Δημήτρης Πατώκος: Ωραίος ως Έλλην όπως… Θανάσης!
Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, σε εποχές βαθιάς απογοήτευσης και πνευματικής ξηρασίας, ένας λαός να αναζητά στο παρελθόν τους παραδειγματικούς εκπροσώπους της ταυτότητάς του, πρόσωπα ξεχωριστά που ενσάρκωσαν τις αξίες του και διαμόρφωσαν τον πολιτισμό του.
Γράφει ο Δημήτρης Πατώκος
Ακόμα κι αν ενίοτε αδίκησε τα πρόσωπα αυτά, τα απαξίωσε ή τα αντιμετώπισε με μια ευγενική συμβατικότητα, έρχεται κάποτε το πλήρωμα του χρόνου και τότε αβίαστα τα «απενοχοποιεί», τα αποτιμά διαφορετικά, τα εξυψώνει, ίσως και να τα εξιδανικεύει –είναι μια ανάγκη θεμιτή και αυτή!-, πάντως τα τοποθετεί στο βάθρο της Ιστορίας του σε περίοπτη θέση. Έτσι, φτάνει κάποτε στο σημείο να τα αναγορεύει σε πρότυπα μέσα στο κοινωνικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι. Μακροπρόθεσμα, τα πρότυπα αυτά χαρακτηρίζονται και από μια ιδιαίτερη κανονιστική λειτουργία, όταν καλούνται έμμεσα, μέσα από το έργο τους, να υποδείξουν στο λαό ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει, ποια είναι η αισιόδοξη προοπτική που ενδέχεται, ίσως, σε κάποιο απώτερο μέλλον να τον απεγκλωβίσει από το πνιγηρό του αδιέξοδο…
Στο πάνθεον των ηρώων του νεοελληνικού μας πολιτισμού, δικαιωματικά κατέχει πλέον εδώ και χρόνια τη θέση διακριτή και αδιαμφισβήτητη και ο Θανάσης Βέγγος. Ο Θανάσης μας! Ο λαϊκός μας ήρωας. Ο δικός μας, ο «καλός μας άνθρωπος». Τρελός και παλαβός. Αεικίνητος και φιλότιμος. Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης. Άνθρωπος παντός καιρού. Απλός, καλοκάγαθος, φουκαράς και αφελής, τίμιος μέχρι αηδίας μα και καταφερτζής. Γνήσιος Νεοέλληνας δηλαδή. Με τα όλα του!
Ως πολύτεκνος, φανερός πράκτωρ 000, θυρωρός με ανύπαντρες αδερφές, φτωχοδιάβολος-διαρρήκτης, θυμοφιλόσοφος καφετζής, ανέστιος ρακοσυλλέκτης, ξένοιαστος παλαβιάρης, ορφανός κουρέας που αναζητεί επί ματαίω τον πατέρα του, ατζαμής φωτογράφος, αδέξιος φαρμακοποιός, τσιγκούνης σύζυγος, αδέκαστος δημόσιος υπάλληλος, τρελός του λούνα-παρκ ή απλά ασύλληπτο κορόιδο, αναλώνεται σε δουλειές του ποδαριού, τρέχει ασταμάτητα, τρώει το ξύλο της χρονιάς του, γκρεμίζεται από σκάλες, περνάει μέσα από τζαμαρίες και βγαίνει σώος και αβλαβής, ανεβάζει υπέρβαρες κυρίες στην πλάτη του μέχρι το ρετιρέ, ακροβατεί πάνω σε πολυέλαιους, πέφτει από βέσπα, κρεμιέται με σκοινί στο κενό από ταράτσα πολυκατοικίας, ανατινάζεται… πάντα όμως θα κρατήσει ένα λουλουδάκι άθικτο και ατσαλάκωτο κι ένα χαμόγελο για την αγαπημένη του… πάντα γελάει, δακρύζει ή κλαίει και παρασύρει πάντα μαζί του και τον θεατή, που αφήνεται στις αυτοσχεδιαστικές ερμηνείες του, σε αυτό το βλέμμα που καθηλώνει, σε αυτό το σώμα που πάλλεται ολόκληρο όταν κουβαλάει πάνω του τα βάσανα και τις αμαρτίες της νεότερης πολύπαθης ιστορίας μας… αυτός ο θεατής που, δεκαετίες τώρα, συμπάσχει με το αρχέτυπο του γνήσιου, σκονισμένου λαϊκού ήρωα που σπρωγμένος από την αιώνια ανάγκη, κυνηγάει την τύχη του, δεν παύει ποτέ να ελπίζει και να ονειρεύεται… Ένας άνθρωπος – ορχήστρα, βγαλμένος κατευθείαν από τις φιγούρες του ονειρικού La strada του Federico Fellini….
Ο χαρακτηριστικός Έλληνας της μεταπολεμικής Ελλάδας φέρει το όνομα Θανάσης. Με τις αξίες του, τα στραβά και τα ανάποδά του, το ήθος και την κοψιά του, κατόρθωσε να σκιαγραφήσει μοναδικά και ανεξίτηλα το διαχρονικό αυτό πρότυπο. Ο Βέγγος στις ταινίες του δεν ερμήνευε ρόλους. Δεν παρίστανε. Ζούσε! Έπαιζε τον εαυτό του, τον γκρέμιζε για να τον ξαναχτίσει από την αρχή. Οι συγγραφείς δεν έγραφαν σενάρια αόριστα και στερεοτυπικά για να τα παίξει ένας οποιοσδήποτε ηθοποιός, αλλά ιστορίες κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του, στο μοναδικό και μάλλον αμίμητο στυλ του, που διακωμωδούσαν τα τραγικά συμβάντα της φυλής μας. Από τον Καραγκιόζη μέχρι τον Θανάση, ο ελληνικός υπερρεαλισμός διατρέχει τις δεκαετίες, τις εποχές και τους αιώνες και αναδεικνύει την άφθαρτη αξία της φαρσοκωμωδίας, εκεί που το γέλιο δεν είναι ποτέ απλά γέλιο, αλλά κρύβει πάντα από πίσω του, ένα δάκρυ, έναν πόνο ή μια βαθιά πληγή…
Στο βάθος του χρόνου, συναντάμε τον νεαρό Θανάση Βέγγο στη Μακρόνησο, όπου βρίσκεται εξόριστος εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Σε μία εποχή μίσους, υστερικού διχασμού και απάνθρωπου φανατισμού, εκείνος θα διασώσει ως υπέρτατη αξία, την αξιοπρέπεια του. Εκεί θα γνωριστεί και με τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Και ιδού, λίγο καιρό μετά, ο Βέγγος στην Αθήνα, να παίζει στη «Μαγική Πόλη» και την επόμενη χρονιά στο «Δράκο», δύο αριστουργήματα του νεορεαλιστικού κινηματογράφου. Συμμορίες, συνοικισμοί με παράγκες και υπόκοσμος. Ανάμεσα τους και ο Θανάσης να μετεωρίζεται μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας…
Είναι η αρχή μιας μακράς πορείας δεύτερων αλλά χαρακτηριστικών ρόλων μέχρι την καταξίωση. Ερωτευμένος χωροφύλακας στη «Μανταλένα», φουκαράς άνεργος στον «Ηλία του 16ου » να τρώει σφαλιάρες από τον Χατζηχρήστο, ή καφετζής στο εξοχικό κέντρο «ο Έρως» στον «Ατσίδα» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Και μετά οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι, η δική του κινηματογραφική εταιρεία «Θου-Βου -Ταινίες Γέλιου», με πασίγνωστες ταινίες, που παρά τη μοναδική τους εμπορική απήχηση, θα οδηγήσουν τον λατρεμένο πρωταγωνιστή στη χρεοκοπία. Εντούτοις, ο Βέγγος έχει καθιερωθεί πλέον ως περιζήτητος ηθοποιός και ένα από τα λίγα, τόσο αγαπημένα από τον απλό κόσμο, λαϊκά είδωλα.
Σε κείμενα τέτοια που επιχειρούν αναφορά σε αγαπημένα πρόσωπα του συλλογικού μας βίου, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να καταλήξουν αυτά σε ένα είδος μνημόσυνου. Εκτός κι αν η διαχρονικότητα του εν λόγω προσώπου είναι τόσο ισχυρή. Εκτός, δηλαδή, αν βρούμε στον μνημονευόμενο κάτι που ακόμα και σήμερα να μας αφορά και να μας αγγίζει…
Αν ανατρέξουμε, λοιπόν, στη φιλμογραφία του Θανάση Βέγγου, μετά τη δεκαετία του 70, θα διαπιστώσουμε ότι υπήρξε σαφώς ο πρώτος που, σε μία φάση αναπάντεχης ωρίμανσης, τόλμησε να κάνει βαθιά πολιτικό κινηματογράφο υψηλής σάτιρας αλλά και κυρίως ευρείας λαϊκής απήχησης. Οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε και αυτό! Σκηνοθέτες όπως ο Ντίνος Κατσουρίδης, ο Πάνος Γλυκοφρύδης ή ο Θεόδωρος Μαραγκός μπόρεσαν να διαβλέψουν μια άλλη διάσταση ενός ξεχωριστού ταλέντου και να δημιουργήσουν ταινίες τολμηρής, για την εποχή τους, αμφισβήτησης του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πολυβραβευμένη ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971): Ένα φιλμ βουβού πόνου και υπόγειων αισθημάτων. Ένας πεινασμένος αντι-ήρωας στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Δεν είναι πλασμένος από τη στόφα του αντιστασιακού, μα έχει αισθήματα και αρχές. Ανάμεσα στα ανέκφραστα πρόσωπα της Γκεστάπο και στους προκλητικούς μαυραγορίτες, κυλιέται στα τέσσερα μαζί με τα χαμίνια της γειτονιάς για ένα ξεροκόμματο, για έναν χυμένο στο δρόμο χυλό. Μέσα από αλλεπάλληλες παρεξηγήσεις, βρίσκεται έγκλειστος στα υπόγεια της Κομαντατούρ. Βασανίζεται ανηλεώς.
Με ξύλο και βραστά αυγά στις μασχάλες του. Δραπετεύει με τη βοήθεια κάποιων ιεροδούλων. Σπαράζει. Αναγκάζεται να φορέσει τη στολή των Ες-Ες και να περνάει μέσα από Γερμανούς στρατιώτες, ενώ ακούγεται ο Εθνικός Ύμνος. Δεν ξέρεις αν πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις… καμία άλλη ταινία δεν χειροκροτήθηκε τόσο ζεστά στα χρόνια της επταετίας όσο αυτή. 3 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1971: καλλιτεχνικής ταινίας παρακαλώ, σεναρίου και φυσικά πρώτου ανδρικού ρόλου! Και έτσι, άνοιξε ο δρόμος στον Θανάση Βέγγο για έναν κινηματογράφο άλλης ποιότητας, εφ άμιλλου του δαιμονικού του ταλέντου…
Την επόμενη χρονιά, η συνεργασία Βέγγου-Κατσουρίδη θα δώσει άλλη μια ταινία, που για κάποιους θεωρείται κατώτερη της προηγούμενης, για τον γράφοντα όμως, είναι η κορυφαία ταινία της εργογραφίας του: «Θανάση, πάρε το όπλο σου» (1972). Μάλιστα. Ο σημαντικότερος, δραματικός ρόλος της καριέρας του! Ένας οδηγός φορτηγού που χρωστάει παντού: στον τοκογλύφο-αφεντικό του, στην ανύπαντρη αδερφή του, στον προικοθήρα γαμπρό του. Κι όμως δεν το βάζει κάτω. Χρεώνεται παντού, φορτώνεται γραμμάτια, δεν αφήνει στιγμή το τιμόνι από τα χέρια του για να τα βγάλει πέρα. Η οδύσσεια ενός φτωχού καθημερινού ανθρώπου για το μεροκάματο, ο αέναος αγώνας για την επιβίωση.
Στο δρόμο του θα βρεθεί μια γυναίκα έρημη με όλες τις αποσκευές της. Δεν έχει που να πάει, δεν έχει που να μείνει. Στην προσπάθειά του να τη βοηθήσει θα βρεθεί κι εκείνος χωρίς δουλειά και σπίτι… αυτό το σπίτι που έχτισε με τα ίδια του τα χέρια για να το δώσει προίκα στην αδερφή του! Νιώθει να κλείνουν γύρω του όλες οι πόρτες, αντικρίζει έναν κόσμο εχθρικό, βρώμικο και ξένο. Δεν εγκαταλείπει, όμως, στην τύχη της την έρημη κοπέλα. Στέκεται όρθιος στο πλευρό της, φρουρός και ακοίμητος προστάτης της. Στην περιπλάνηση τους, προς το συμβολικό τέλος της ταινίας,
θα βρεθούν και οι δύο σε ένα στρατιωτικό πεδίο βολής. Οβίδες και σφαίρες πέφτουν σαν το χαλάζι, βόμβες ανατινάζονται σε μία σκηνή βαθιάς και υπερρεαλιστικής τραγικότητας.
Ο ήρωας βρίσκεται σε μία κόλαση, βλέπει παντού γύρω του εκρήξεις, κατάμαυρος σέρνει την κοπέλα σε κατάσταση αμόκ. Το μίσος που τον κυκλώνει τον οδηγεί στην παραφροσύνη.
Με ένα όπλο στο χέρι του, εκτοξεύει στον άγνωστο εχθρό του όλη την πίκρα και την οργή που έχει συσσωρεύσει, γίνεται ένας ολόκληρος λαός που βάλλεται από τους ισχυρούς και καταριέται τη μοίρα του. Νομίζω ότι δύσκολα περιγράφεται με λόγια αυτό το λιτό και βουβό κινηματογραφικό αριστούργημα, που ακόμα και σήμερα δεν έχει βρει την αναγνώριση που του αξίζει.
«Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» θα βρεθεί πρώτος στον πίνακα των εισιτηρίων κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, τη σαιζόν 1975-1976 και όχι άδικα. Την ταινία αυτή απαρτίζουν δύο ιστορίες που αναφέρονται στις δύο τελευταίες δικτατορίες που γνώρισε η πατρίδα μας, αυτή του Μεταξά και αυτή του Παπαδόπουλου. Στο πρώτο μέρος της σπονδυλωτής αυτής ταινίας, με τίτλο «Για-τι χαί-ρε-ται ο κό-σμος…», βρισκόμαστε σε ένα τσίρκο που αναπαριστά τη φρίκη της 4ης Αυγούστου, καθώς παρελαύνουν κομπέρ, γελωτοποιοί, παλαιστές, ακροβάτες και νάνοι. Ένας Θανάσης παλιάτσος, στο τερατώδες τσίρκο της μεταξικής δικτατορίας, αλωνίζει σε αυτή την εξαιρετική αλληγορία, που με τη μοναδική σκηνοθεσία αποτελεί μία πραγματικά απολαυστική στιγμή…
Στο δεύτερο επεισόδιο, με τίτλο «Επτά χρόνια γύψος», συναντάμε και πάλι τον Θανάση στην Ελλάδα του «εθνοσωτηρίου» (!) πραξικοπήματος του 1967. Σκηνή ανθολογίας: Ο Θανάσης οδηγεί φορτηγό και απολαμβάνει εκστασιασμένος, από μία κασέτα τραγούδια άκρως… «απαγορευμένα» από τη χουντική λογοκρισία: «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις» και τα λοιπά. Καλού κακού έχει κλείσει και τα παράθυρα του οχήματος, όχι όμως και το μεγάφωνο πάνω από την καρότσα! Η μουσική αντηχεί σε όλο το επαρχιακό τοπίο. Ο Θανάσης σε αντιστασιακό παροξυσμό … «κι ετούτοι μες τα σίδερα, κι εκείνοι μες το χώμα» … Στο χωριό που βρίσκεται μπροστά, όμως, γιορτάζουν την 21η Απριλίου! Εξέδρες, επίσημοι, πανηγυρικοί λόγοι και οι μπάντες να παιανίζουν τον απριλιανό ύμνο. Το φορτηγό πλησιάζει, το τραγούδι του ανυποψίαστου Θανάση από την κασέτα σκεπάζει κάθε άλλη φωνή: «Σώπα όπου νά’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας». Οι εξέδρα παγώνει. Η χωροφυλακή και οι επίσημοι, απειλητικοί κλείνουν το δρόμο. Ο Θανάσης κατεβαίνει να τους μιλήσει και τότε αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα! Το μεγάφωνο του φορτηγού γεμίζει με τη φωνή του Μπιθικώτση όλο τον χώρο! Μπροστά του οι επίσημοι, πίσω του το μεγάφωνο. Κι ανάμεσα ένας Θανάσης κεραυνοβολημένος, με ένα βλέμμα έκπληκτο και τρομαγμένο, που κανένα κείμενο δε δύναται να περιγράψει. Οι σπασμωδικές και απεγνωσμένες του κινήσεις να κάνει το τραγούδι να μην ακούγεται, καθώς σκαρφαλώνει πάνω στο φορτηγό, θα μείνουν αναμφίβολα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Τη σκυτάλη θα πάρουν, τα επόμενα χρόνια, κορυφαίοι σκηνοθέτες, όπως ο Παντελής Βούλγαρης ή ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, προκειμένου να ανιχνεύσουν τη βαθιά δραματική πτυχή του ταλέντου του και να του δώσουν την ευκαιρία να ολοκληρώσει μοναδικά τη μακρά και σπουδαία κινηματογραφική καριέρα του. Τι μπορεί να πρωτοαναφέρει κανείς;
Στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου (1995), συναντάμε τον Θανάση ως ταξιτζή, να μεταφέρει τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, στα βόρεια σύνορα, σε ένα καταχιονισμένο τοπίο, μέσα στη μοναξιά της φύσης. Όταν το αυτοκίνητο θα κολλήσει στο χιόνι, ο ήρωας απελπισμένος θα ατενίσει το κατάλευκο σάβανο και θα φωνάξει: «Μωρή φύση, μόνη σου είσαι; Μόνος είμαι κι εγώ! Πάρε ένα μπισκότο!», και το πετάει, έτσι, στο κενό…
Στις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» (1991) του Παντελή Βούλγαρη, ένας συνταξιούχος, ηλικιωμένος ναυτικός θα πλησιάσει μία παράξενη μοναχική γυναίκα που συναντά στον ηλεκτρικό. Λιτή, δωρική αποτύπωση της μοναξιάς της μεγάλης πόλης. Στο «Όλα είναι δρόμος» (1998), ο καλός μας άνθρωπος, για πρώτη φορά στην ιστορία του, σε έναν κόντρα-ρόλο ως θηροφύλακας στον Έβρο, εκτελεί εν ψυχρώ με το όπλο του τον ασυνείδητο κυνηγό που σκοτώνει ένα σπάνιο πουλί. Στην πλέον φιλόδοξη ταινία του Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά», ο Βέγγος έρχεται με το κάρο να παραλάβει το σώμα του νεκρού εγγονού του, που έπεσε ηρωικά κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. Η τρίλεπτη εμφάνισή του σηκώνει το βάρος και τη συγκίνηση ολόκληρης της ταινίας. Με υπόγειο λυγμό, με φωνή που σπάει ακούγεται να ψελλίζει: «Που είναι το παιδί; Το Θέλω πίσω! Πεντάρφανο! Εγώ το μεγάλωσα. Εγώ το’ δωσα στην πατρίδα. (Σιωπή) Θέλω να τον κηδέψω στο χωριό! Δεν φεύγω χωρίς το παιδί! Τον περιμένει όλο το χωριό… (και πάλι σιωπή…) το σπίτι μου καμμένο… να χω έναν τάφο να πηγαίνω…»
Πάντα υπάρχει μία πρωτογενής και θεμελιώδης αξία που διατρέχει ως αξίωμα την συλλογική συνείδηση ενός λαού με τη δύναμη του κοινού μύθου. Κι αν οι αρχαίοι Ρωμαίοι είχαν την πειθαρχία (domestica) και οι Ασιάτες τη νιρβάνα, στους Έλληνες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα κυριαρχούσε ο αγών. Αγώνας ακατάπαυστος, πάντων κατά πάντων. Ασθματικοί ρυθμοί, τρέξιμο ατελείωτο για ένα μεροκάματο, για ένα όνειρο, για μια καλύτερη ζωή. Ο Θανάσης Βέγγος δεν έτρεχε απλά. Συμβόλιζε και διεκτραγωδούσε. Με έναν καθρέφτη, μια ζωή, να αντικατοπτρίζει στιγμές, παθήματα, τραγωδίες και ευτράπελα του ελλαδικού μας βίου, είτε σε έγχρωμο, είτε σε ασπρόμαυρο πανί.
Και ήταν τόσο ταχύς που δεν το πρόλαβε ούτε ο χρόνος. Κι έμεινε άφθαρτος. Αναλλοίωτος. Αθεράπευτα διαχρονικός. Δίχως μια ρυτίδα…
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr