σε αμείλικτη φιλοσοφία. Είναι κρίμα που το βάρος αυτών των επιτακτικών στίχων επισκίασαν τη απήχηση των υπολοίπων μικρών αριστουργημάτων, όπως το «οι μισοί καλοί σε μοναστηριού κελί / κι οι άλλοι στο τρελάδικο / απ’ το κακό κι απ’ τ’ άδικο…», μαζί με το «θολωμένο μου μυαλό μ’ έχει προδώσει προ πολλού…» ή το, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κορυφαίο μουσικά και στιχουργικά «Τα όνειρα χτίζονται»: «Τα όνειρα που μένουνε μονάχα μες στη σκέψη / κανείς μην τα πιστέψει, τα σβήνει η ζωή. / Τα όνειρα που χτίζονται κι αντέχουνε στο χρόνο / υφαίνονται με πόνο, χωρίς αναπνοή. / Είναι τόσο σκληρός ο αγώνας μα τόσο γλυκός, είναι τόσο μεγάλη η ζωή όταν ζεις διαρκώς / κι έτσι φτάνεις στο τέρμα, χωρίς να ‘χεις νιώσει μικρός / και παλεύεις, πεθαίνεις, περνάς, μα δεν είσαι νεκρός». Τι κρίμα που αυτή η συνεργασία δεν είχε συνέχεια στα χρόνια που ακολούθησαν… Τι κρίμα που ένας Στέλιος Καζαντζίδης δεν μπόρεσε να κερδίσει το διαβατήριο της αιωνιότητας και με άλλους στίχους σαν κι αυτούς…

Η τελευταία συνάντηση των δύο αυτών μυθικών προσώπων έλαβε χώρα λίγο πριν το τέλος της ζωή τους. Ο Άκης Πάνου μεταφέρεται κατάδικος και άρρωστος, μετά από ιατρικές εξετάσεις, από το Γενικό Κρατικό Νίκαιας στις φυλακές Κορυδαλλού. Οι αστυνομικοί και ένας γιατρός που τον συνοδεύουν, συνεννοημένοι μεταξύ τους, του επιφυλάσσουν μια έκπληξη. Θα κάνουν κατά την επιστροφή τους, μια παράκαμψη σε ένα ταβερνάκι, γνωστό στέκι του Στέλιου, δυο στενά μακριά από τη φυλακή. Κάποιος θα σφυρίξει του Καζαντζίδη ότι έξω από το μαγαζί βρίσκεται ο Άκης Πάνου. Τα χάνει! Χωρίς δεύτερη σκέψη, βγαίνει έξω βιαστικά και τον βλέπει καταπονημένο. Μόλις αντικρίζουν, μετά από χρόνια, ο ένας τον άλλον, η συγκίνηση περισσεύει. Θα αγκαλιαστούν εκεί, στη μέση του δρόμου, στα έκπληκτα μάτια των περαστικών. Θα προχωρήσουν μέσα στη μικρή ταβέρνα κι εκεί θα τα πουν οι δυο τους για ώρα πολλή. Στην πραγματικότητα, είναι το τελευταίο αντίο των δύο μυθικών προσώπων του νεοελληνικού μας τραγουδιού, λίγο πριν φύγουν για πάντα από τη ζωή, μακριά από τα φώτα και τις αδιάκριτες κάμερες…

Β. Άστον τρελό στην τρέλα του…

Ο δίσκος «Παρών» θα κυκλοφορήσει γύρω στα 1977 και ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη κατάθεση ενός σπουδαίου κύκλου τραγουδιών από την πλευρά του δημιουργού. Να το ξεκαθαρίσουμε!

Δεν πρόκειται για 12 απλά λαϊκά τραγούδια. Πρόκειται για 12 αληθινά διαμάντια που αναδεικνύουν χωρίς περιστροφές μια μοναδική -ποιητική πρωτίστως- ωρίμανση της καλλιτεχνικής έκφρασης του Άκη Πάνου. Μου έκανε αρχικά εντύπωση εκείνο το «ποίηση-μουσική» στο εξώφυλλο.

Το θεώρησα ένα είδος αυτοσαρκασμού από την πλευρά του. Με το πρώτο άκουσμα του δίσκου, όμως, κατάλαβα ότι, με σπάνια αυτοεπίγνωση, κυριολεκτούσε! Οι πρώτοι στίχοι του πρώτου κιόλας τραγουδιού με έπιασαν εξ απήνης: «Ας είχα το κουράγιο ν’ ανεβώ / στο πιο ψηλό ψηλό βουνό απάνω / τ’ αστέρια με τα χέρια μου να πιάνω / με το Θεό να νιώσω συγγενής / κι ας μη με δει κανείς». Ξαφνιάστηκα! Είπα μέσα μου «τώρα τι γίνεται εδώ;»…

Ακόμα και η πλούσια ενορχήστρωση, η παράξενη μελωδία, το αμήχανο και ζαλισμένο μπουζούκι φανέρωναν ότι εδώ συμβαίνει κάτι μοναδικό και ιδιαίτερο. Οι προσδοκίες που γεννούσε μια τέτοια έναρξη θα δικαιωνόταν στα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου: «Άμα περάσει τούτο δω / τι να μου κάνουν τ’ άλλα; / ετούτο είν’ ωκεανός / και τ’ άλλα είναι στάλα». Λόγος ευθύβολος, διαυγής και αμείλικτος, ο ορισμός της καθάριας λαϊκής ποίησης.

Το μουσικό αυτό έργο συνέπεσε – ίσως και να προέκυψε από αυτή!- με μία σοβαρή περιπέτεια υγείας που κατέβαλε ψυχολογικά τον Πάνου. «Το φαρμάκι φτάνει κάποτε στα χείλη / και από το στόμα βγαίνει ο λόγος ο πικρός / αγανάκτηση, απόγνωση, σκαμπίλι / από κείνον που δικάστηκε μικρός. / Το φαρμάκι κάποια μέρα ξεχειλίζει / πλημμυρίζει την ψυχή η απελπισιά / κι όταν πάψει ο πονεμένος να ελπίζει / για το σύμπαν χαλαλίζει μια βρισιά». Οι κοινωνικές αναφορές με τον μανδύα της δηκτικής κριτικής δεν απουσιάζουν. Διεκδικούν, με όπλο την αφοπλιστική τους απλότητα, να ακουστούν ως καθαρός καταγγελτικός λόγος χωρίς κακόηχες παρεμβολές: «Την κοινωνία / που πιστεύει και παλεύει και ελπίζει / μα αυτό που χτίζει / από τη μοίρα της σπρωγμένη το γκρεμίζει … Τι ειρωνεία / εμείς τη φτιάξαμε αυτή την κοινωνία…». Μια πικρότατη μελωδία με υπέροχα γυρίσματα απογειώνει μοναδικά τον υπέροχο στίχο.

Το τραγούδι, βέβαια, που λατρεύτηκε με πάθος από το ευρύ κοινό και επισκίασε –αδίκως- όλα τα υπόλοιπα είναι ο περίφημος «Τρελός». Μιλάμε για πραγματική υστερία, σε τέτοιο βαθμό, που σε επόμενη επανέκδοση του δίσκου, ο τίτλος του τραγουδιού κατέλαβε «δικαιωματικά» το εξώφυλλο: «Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του / και μη τον συνεφέρεις / Τι κρύβει μέσα το μυαλό / ενός τρελού δεν ξέρεις. / Βρε άσ’ τον τρελό στην τρέλα του / άσ’ τονε στο όνειρό του / Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε / κι έφτιαξε ένα δικό του». Τι εύστοχη και φιλοσοφημένη προσέγγιση ενός τόσο λεπτού και ευαίσθητου ζητήματος. Η απόφαση της δισκογραφικής εταιρείας να λανσάρει το τραγούδι αυτό στην αγορά με τη μορφή μικρού δίσκου 45 στροφών υποθήκευσε την ευρεία απήχηση και την εμπορική καταξίωση του συγκεκριμένου κύκλου τραγουδιών. Κρίμα… 

Μια βαθιά υπόκλιση για τον δίσκο αυτό! Καταλαμβάνει επάξια τη θέση του πλάι στα οριακά έργα των μεγάλων Δημιουργών, όπως το «Νυν και Αεί» του Ξαρχάκου ή τη «Θητεία» του Μαρκόπουλου. Κι ας παραμένει ακόμα, σχεδόν σαράντα χρόνια από την κυκλοφορία του, δίσκος προς ανακάλυψη, αναγνώριση και κατανυκτική ακρόαση, με την υπέροχη, λιτή και δωρική ερμηνεία του Μανώλη Μητσιά. «Περπατώ στις γειτονιές και μαζεύω τους καημούς /  και με νότες λυγμούς τι τραγούδι να γράψω; /  Αν γελάσει η ζωή θα γελάσω κι εγώ, /  όταν κλαίει η ζωή  πώς μπορώ να μην κλάψω;»… Τόσο απλά, τόσο αυθεντικά…     

Γ. Θέλω να τα πω…

Πέντε χρόνια μετά, θα έρθει και η επόμενη ολοκληρωμένη εργασία του τραγουδοποιού, ο οποίος εδώ κατασταλαγμένος πλέον στις αντιλήψεις του καταθέτει πρόταση για το ελληνικό τραγούδι. Αυτή είναι εμφανής όχι μόνο στα τραγούδια αλλά και στο σημείωμα που συνοδεύει τον δίσκο. Υπερασπίζεται με πάθος την πολύτιμη απλότητα και αμεσότητα μιας ακριβής λαϊκής στιχουργίας, ικανής να μιλήσει στην καρδιά του λαού, απέναντι στον «κουλτουριάρικο» και υπερεκτιμημένο ακαταλαβίστικο στίχο: «Δεν είναι τραγικό αν σε καταλάβουν και δεν σε δεχτούν. Τραγικό είναι να σε δέχονται χωρίς να σε καταλαβαίνουν» θα γράψει χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο του δίσκου. «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. Εδώ ο ευρέως πλέον διακριτός ποιητικός λόγος του Άκη Πάνου καθιερώνεται οριστικά και αμετάκλητα. «Τούτος ο τάφος / δεν είναι τάφος / είναι παραδείσου η πόρτα / στον Αναμάρτητο. / Τούτος ο τάφος / δεν είναι τάφος / είναι των παθών σου το τέλος / κι η απολύτρωση». Ποτέ άλλοτε η υπαρξιακή αγωνία δεν αποτυπώθηκε με τόση ενάργεια σε ένα λαϊκό τραγούδι.

Και εδώ, ο κοινωνικός προβληματισμός βαθαίνει περισσότερο. Το τραγούδι «Χαροκόπου 1942-1953» αναπαριστά σπάνιας ευφυΐας νατουραλιστικές εικόνες: «Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά- / πού να ξαπλώ- να κλείσεις μά- ; / Ο ένας πάει σινεμά / ο άλλος πέφτει και κοιμά- / ύπνος με βάρδια δηλαδή / στην πόρτα σύρμα για κλειδί. / Εφτά νομά-  δυστυχισμέ-  / σ’ ένα δωμά- φυλακισμέ- / δικαίως αγανακτισμέ-/ και με τα πάντα αηδιασμέ- / Πώς τα ’χεις έτσι μοιρασμέ-  / ντουνιά ψευτοπολιτισμέ- ;». Παράλληλα, μία συχνά αδιέξοδη και ατελέσφορη οργή αγγίζει τα όρια του αναρχικού λόγου που ανατρέπει στερεότυπα: «Μη μιλάς μες τη μιζέρια / περί ήθους και τιμής / φέρε του ληστή τα χέρια / να ρεφάρουμε κι εμείς».

Η διεισδυτικότητα των κοινωνικών αναφορών συχνά σοκάρει με τον ωμό ρεαλισμό της:  «Δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξεις έχει κι η λάσπη ηδονή / και με τη λάσπη θες να φτιάξεις αγάπη σαν αληθινή. / Για μένα ο δρόμος είναι δρόμος στον εαυτό σου έτσι λες / τι πα να πει βρωμιά και τρόμος κατήφορος και προσβολές / Για σένα ο δρόμος είναι δρόμος τι πα να πει είναι στραβός / ποιο θα `ναι το φινάλε όμως δε το μαντεύεις ακριβώς». Πέρα από μία βιωματική ή όχι γραφή, στο επίκεντρο παραμένει πάντα ο άνθρωπος, ο απλός και ταπεινός, που ενδίδει, που μαθαίνει να σκύβει το κεφάλι με μια «υπόκλιση μέχρι τους αστραγάλους», που συμβιβάζεται πασχίζοντας να επιβιώσει, που ξέχασε να διεκδικεί ακόμα και τα στοιχειώδη για την αξιοπρέπειά του: «Και κάνοντας συμβιβασμούς με τη συνείδησή του / για μια σταγόνα έλεος πουλώντας την ψυχή του / και κάνοντας συμβιβασμούς με τη συνείδησή του / έζησε με το τίποτα και πέθανε μαζί του»…

Το μουσικό και ποιητικό σύμπαν του Άκη Πάνου, στο σύνολό του δεν συνιστά μονάχα ένα ζωντανό ντοκουμέντο του νεοελληνικού μας τραγουδιού αλλά και μία ζωντανή ιστορία και καταγραφή του πόνου και του καημού του μεταπολεμικού «εν γένει πάσχοντος ανθρώπου». Πόσο ειρωνική, άραγε, ηχεί εκείνη η ετυμηγορία του δικαστηρίου, που τη στιγμή της καταδίκης, που σημάδεψε άδοξα το τέλος της ζωής του, δεν του αναγνώριζε κανένα ελαφρυντικό και «καμία αξιόλογη προσφορά στην πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας». Άραγε αυτό το τελευταίο, πώς και με ποιά κριτήρια το απεφάνθησαν;

Πέρα, λοιπόν, από την «τακτική δουλεία του δικαστή που δεν καταλαβαίνει», όπως τραγουδούσε ο Διονύσης στο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», ο Άκης Πάνου είναι ο άνθρωπος εκείνος που με γραμματικές γνώσεις δημοτικού, κατόρθωσε να φτάσει το λόγο του έντεχνου λαϊκού μας τραγουδιού σε επίπεδα ζηλευτά, που δεν έχουν ακόμα αποτιμηθεί αναλόγως. Και να απελευθερώσει την ηθική και τη σκέψη μας από τη μικροαστική μιζέρια και τη σεμνοτυφία, σύνδρομα που ταλαιπώρησαν εξακολουθητικά τον συλλογικό, ελλαδικό μας βίο…

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr