Δημήτρης Πατώκος: Η «θητεία» του Μάνου Ελευθερίου στο αιώνιο κάλλος… (μέρος 2ο)

Δάσκαλε, τι κάνεις; Καλησπέρα κύριε Μάνο μου! Κερί… Ο ίδιος, μονότονα χιουμοριστικός διάλογος επαναλαμβανόταν στην έναρξη κάθε τηλεφωνήματος τους τελευταίους δύο μήνες της ζωής του. Αυτή η βραδινή επικοινωνία, σχεδόν σε καθημερινή βάση, είχε γίνει μια πολύ γλυκιά συνήθεια, πάντα βέβαια σε συγκεκριμένη ώρα, αφού η πολύωρη ενασχόληση με το χειρόγραφό του απαιτούσε αυτοσυγκέντρωση, πειθαρχία […]

NEWSROOM

Δάσκαλε, τι κάνεις; Καλησπέρα κύριε Μάνο μου! Κερί…

Ο ίδιος, μονότονα χιουμοριστικός διάλογος επαναλαμβανόταν στην έναρξη κάθε τηλεφωνήματος τους τελευταίους δύο μήνες της ζωής του. Αυτή η βραδινή επικοινωνία, σχεδόν σε καθημερινή βάση, είχε γίνει μια πολύ γλυκιά συνήθεια, πάντα βέβαια σε συγκεκριμένη ώρα, αφού η πολύωρη ενασχόληση με το χειρόγραφό του απαιτούσε αυτοσυγκέντρωση, πειθαρχία και μια κάποια απομόνωση, καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας. Πάλευε με τις λέξεις και τις εικόνες. Ακούραστος εργάτης της γραφής, μέχρι την τελευταία στιγμή…

Γράφει ο Δημήτρης Πατώκος

Ο γλυκός κύριος Μάνος… Πάντα προσηνής, αυθεντικός, καταδεκτικός, ενίοτε  καυστικός, γλυκύτατα πικρόχολος μα και ταπεινός, δωρικός και δοτικός! Όλα στον υπερθετικό βαθμό… Με μία συστολή και ανυπόκριτη διακριτικότητα που μόνο ένας αυθεντικός μύθος μπορούσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια να αποπνέει. Το σκυφτό του περπάτημα, οι αργές του κινήσεις, η άρτια εκφορά του λόγου του με τον χαρακτηριστικό χαμηλόφωνο, σχεδόν μελωδικό του τόνο, με το απαράμιλλο ήθος και τη σπάνια ευγένειά του φανέρωναν το μεγαλείο ενός ανθρώπου που δεν ήταν του κόσμου τούτου…

Το ζεστό και φιλόξενο σπίτι του κουβαλούσε ζωντανή ιστορία δεκαετιών. Μια μικρή ισόγεια γκαρσονιέρα χωρούσε μέσα της συναρπαστικά κειμήλια της νεότερης ιστορίας μας: καρτ – ποστάλ, σπάνιες εκδόσεις, φωτογραφίες του μεσοπολέμου, ενθύμια από τη Σύρο, μελανοδοχεία, προπολεμικά ενδεικτικά και απολυτήρια, δακτυλογραφημένα θεατρικά έργα με τις σημειώσεις των ηθοποιών για τις πρώτες ακροάσεις των ρόλων τους… Όλα ταξινομημένα σε φροντισμένα λευκώματα και περιποιημένους φακέλους με καλλιγραφικές ετικέτες… Και πόσα άλλα αταξινόμητα ακόμα, στοίβες ολόκληρες, ανατριχιαστικά τεκμήρια ζώσας ιστορίας…

  • “Να δω πότε θα προλάβω να τα τακτοποιήσω όλα αυτά, μου έλεγε. Βέβαια, το πιο σημαντικό μου αρχείο δεν στο έχω δείξει ακόμα. Να ξέρεις ότι έχω το πλήρες ιστορικό των ασθενειών μου από το 1974″, αυτοσαρκαζόταν πάντα με ένα απροσδιόριστο χαμόγελο.

Τον θυμάμαι να ανοίγει την πόρτα του με εκείνο το αργό του βήμα. Να κάθεται πάντα στη συγκεκριμένη αγαπημένη του πολυθρόνα καπνίζοντας slim τσιγάρα, ποτέ ολόκληρα. Να απαντά με ευγένεια στο τηλέφωνο που δεν σταματούσε να χτυπά, πάντα με τρυφερότητα ξεχωριστή όταν η λατρεμένη του αδερφή, η κυρία  Λιλή τον ρωτούσε στοργικά αν χρειάζεται κάτι. Να μου δείχνει με συγκίνηση μικρού παιδιού χειρόγραφα με ρόλους και σχόλια της αδικοχαμένης, θρυλικής ηθοποιού του μεσοπολέμου Ελένης Παπαδάκη, που εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ στις αγριότητες των Δεκεμβριανών, με την κατηγορία της φιλογερμανικής της στάσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και με το μύθο της οποίας καταπιάστηκε για πολλά χρόνια της ζωής του. Ήταν φανερό πως το αφιερωμένο σε εκείνη μυθιστόρημά του, «Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές» δεν είχε κλείσει τους λογαριασμούς του μαζί της. Ξεφύλλιζα μαγεμένος τις κιτρινισμένες, δακτυλογραφημένες σελίδες με διαλόγους και σημειώσεις στο περιθώριο, από τον «Πρίγκιπα του Χόμπουργκ» του Κλάιστ ή τον «Ιδανικό σύζυγο» του Όσκαρ Γουάιλντ, ενώ εκείνος με παρατηρούσε υπομονετικός και αμίλητος με ύφος σοβαρό, όπως απαιτούσε η τελετουργία της στιγμής…

Κι όλο να δίνει… να προσφέρει… να χαρίζει… Απλόχερα! Μια σακούλα με βιβλία, δίσκους, χειρόγραφα και σπάνια ντοκουμέντα με περίμενε σε κάθε μου επίσκεψη. Θυμάμαι, κάποια φορά που κουβεντιάζαμε για τον «Άγιο Φεβρουάριο», του εξέφρασα την απογοήτευσή μου που δεν είχα κατορθώσει να βρω την πρώτη έκδοση του δίσκου, με το διπλό εξώφυλλο και τις φωτογραφίες από τη Σμύρνη. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και έλαβα με το ταχυδρομείο ένα πακέτο με το βιβλίο του «Μαύρα Μάτια: ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία» και ένα μπιλιέτο που έγραφε: «Δημήτρη, Άγιος Φεβρουάριος ευρέθη (τη χάρη του να’ χουμε!). Κανόνισε συνάντηση να στον παραδώσω ιδιοχείρως! Μάνος… ».

Σε κάθε μας τηλεφώνημα, ετίθετο πάντα η κλασική ερώτηση «τι ωραίο διάβασες σήμερα;». Τύχαινε να διαβάζουμε τον περασμένο Ιούνιο το ίδιο βιβλίο, την «Ελλάδα του Όθωνα» του Εντμόντ Αμπού, που το έβρισκε διεισδυτικό και άκρως καυστικό για τα εγχώρια ήθη μας μα και εξαιρετικά επίκαιρο, μολονότι εγράφη σχεδόν δύο αιώνες πριν. Δεν παρέλειπε, επίσης, να μου δηλώνει τον βαθύ θαυμασμό του για την εργασία του Παντελή Μπουκάλα πάνω στον «πόνο και τον πόθο στην δημοτική ποίηση», που τον είχε πραγματικά γοητεύσει. «Τι έξοχη και διεισδυτική μελέτη! Μην το χάσεις με τίποτα» έλεγε και ξανάλεγε…

Ποτέ δεν παραπονέθηκε για τις ενίοτε επίμονες απορίες μου πάνω σε γρίφους και συμβολισμούς των στίχων και των τραγουδιών του. Ακόμα κι αν η πρώτη του αντίδραση ήταν στο στυλ «τώρα τι τα θέλεις όλα αυτά… παλιές ιστορίες!», εντούτοις με ύφος πατρικό, ένιωθα ότι απολάμβανε να με καθοδηγεί μεθοδικά στον αποσυμβολισμό τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο Κώστας Μίχος, αινιγματικός ήρωας ενός από τα πλέον εμβληματικά του τραγούδια, από τα «Τροπάρια για φονιάδες» του Θάνου Μικρούτσικου: «Κώστα Μίχο, γιατί κρύβεις τ’ όνομά σου; / Στα καφενεία που συχνάζεις δεν κατοικούν οι παντοκράτορες. / Κώστας Καρυωτάκης γράφει κι η ταυτότητά σου,  / πρίγκιπας επάγγελμα, πρίγκιπας για τη γενιά σου. / Παραμονεύουν οι φασίστες με τους ψευδομάρτυρες. / Κώστα Μίχο, σε ποιον κρύβεις τ’ όνομά σου; / Μες στα ένδοξα Παρίσια δεν κερδίζεις τον παράδεισο. / Την ξυραφιά του Ρεμπώ τη σκεπάζουν τα μαλλιά σου,  / δεν φτάνουν όλα τα νερά της γης να πλύνουν το άγαλμά σου, / μια νεκροψία, κι ύστερα το γαλανό πουκάμισο. / Κώστα Μίχο, μη μου κρύβεις τ’ όνομά σου. / Ένα κλαδάκι ουρανός ήταν μονάχα ο κλήρος σου.».

Το αίνιγμα δεν άργησε να ξεδιαλυθεί: Ο Μίχος υπήρξε επίσης ποιητής, φίλος επιστήθιος και συνομήλικος του Μάνου Ελευθερίου, ένας νέος ευκατάστατος και ιδιαίτερα ευαίσθητος, με καίριους και ευθύβολους –υπαρξιακούς- στίχους, όπως διαπίστωσα, όταν την επόμενη μέρα πήρα στα χέρια μου φωτοτυπημένες και δεμένες από τον κύριο Μάνο τις από χρόνια εξαντλημένες ποιητικές του συλλογές «Βαβέλ» και «Κβάντα και αβαρή ρευστά». Μου αφηγήθηκε παράξενες αλλά και χαριτωμένες ιστορίες από το παρελθόν, όπως και την προσβολή που υπέστη στο φιλότιμο και την αξιοπρέπειά του, γεγονός που τον οδήγησε στην αυτοκτονία το 1974, πραγματικά δι’ασήμαντον αφορμή! Ίσως με τον τρόπο που πεθαίνουν καμιά φορά οι ποιητές, σαν τα σύννεφα με παντελόνια του Μαγιακόφσκι.

  • Εντάξει, του έλεγα, καταλαβαίνω τώρα γιατί η ταυτότητά του έγραφε Κώστας Καρυωτάκης! Οι φασίστες με τους ψευδομάρτυρες, όμως, εδώ τι ρόλο παίζουν; Ούτε στους στίχους του διέγνωσα κάποια ιδιαίτερη πολιτική διάσταση…
  • “Εξυπνάδες”, μου απάντησε με αυτοκριτική λακωνικότητα, κουνώντας το κεφάλι χωρίς διάθεση για περεταίρω διευκρίνιση.

Η τελευταία μας έξοδος ήταν την τελευταία Δευτέρα της ζωής του, δύο μέρες πριν εισαχθεί στο νοσοκομείο για εκείνη την επέμβαση. Βραδάκι… Είχε ετοιμάσει με συγκινητική φροντίδα έναν ογκώδη φάκελο με χειρόγραφα και σημειώσεις, από το τελευταίο του, ακυκλοφόρητο ακόμα τότε μυθιστόρημα, τους «Άνδρες του αίματος»…

  • Τετάρτη θα μπω στο νοσοκομείο… Έλα να τα πούμε λίγο από κοντά, γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται, έλεγε …
  • Μήπως δε νιώθετε καλά; Θέλετε να το αναβάλουμε για μετά;
  • Δεν υπάρχει «μετά» για τον γέρο, παιδί μου, δήλωνε γελώντας. Άλλωστε, αν αύριο πεθάνω, θα βγεις να πεις στις ειδήσεις ότι ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον Ελευθερίου ζωντανό…! Λάτρευε το μαύρο, καυστικό χιούμορ…

Ένιωθε κουρασμένος μα ήταν ευδιάθετος… «Δε φοβάμαι. Νιώθω λίγο τρακ», εξομολογήθηκε, «σαν να πρόκειται να βγω στη σκηνή»… Το αδιάκριτο βλέμμα μου πήρε στην άκρη του καθιστικού μια μικρή βαλίτσα μισοέτοιμη με τα χρειώδη…

Βγήκαμε μια βόλτα στη γειτονιά. Περπατήσαμε λίγο και μιλήσαμε για πολλά. Για άλλη μία φορά, υπέμενε με στωικότητα τις κουραστικές μου ερωτήσεις αλλά και τον τόσο προβλέψιμο, μα ολοφάνερα ειλικρινή θαυμασμό μου για κάποια λατρεμένα μου ποιήματα, όπως το αριστουργηματικό «πλοίο Ναυκρατούσα», τον «Περίπατο στη Νιγρίτα» ή τον «Θάνατο από καημό»:

  • Εκείνο το «σε κυνηγάνε σαράντα νησιά, μη σταματήσεις για νερό και εκκλησιά», τι εικόνα κύριε Μάνο!
  • Μπα! Δικό μου είναι αυτό; ρωτούσε εμβριθώς μορφάζοντας… Δεν ήξερα αν πράγματι το εννοούσε… Τον πείραζα…
  • Αχ! Ου γαρ έρχεται μόνον, κύριε Μάνο…
  • Σε μένα δυστυχώς Δημήτριε, ήρθε μόνον, απαντούσε με το γλυκό του γέλιο…

Καθίσαμε στο ορισμένο εστιατόριο. Παρήγγειλε κάτι ελαφρύ αλλά και το καθιερωμένο του ουίσκι. Μόλις απομακρύνθηκε η νεαρή σερβιτόρα, δεν παρέλειψε να σχολιάσει ψιθυριστά, σαν να διαπράττει παιδική αταξία: «Παράξενη φωνή είχε αυτή η κοπέλα, δε βρίσκεις;». 

Πόσα δεν είπε εκείνο το βράδυ… Ζωγράφιζε εποχές και εικόνες στον αέρα!  Για τον αγαπημένο του δάσκαλο, τον Κάρολο Κουν. Για τον μυθικό Γιάννη Τσαρούχη, «τον πιο σημαντικό πνευματικό άνθρωπο που γνώρισε στη ζωή του». Για τον λατρεμένο του Μίκη Θεοδωράκη, και το ενδόμυχο παράπονο, που δεν τον άφηνε ποτέ να ησυχάσει, «γιατί ποτέ δεν του έδωσε σημαντικούς στίχους, εφάμιλλους ενός τέτοιου μεγέθους». Για τον «κολλητό» του φίλο, τον Μάνο Λοΐζο που δεν έγραψαν ποτέ ούτε ένα τραγούδι μαζί, καθώς «δεν του άρεσαν οι στίχοι μου, τους έβρισκε πολύ τραχείς! Σκέψου ότι μου είχε απορρίψει το Τρένο φεύγει στις οχτώ!»). Για τον Μάνο Χατζιδάκι και μια συνεργασία που δεν ευδοκίμησε μετά τα τραγούδια του «Οδοιπόρου». Μάλιστα όταν του σύστησε έναν νέο στιχουργό για συνεργασία, ο Χατζιδάκις ρώτησε χαμογελώντας: «Γράφει πολύ ωραία, αλλά έχει ήθος;;;». (Δεν θα ξεχάσω τα γέλια του κυρίου Μάνου όταν αφηγείτο το περιστατικό αυτό μιμούμενος μάλιστα τη χαρακτηριστική προφορά του Χατζιδάκι. Πάντως υποπτεύομαι ότι έκανε λόγο για τον Μιχάλη Μπουρμπούλη, με τον οποίο έκαναν μετά μαζί τον δίσκο «Για την Ελένη»).

Για την τελευταία του ποιητική συλλογή, τον «Νοητό Λύκο» που τόσο υπέροχα μελοποιούσε ο αγαπημένος του Γιώργος Ανδρέου, τον οποίο «εγκαρδίωνε για να το ολοκληρώσει». Για τους αγαπημένους του Γιάννη Σπανό και Δήμο Μούτση, τους οποίους χαρακτήριζε «ταλέντα χειμαρρώδη!». Για τον Σταύρο Κουγιουμτζή και τον ιδιαίτερο τρόπο που έγραψαν και ηχογράφησαν το αριστούργημα «Του κάτω κόσμου τα πουλιά». Για τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, «πανάξιο μελωδό», με τον οποίο έγραψαν μαζί το λατρεμένο μου διαμαντάκι «Σε βρήκα στη Μονεμβασιά». Μου εκμυστηρεύτηκε μάλιστα πως οι στίχοι αυτοί εντάσσονταν στον κύκλο τραγουδιών «Θητεία», που μελοποιούσε εκείνη την εποχή ο Μαρκόπουλος. Ωστόσο, το συγκεκριμένο τραγούδι τον παίδευε πολύ, δεν ένιωθε τη μελωδία του αντάξια του στίχου. Τελικά, στον δίσκο μπήκε μόνο η ορχηστρική εκδοχή του (αν το ακούσετε, οι στίχοι ταιριάζουν απόλυτα στο μέτρο!) και ευτυχώς τους στίχους αυτούς τους μελοποίησε λίγο αργότερα υποδειγματικά ο Κηλαηδόνης! Για τον Γιώργο και την Άννα Νταλάρα που τους ένιωθε σαν «πραγματική του οικογένεια». Για την ιδιαίτερη αδυναμία του στην αδερφή του, τη Λιλή αλλά και την Αγγελική, για την οποία υποστήριζε «ότι ήταν πολύ καλύτερη ποιήτρια από εκείνον».

«Ξέρεις… θα σου φανεί παράξενο… μα κατά βάθος, νιώθω αποτυχημένος» δήλωσε με πικρία, απροσδόκητα, έπειτα από μία μικρή σιωπή, προσπαθώντας με το βλέμμα του να διαγνώσει μια κάποια αντίδραση στην τόσο παράδοξη δήλωσή του. Χαμογέλασα αμήχανος και μάλλον απορημένος. Δε βρήκα τίποτε σημαντικό να του πω. Στο σκέψη μου εκείνη τη στιγμή –δεν ξέρω γιατί – ήρθε εκείνη η κουβέντα του, που είχα διαβάσει σε μια παλιά του συνέντευξή: «Αν για κάθε αναπτήρα που άναβε σε συναυλία, όταν παίζονταν τα Παραπονεμένα Λόγια, έπαιρνα μία δραχμή, τώρα θα είχα δύο πολυκατοικίες».

Είναι τόσα αυτά που ξεχνώ και τόσα άλλα που ήθελα από καιρό να γράψω όταν θα περνούσε η φόρτιση των ημερών, έτσι για να βρει χώρο η πολύτιμη μνήμη και να μη μείνει αχαρτογράφητη η ακριβή συγκίνηση…

Στο τέλος της βραδιάς, αποσύρθηκε διακριτικά για να διευθετήσει το ζήτημα του λογαριασμού. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά σε λίγο τον είδα να επιστρέφει στο τραπέζι με ένα κουτί γλυκά τυλιγμένα με μία υπέροχη κόκκινη κορδέλα. «Είναι η καλύτερη μηλόπιτα της περιοχής. Δοκίμασέ τη και θα με θυμηθείς».

Μου ζήτησε να τον κατεβάσω με το αυτοκίνητο στην Αθήνα. Είχε μια συνάντηση, με το γιατρό του ή τον φίλο του, τον Θανάση Νιάρχο, δε θυμάμαι… «Μόλις τελειώσει η εγχείρηση και πάνε όλα καλά, θα περιμένεις τέσσερεις μέρες και μετά θα με πάρεις τηλέφωνο!» μου έδωσε τις τελευταίες σαφείς του οδηγίες… Κατέβηκε κάπου στη Σόλωνος… Με τις αργές προσεκτικές του κινήσεις…

  • Μη χάνεσαι αγόρι μου…, μου είπε. Μου φάνηκε σα συγκίνηση, μπορεί να κάνω και λάθος. Κοντοστάθηκε και πάλι για λίγο στην πόρτα… Το ξέρεις ότι κάποτε υπήρχε περιοδικό με τίτλο «Μη χάνεσαι!»; ρώτησε χαμογελώντας. Σε αυτό δημοσίευε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης τα διηγήματα του! Το ξέρεις;…

Έκλεισε την πόρτα και προχώρησε αργά με το σκυφτό του βήμα, μέχρι που χάθηκε σε μία κάθετο της Σόλωνος… Δευτέρα μεσάνυχτα… Τελευταία εικόνα…

Το ξέρω κύριε Μάνο μου… το ξέρω…

Στην κα Λιλή Ελευθερίου, για την φιλία και την εμπιστοσύνη της…

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr