Δημήτρης Πατώκος: Το μετέωρο… ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας

-Πώς σε λένε; -Γιώργο… εσένα; -Ευδοκία…! Αν ο νατουραλισμός, τουλάχιστον στον κινηματογράφο είχε όνομα, σίγουρα θα λεγόταν Ευδοκία… Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 70. Η παντοκρατορία της τηλεόρασης είναι πλέον γεγονός. Σήριαλ κάθε είδους και τηλεοπτικά «σόου» αλήστου μνήμης και ποιότητας κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον χιλιάδων τηλεθεατών, που κλείνονται στα σπίτια τους και παρακολουθούν […]

NEWSROOM

-Πώς σε λένε; -Γιώργο… εσένα; -Ευδοκία…!

Αν ο νατουραλισμός, τουλάχιστον στον κινηματογράφο είχε όνομα, σίγουρα θα λεγόταν Ευδοκία…

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 70. Η παντοκρατορία της τηλεόρασης είναι πλέον γεγονός. Σήριαλ κάθε είδους και τηλεοπτικά «σόου» αλήστου μνήμης και ποιότητας κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον χιλιάδων τηλεθεατών, που κλείνονται στα σπίτια τους και παρακολουθούν τα βαρτάνεια έπη με κομμένη την ανάσα.

Γράφει ο Δημήτρης Πατώκος

Η παραγωγή των εγχώριων ταινιών γνωρίζει αισθητή κάμψη, το ίδιο και τα εισιτήρια. Είναι η εποχή που μια νέα γενιά κινηματογραφιστών αρχίζει δειλά να αρθρώνει τον δικό της λόγο και να προτείνει ένα νέο είδος κινηματογράφου, λιγότερο «φλύαρο» και κάπως ιδιαίτερης αισθητικής. Με θεματολογία πιο τολμηρή, με αλλεπάλληλους συμβολισμούς και με ποιητικές εικόνες, παρά τα, συχνά, πενιχρά οικονομικά μέσα.

Ο Παντελής Βούλγαρης με το «Προξενιό της Άννας», ο Δήμος Θέος με το «Κιέριον», ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος με την «Αναπαράσταση», ο Τάκης Κανελλόπουλος με την «Εκδρομή» και φυσικά ο Αλέξης Δαμιανός με την «Ευδοκία» του (τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Μέχρι το πλοίο» που προκάλεσε αίσθηση λίγα μόλις χρόνια πριν), θα ανανεώσουν το ενδιαφέρον ενός πιο απαιτητικού, νεανικού κοινού που μέχρι τότε απαξίωνε τις παραγωγές του λεγόμενου εμπορικού κινηματογράφου.

Και μόνο το εναρκτήριο σήμα της FINOS FILM (δυστυχώς) ήταν αρκετό για να προκαλέσει σφυρίγματα αποδοκιμασίας από τον θρυλικό εξώστη του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Στην «Ευδοκία», ο Δαμιανός καλείται να αφηγηθεί μια απλή ιστορία… μια άλλοτε παθιασμένη, άλλοτε αταίριαστη ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο νέους. Μια πόρνη και ένα λοχία, ένα φτωχό, λαϊκό και «ακατέργαστο» παιδί… τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο…!

Η φιλμική αφήγηση εκτυλίσσεται με απόλυτη λιτότητα. Χωρίς υπερβολές, εφέ, εντυπωσιακά στολίδια, σπαρακτικούς διαλόγους ή λαμπερούς πρωταγωνιστές. Τα δύο παιδιά που ενσαρκώνουν τους βασικούς ρόλους δεν είναι καν επαγγελματίες ηθοποιοί! Κι όμως αυτό τους κάνει πιο αυθεντικούς προσδίδοντας στην όλη ατμόσφαιρα της ταινίας έναν ρεαλισμό που συχνά σοκάρει τον θεατή.

Τον θεατή που μέσα από τα γυμνά πλάνα συμπάσχει με τους ήρωές του, βιώνοντας τον έλεον και τον φόβον… Οι δυο τους θα ερωτευθούν με πάθος ορμητικό και θα παντρευτούν. Ωστόσο, οι κατεστημένες αξίες, ο πρωτόγονος συντηρητισμός της επαρχίας, και οι προκαταλήψεις θα δηλητηριάσουν τη ζωή τους. Η απόπειρά τους να αντιμετωπίσουν το κοινωνικό κατεστημένο θα αποτύχει οικτρά και οι ίδιοι, ως αρχαίοι τραγικοί ήρωες, συντρίβονται.

Μικρή επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Λέξεις μετρημένες… διάλογοι, μόνο οι αναγκαίοι… θρακιώτικο τοπίο ξερό, άνυδρο, χώμα και βράχια, να τα πυρώνει ένας καυτός και ανελέητος μεσημεριανός ήλιος… σπίτια προσφυγικά, παράγκες και χαμόσπιτα, αλάνες με συρματόπλεγμα, άδεια οικόπεδα και στο βάθος… το στρατόπεδο! Αφιλόξενος τόπος … δε γλυκαίνει, δε μαλακώνει την ψυχή, αντίθετα διώχνει τους ανθρώπους, τους κάνει δύσθυμους, τραχείς και απόκοσμους! Πέτρες, λοιπόν και χώμα! Άραγε, τί έρωτας μπορεί να ανθίσει στο τοπίο αυτό;

Ο Γιώργος και η Ευδοκία… ερωτευμένοι, απόκληροι παρά το νεαρό της ηλικίας τους, κυνηγημένοι από το παρελθόν και τις κοινωνικές συμβάσεις… κι όμως ανέμελοι., πρωτόγονοι. Ένας Αδάμ και μια Εύα με χαμένο ήδη οριστικά και αμετάκλητα τον παράδεισο τους! Η στιγμή της πρώτης τους συνάντησης, αληθινή σκηνή ανθολογίας. Με πόσο απλά μέσα, μπορεί κανείς να κάνει σπουδαίο κινηματογράφο! Σε μια ερημική, φτωχική ταβέρνα, ακούγεται το κλασικό πλέον «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», που έγραψε ο Μάνος Λοϊζος για τη συγκεκριμένη σκηνή.  Παίζει σε ένα παλιό πικάπ από ένα φθαρμένο δισκάκι 45άρι. Ο φαντάρος, στο κέντρο του μαγαζιού χορεύει με τα χέρια απλωμένα στο κενό. 

Θεόρατος και εντυπωσιακός, με κινήσεις γρήγορες που αποπνέουν μαγκιά και λεβεντιά. Με τη στολή του πεζικού, σα βγαλμένος από πίνακα του Τσαρούχη. Η Ευδοκία, σε άλλο τραπέζι με την παρέα της, ύποπτους τύπους και προστάτες από τον υπόκοσμο της νύχτας, καρφώνει πάνω του το βλέμμα της. Η Ευδοκία ερωτεύεται! Η Ευδοκία γυρίζει στο μέρος του, χτυπάει παλαμάκια και γελά ενθουσιασμένη…! Η παρέα της θυμώνει, θίγεται… Ένας νταβατζής, πρώην χωροφύλακας σηκώνεται με οργή και ζήλεια… τραβάει την πρίζα από το πικάπ και το ζεϊμπέκικο κόβεται μεμιάς… Σιωπή!

Ο φαντάρος μένει μετέωρος και ζυγιάζει τη σιωπή του με τα χέρια απλωμένα… σαν Εσταυρωμένος… ακίνητος… αναποφάσιστος μα και αψύς!!! Δεν δείχνει καμία πρόθεση να κατεβάσει τα χέρια του. Οι μάγκες τον κόβουν, έτοιμοι για καυγά… Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι! Την εκκωφαντική σιωπή θα ταράξει το τρίξιμο μιας καρέκλας, που σπρώχνει με το πόδι ο φίλος του φαντάρου, προς το μέρος του! Σαν να του λέει: «Κάτσε κάτω τώρα! Δεν είναι τόπος ούτε ώρα για καβγάδες!» Δεν το λέει όμως! Έτσι γεννιέται ένα ειδύλλιο… μέσα στη σιωπή…

Η ταινία κέρδισε βραβείο Α΄ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1971, ωστόσο, οφείλουμε να τονίσουμε το γεγονός ότι έγινε διάσημη, πρωτίστως για το μουσικό θέμα της, το ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος. Μετά την προβολή της ταινίας, ο σκηνοθέτης φυλακίστηκε για έξι μήνες. Καταδικάστηκε, επειδή θεωρήθηκε ότι έθιξε τις αξίες του ελληνικού στρατού. Ο Αλέξης Δαμιανός έκανε την επόμενη ταινία του, τον «Ηνίοχο», σχεδόν μετά από είκοσι χρόνια….

Την ίδια, περίπου περίοδο κυκλοφόρησε και ο δίσκος με τα μουσικά θέματα της ταινίας. Ο Μάνος Λοΐζος, με δύο σπουδαίους ήδη δίσκους στο ενεργητικό του, τον «Σταθμό» και τις «Θαλασσογραφίες» θεωρείται πλέον ένας αναγνωρισμένος λαϊκός συνθέτης. Στον δίσκο αυτό, όμως, αποκαλύπτει κι ένα άλλο πρόσωπο, αυτό του πρωτοποριακού και μόνιμα ανήσυχου καλλιτέχνη. Εδώ, λοιπόν, δεν πρόκειται για ένα απλό soundtrack… για μια συνηθισμένη μουσική επένδυση ταινίας…

Ο Μάνος Λοΐζος έγραψε ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο, ένα πρωτοποριακό ακρόαμα, γεμάτο μελωδίες και ήχους… έναν επίμονα ξεκούρδιστο τζουρά, κύματα της θάλασσας, παραγγέλματα στη διμοιρία, ασκήσεις των φαντάρων, ριπές στο πεδίο βολής, εξάτμιση από μηχανάκια, αναφιλητά, αναστεναγμούς και βογκητά, ψελλίσματα μοναξιάς και δυστυχίας… Οριοθέτησε μοναδικά το ηχητικό πλαίσιο της ταινίας, κατόρθωσε να ανασυνθέσει το τοπίο της καρέ-καρέ… Ακόμα και οι τίτλοι των θεμάτων συντείνουν στη διαμόρφωση του κλίματος αυτού: «Θεέ μου, Θεέ μου, να γλιτώναμε…», «Έχεις ένα δίφραγκο;», «Διμοιρία επιδείξεων»… Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»… εδώ να ακούγεται διαφορετικό, θρησκευτικό τροπάριο, σαν κάθαρση και σαν προσευχή…  Με ένα ρυθμό αλλιώτικο σε 9/8, που ξεσηκώνει την ψυχή, να ολοκληρώνεται με ένα γέλιο λυτρωτικό και ένα πνιγμένο «Παναγιά μου», να κλείνει μέσα του την οδύνη όλου του κόσμου…

Αυτή ήταν η μικρή ιστορία μιας σπουδαίας ταινίας… και ενός συγκλονιστικού δίσκου… τα οποία και μαζί αλλά και αυτόνομα, χάραξαν βραδυφλεγώς το μεταπολιτευτικό μας τοπίο παραδίδοντάς μας ένα έργο τέχνης, αρχέγονο μα και αναγκαίο, όπως το νερό, το ψωμί, το χώμα και το οξυγόνο…

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr