Δημήτρης Πατώκος: Η «θητεία» του Μάνου Ελευθερίου στο αιώνιο κάλλος…

Θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι…    Μ.Ε. Πέρασε κιόλας ένας ολόκληρος χρόνος από την ξαφνική και αναπάντεχη αποδημία του κυρίου Μάνου. Από εκείνο το πρωινό της Κυριακής του Ιουλίου που,  περιπλανώμενος και αμέριμνος στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω στη θλιβερή είδηση: «Εθνική απώλεια: έφυγε ο Μάνος Ελευθερίου». […]

NEWSROOM

Θα ‘ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι…    Μ.Ε.

Πέρασε κιόλας ένας ολόκληρος χρόνος από την ξαφνική και αναπάντεχη αποδημία του κυρίου Μάνου. Από εκείνο το πρωινό της Κυριακής του Ιουλίου που,  περιπλανώμενος και αμέριμνος στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω στη θλιβερή είδηση: «Εθνική απώλεια: έφυγε ο Μάνος Ελευθερίου». Εθνική απώλεια! Ήταν η πρώτη φορά που αυτές οι δύο λέξεις δεν ήχησαν στα αυτιά μου βαρύγδουπες και τετριμμένες, αλλά πλήρεις ουσίας και νοήματος…

Γράφει ο Δημήτρης Πατώκος

Για δεκαετίες, με στίχους ακριβούς και πολύτιμους, μα πάνω απ’ όλα αγαπημένους, που αντιμάχονταν σθεναρά τον εφησυχασμό και την ευτέλεια, που δεν έπαψαν ποτέ να έχουν πιστό τους σύμμαχο το χρόνο, ο Μάνος Ελευθερίου συνέγραψε τις πλέον σημαντικές στιγμές του νεοελληνικού μας τραγουδιού και χάραξε ανεξίτηλα τα πιο όμορφα, τα πιο ουσιαστικά κεφάλαια της συλλογικής μας μνήμης. Τα μαλαματένια λόγια του ταξιδεύουν αλώβητα και άφθαρτα στο πέρασμα του χρόνου, αγγίζουν καρδιές, αφυπνίζουν συναισθήματα, επουλώνουν τραύματα, αναδεικνύουν και σκιαγραφούν στιγμές βιωμένες αλλά και αβίωτες. Μετουσιώνονται σε κάτοπτρο της αληθινής μας υπόστασης, στη φωνή μιας άγρυπνης συνείδησής που δεν κολακεύει την μικροαστική μας πλήξη, δεν χαϊδεύει αυτιά, που σε στιγμές οριακές και κρίσιμες στηλιτεύει, εγείρει, εγκαλεί: «Πώς τό φεραν η μοίρα και τα  χρόνια / να μην ακούσεις έναν ποιητή!»

«Γεννήθηκα Μάρτη του ’38. Σε ένα μεγάλο σπίτι, διώροφο νεοκλασικό, μέσα στην Ερμούπολη. Δεν υπάρχει σήμερα. Αργότερα η μητέρα μου αγόρασε ένα νεοκλασικό με έναν ωραίο κήπο, ένα από τα λίγα σπίτια με κήπο. Δεν έχει γκρεμιστεί, όμως έχει αλλάξει τελείως η πρόσοψη. Στον κήπο αυτό έχτισαν σπίτι. Η οδός τότε λεγόταν Βασιλίσσης Αμαλίας [… ] Τον πατέρα μου τον γνώρισα μεγάλος, έξι χρονών πρέπει να ’μουνα. Λόγω του πολέμου είχε αποκλειστεί στο εξωτερικό και δεν μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα. Όταν επέστρεψε, το 1945 έμεινε μαζί μας μέχρι το 1953. Τότε γεννήθηκαν και τα άλλα δύο αδέλφια μου, ο Στέλιος και η Λιλή. Η μητέρα μου γεννήθηκε στη Σύρο και η μητέρα της επίσης» [Τα παρένθετα αυτοβιογραφικά αποσπάσματα προέρχονται από το υπέροχο αφιερωματικό τεύχος στον ποιητή (58 / Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2015) του περιοδικού Μετρονόμος].

Γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Λάτρεψε τον τόπο του. Τον τίμησε, όσο λίγοι ποιητές τη γενέθλια γη τους. Σπάνιας κοπής πεζογράφος, με έργα που απολαύσαμε στην ωριμότητα της δημιουργικής του πορείας, όπως «Ο καιρός των χρυσανθέμων» ή η «Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των 8». Ποιητής πολλαπλών ερμηνειών και αναγνώσεων, με ποιητικές συλλογές και στίχους αιμάτινους, όπως το «Νεκρό καφενείο», τα «Ξόρκια», την «Αγρύπνια για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου» αλλά και τον πρόσφατο «Νοητό Λύκο». Καταλαμβάνει επάξια τη θέση του στους μέγιστους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, πλάι στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, στην Κική Δημουλά, στον Βύρωνα Λεοντάρη και τον Γιάννη Νεγρεπόντη. Ακάματος συλλέκτης πολύτιμων στιγμών, αναμνήσεων ελκυστικών, ασπρόμαυρων φωτογραφιών «στον ανθό του μέλλοντός τους», παλιών μελανοδοχείων, σχολικών ενδεικτικών των γυμνασιακών χρόνων του μεσοπολέμου και θεατρικών προγραμμάτων που διασώθηκαν στο χρόνο… Αναμφίβολα, ο Μάνος Ελευθερίου λατρεύτηκε βαθιά και αληθινά ως στιχουργός τετρακοσίων και βάλε τραγουδιών! Ακριβός δημιουργός από τους λίγους. Από εκείνους που δεν διανοήθηκαν να κάνουν την παραμικρή έκπτωση στην ποιότητα του λόγου τους και στη βαθύτητα των νοημάτων τους, ακόμα και στα πιο άμεσα και «λαϊκά» τους τραγούδια. Από εκείνους που τραγουδήθηκαν με πάθος και συγκίνηση από έναν λαό ολόκληρο, σε πλείστες εποχές και περιστάσεις. Από εκείνους που με στίχους λιτούς, με λόγο καίριο και βραχυπερίοδο, χωρίς εκφραστικά φτιασίδια και τερτίπια, έπλαθαν εικόνες μα και βιώματα μοναδικά: «Το σεργιάνι μας στον κόσμο / ήταν δέκα μέτρα γης / όσο πιάνει ένα σπίτι / και ο τοίχος μιας αυλής».

Από τον πατέρα μου δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα από εκείνη την εποχή. Ήταν ένας ξένος. Τον απωθούσαμε κι εγώ και η αδερφή μου. Δεν έχω αναμνήσεις, μόνο δυο-τρεις εικόνες. Θυμάμαι μονάχα ότι του ζήτησα δυο φορές – στην Τετάρτη Δημοτικού ήμουνα – να με βοηθήσει σε μια διαίρεση, θυμάμαι σε ένα τραπέζι όπου ήπια για πρώτη φορά μπύρα, δεν θυμάμαι άλλες εικόνες. Δεν μπορούσε να δουλέψει επειδή είχε κηρυχθεί «εις αφάνειαν», και όταν πήγε να ψηφίσει το ’46, και εκείνος και πολλοί άλλοι ναυτικοί είχαν διαγραφεί. Τότε είχε βγάλει διαταγή ο Ζαχαριάδης: «αποχή από τις εκλογές». […] Οι γονείς μου παντρεύτηκαν από συνοικέσιο. Δεν ευδοκίμησε ο γάμος. Οι σχέσεις τους δεν ήταν ευχάριστες. Αισθανόμασταν ότι υπάρχει ένας πόλεμος. Με τα αδέλφια μου είχα άψογη συνεργασία και αγάπη. Πρώτος ήμουν εγώ, μετά η Αγγελική, μετά ο αδελφός μου, ο Στέλιος, και οι δυο πλέον πεθαμένοι, και μετά η Λιλή. Ο καθένας είχε τα δικά του. Η μεγάλη μου αδελφή έγινε ηθοποιός. Είχε γράψει και στίχους, κύκλους τραγουδιών με τον Θεοδωράκη και ήταν καλύτερη ποιήτρια από εμένα. Ο αδελφός μου έμαθε μουσική, έπαιζε στην μπάντα του Χαλανδρίου σχεδόν μέχρι το τέλος. Η μικρή σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, έγινε ζωγράφος και ζει από αυτό.»

Είχα πάντα την αίσθηση, όταν σε πολύ νεαρή ηλικία ανακάλυπτα το έργο του – δηλαδή διαπίστωνα με αλλεπάλληλα πολιτισμικά σοκ ότι κρυβόταν πίσω από όλα σχεδόν τα αγαπημένα μου τραγούδια – ότι ο Μάνος Ελευθερίου είχε τη σπάνια ικανότητα να βγάζει από τους μουσικούς, με τους οποίους συνεργάστηκε, τον καλύτερο, τον πιο εμπνευσμένο εαυτό τους, το αστραφτερό τους τάλαντο. Λες και τα λόγια του ξυπνούσαν τον οίστρο τους και μία σπάνια και ευφάνταστη δημιουργική διάθεση!

Ευκαιρία, λοιπόν, να αναφέρουμε κάποιους από αυτούς: Μίκης Θεοδωράκης (Ποιος τη ζωή μου, Το τρένο φεύγει στις οχτώ, Το παλληκάρι  έχει καημό), Μάνος Χατζιδάκις (στον ονειρικό Οδοιπόρο), Σταύρος Ξαρχάκος (Ειν’αρρώστια τα τραγούδια, Το δηλητήριο που πίνεις),  Σταύρος Κουγιουμτζής (τι συγκλονιστική περίπτωση ιδεώδους ταιριάσματος συνθέτη-στιχουργού! Κι όμως δεν έκαναν ποτέ έναν ολόκληρο δίσκο μαζί! Τι να πρωτοαναφέρουμε εδώ: Τώρα που θα φύγεις, Στα χρόνια της υπομονής, Του κάτω κόσμου τα πουλιά, Χρόνια σα βροχή, Ελεύθεροι κι ωραίοι, Τα χρέη της καρδιάς σου, Δίψασα στην πόρτα σου), Δήμος Μούτσης (Στους μπαξέδες, Άλλος για Χίο τράβηξε), Θάνος Μικρούτσικος (Άμλετ της σελήνης, Δίκοπη ζωή), Γιάννης Μαρκόπουλος (Παραπονεμένα λόγια, Τα λόγια και τα χρόνια), Χρήστος Λεοντής (Ρημαγμένοι κήποι – μάλλον το πρώτο ηχογραφημένη του τραγούδι), Χρήστος Νικολόπουλος (Διαθήκη, Των αγγέλων τα μπουζούκια), Γιάννης Σπανός (Κάτω απ’τη μαρκίζα, Πρώτη του Δεκέμβρη, Ναύτης βγήκε στη στεριά), Ηλίας Ανδριόπουλος (Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες, Αυτές οι ξένες αγκαλιές), Λουκιανός Κηλαηδόνης (Μη χτυπάς σ’ένα σπίτι κλειστό, Σε βρήκα στη Μονεμβασιά), Γιώργος Χατζηνάσιος (Γύρνα το φύλλο, Ο τόπος ο δικός μας), Γιώργος Ανδρέου (Πάντα κάτι μένει), Αντώνης Βαρδής (Στο βλέμμα σου το γκρίζο, Εγώ δε γνώρισα ουρανούς), Θανάσης Γκαϊφύλλιας (Ατέλειωτη εκδρομή), Λαυρέντης Μαχαιρίτσας (Τα φάρμακα), Περικλής Κανάρης (Αόρατος, Τι να ζηλέψω κι από ποιόν) και τόσοι άλλοι…

Από έναν τέτοιο πλούτο τραγουδιών, στίχων, εικόνων και συναισθημάτων, άραγε πόσο εφικτό αναφαίνεται να σταχυολογήσεις δείγματα χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά; Σχεδόν καθόλου. Τι κάνεις λοιπόν; Κλείνεις τα μάτια, απλώνεις το χέρι και διαλέγεις στίχους έτσι, στην τύχη…

«Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες / μες τα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά / κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες / κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά». Όμορφος λόγος, μεστός, εικόνες ζωντανές και ανάγλυφες, λέξεις μία-μία ιδανικά ταιριασμένες… Ίσως αυτός να είναι και ο ορισμός της αρτιότητας στην τέχνη, αν λάβουμε υπόψη τα γραφόμενα του Αριστοτέλη περί της ιδανικής κατάστασης: Το «άρτιο» έργο είναι εκείνο από το οποίο στέκεται αδύνατο να αφαιρέσεις ή στο οποίο είναι εξίσου αδύνατο να προσθέσεις κάτι, χωρίς να αλλοιώσεις την αρμονία και τη φυσιογνωμία του. Σε οποιοδήποτε ερωτοτράγουδο, ακόμα κι αν αλλάξουμε πέντε λέξεις, δεν θα το αντιληφθεί κανείς. Συμβαίνει το ίδιο με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη ή με ένα τραγούδι σαν αυτό του Ελευθερίου, που αγγίζουν την τελειότητα; Επιπλέον, όταν ακούω ένα τραγούδι σαν αυτό, μελαγχολικά αναρωτιέμαι πόσο μακρινή είναι εκείνη η Ελλάδα, στην οποία κάποτε, πάνω σε αυτούς τους στίχους γράφονταν ζεϊμπέκικα εξωστρεφή και λυτρωτικά, όπως εκείνα που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του νεοελληνικού μας πολιτισμού.

Αλλά και σε πιο ανάλαφρους και δροσερούς στίχους, αξίζει να θαυμάσει κανείς την ενάργεια και τα χρώματα της περιγραφικής δύναμης, σαν σε πίνακα του Τσαρούχη: «Ναύτης βγήκε στη στεριά και μπροστά μου βγαίνει / Κύριε των δυνάμεων, τι χρωστώ η καημένη; / Μου ‘πε δυο γλυκόλογα, θέλει να κεράσει / μια βανίλια παγωτό και γλυκό κεράσι. / Ναύτης βγήκε στη στεριά και φοράει τ’ άσπρα / γέμισε το σπίτι μου κι η καρδιά μου μ’ άστρα / βγήκαμε κι ενθύμιο μια φωτογραφία / στο Χατζηκυριάκειο μέσα στην πλατεία».

«Ραδιόφωνο αποχτήσαμε πολύ αργά, το ’50. Είχαμε το πρώτο ραδιόφωνο στη γειτονιά. Πρώτο τραγούδι από μεγάφωνο άκουσα σε ένα καφενείο, μεγάλος πια. Κατέβαινα κάτω στην Ερμούπολη, εκεί που είναι σήμερα το ΙΚΑ, στο καφενείο του Καλόγερα. Αυτός έβγαινε κάθε απόγευμα, έπλενε καλά τα μαρμάρινα τραπεζάκια, έριχνε νερό γύρω γύρω για να κατακαθίσει η σκόνη. Το μαγαζί έλαμπε. Έβαζε το γραμμόφωνο αλλά ακουγόταν από μεγάφωνο. Θυμάμαι το τραγούδι «Ο Πασατέμπος». Τα μαγαζιά της παραλίας στην Ερμούπολη, δεν έπαιζαν ρεμπέτικα αλλά ελαφρά, έπαιζαν την Βέμπο.»

 Φαίνεται κάπως παράδοξο το γεγονός ότι παρά τον πλούτο αυτών των τραγουδιών, είναι μετρημένοι στα δάχτυλα οι ολοκληρωμένοι δίσκοι – κύκλοι τραγουδιών, στους οποίους υπογράφει το σύνολο των στίχων. Τα περισσότερα τραγούδια του βρίσκονται διασκορπισμένα και κρυμμένα σε δίσκους άλλων δημιουργών! Αυτό, εντούτοις, δεν έχει σημασία. Οι «προσωπικοί» του δίσκοι άφησαν ισχυρό το αποτύπωμά τους στη σκέψη μας αλλά και εν γένει στον νεοελληνικό μας πολιτισμό. Αξίζει, πραγματικά, να κάνουμε μια σύντομη αναφορά σε τρεις από αυτούς τους, που ανατάραξαν το ορμητικό ποτάμι του εγχώριου τραγουδιού μας.

 Α. Άγιος Φεβρουάριος

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 70. Στις προθήκες των δισκοπωλείων της εποχής, θα κάνει την εμφάνισή του ένας παράξενος δίσκος, με έναν αινιγματικό άγγελο-κολάζ στο εξώφυλλο, τον οποίο είχε φιλοτεχνήσει ο ίδιος ο ποιητής. Είναι η πρώτη φορά που τα τραγούδια ενός δίσκου αναφέρονται στη «δική μας» Σμύρνη, πριν το 22, όχι αποκλειστικά στη μικρασιατική καταστροφή, αλλά σε κάτι πανέμορφο, συλλογικό και οριστικά χαμένο. Τα πάντα εδώ λέγονται συμβολικά και αλληγορικά. Αυτή είναι και η αιτία, για την οποία ο δίσκος  περνά απαρατήρητος τον πρώτο διάστημα της κυκλοφορίας του. Συνέπεσε την ίδια περίοδο και η έκδοση του δίσκου «Μικρά Ασία» των Καλδάρα-Πυθαγόρα, που «κραύγαζε» το γεγονός, με εκείνο το κατακόκκινο εξώφυλλο, εν είδει ρεπορτάζ της εθνικής τραγωδίας μας και έτσι υπονόμευσε την απήχηση ενός υπόγειου μουσικού έργου πολλαπλών αναγνώσεων. Η φωνή του ήδη καθιερωμένου Γιώργου Νταλάρα (1972) υποσκέλισε τη λιτή και δωρική ερμηνεία του άσημου ακόμα τότε Δημήτρη Μητροπάνου, ωστόσο οι μαγικές μελωδίες του Μούτση, η πρωτοποριακή ηλεκτρική ενορχήστρωση και οι νοσταλγικές αναφορές του Ελευθερίου, με στίχους που παρέπεμπαν σε ασπρόμαυρα καρτ-ποστάλ, ενθύμια χαμένων πατρίδων, δεν είχαν πει ακόμα την τελευταία τους κουβέντα. Ένα πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ των Νέων και ένα χρονογράφημα του Ψαθά για το αποτρόπαιο φονικό της «παραγγελιάς» του Νίκου Κοεμτζή, με τίτλο «Ο Χάρος βγήκε παγανιά», θα γίνει αφορμή να ακουστεί το ομώνυμο τραγούδι και σιγά-σιγά να ανακαλυφθούν και τα υπόλοιπα του δίσκου: «Άλλος για Χίο τράβηξε», «Η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο-τοίχο», «Κι αν φταίει κανείς», «Το σπίτι στην ανηφοριά» …

Το σπουδαίο αυτό μουσικό έργο κέρδισε πανηγυρικά μέχρι σήμερα το στοίχημα με τον χρόνο, μέσα από αμέτρητες επανεκδόσεις, καθώς λειτούργησε ως λαϊκή ποιητική μετουσίωση μιας τραγικής στιγμής, που μπορεί κάποτε όλοι να βιώσουμε, αλλά και μιας αναγέννησης που ως νομοτέλεια προσδοκούμε. Άγιος Φεβρουάριος, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ στη θρησκευτική μας παράδοση, ούτε στην Ανατολή ούτε εδώ. Επρόκειτο για μια λεκτική επινόηση-ζαβολιά των δύο δημιουργών, ως αποτέλεσμα μιας παράξενης ιστορίας που έζησαν τότε. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη μέρα της παρουσίασης των τραγουδιών στους δημοσιογράφους, η μητέρα του Μούτση έδωσε στον ίδιο και στον Ελευθερίου μία πίτα του Αγίου … Φανουρίου για να κεράσουν τους παρευρισκόμενους, μπερδεύοντας προφανώς τον τίτλο του δίσκου! Προσωπικά, δεν θα ξεχάσω ποτέ τον κύριο Μάνο να μου περιγράφει τη συγκίνηση που βίωσε, όταν είδε σε κάποια βιτρίνα κεντρικού δισκοπωλείου, σε περίοπτη θέση, το εξώφυλλο «του πρώτου του δίσκου» με το όνομά του. Αυτή τη γλυκύτητα της εξομολόγησής του δεν θα την ξεχάσω ποτέ…

Β. Θητεία

1974… Mεταπολίτευση! Κυπριακή τραγωδία! Η χώρα καζάνι που βράζει σε ένα ταραγμένο καλοκαίρι πολιτικών ανατροπών και εξελίξεων. Στις συνθήκες αυτές, ο δίσκος αυτός δεν θα λειτουργήσει βραδυφλεγώς, αλλά άμεσα και αμετάκλητα!

Η πρώτη ραδιοφωνική μετάδοση των τραγουδιών από τις διαφημιστικές εκπομπές της COLUMBIA, εκείνο τον Αύγουστο θα βάλει φωτιά σε μία σκεπτόμενη και υποψιασμένη νεολαία που γνώριζε ήδη τα περισσότερα τραγούδια από τη μπουάτ STUDIO ΛΗΔΡΑ: «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα», «Μαλαματένια λόγια στο σεργιάνι», «Το καρυοφύλλι μάνα μου»… Χωρίς περιστροφές μιλάμε για ένα δίσκο ορόσημο, σήμα κατατεθέν της ένδοξης αυτής μεταπολίτευσης και αποχουντοποίησης, μολονότι η λογοκρισία έβαλε και πάλι το χεράκι της (βλ. προηγ. άρθρο: «Λογοκρισία…  μήτηρ πάσης κακίας!»).

Τα πάντα εδώ αποπνέουν έναν αέρα πρωτοπορίας και ανανέωσης. Δεν πρόκειται απλά για έναν σημαντικό δίσκο αλλά για μια νέα πρόταση στο ελληνικό τραγούδι από κάθε άποψη! Και μάλιστα σε μία εποχή, που το ρεύμα του progressive rock έκανε θραύση σε ολόκληρο τον κόσμο…

Όταν πριν από περίπου τρεις δεκαετίες, άφωνος απόλαυσα την πρώτη ολοκληρωμένη ακρόαση αυτού του αριστουργήματος, είχα συναισθανθεί ότι βρισκόμουν σε μία στιγμή οριακή. Ότι είχε αλλάξει πια ο τρόπος που άκουγα τη μουσική, που αντιμετώπιζα ένα δίσκο ως ολοκληρωμένο μουσικό έργο. Για παράδειγμα, το σχεδόν δεκάλεπτο τραγούδι «Πρόλογος για τον Αθανάσιο Διάκο», σε επίπεδο στίχου, μουσικής και διφωνικής ερμηνείας συνιστά αυθεντική εμπειρία και  μάλλον αγγίζει τα όρια της αρτιότητας, όπως την περιγράψαμε παραπάνω:  «Δεν ήταν περιβόλι και τριφύλλι / πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά / τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι / καράβι κουρσεμένο στο Νοτιά / και της αγάπης δάκρυ στο μαντίλι /  Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι / κανάτι δροσερό σε παραθύρι. / Περαστικός μια μέρα στην Αυλώνα / εγύρισες τα μάτια στην καρδιά / κι είδες ποτάμι να ᾿ρχονται τα χρόνια / παλικαράκι μες στη Λιβαδιά / εντύθηκες στο μαύρο αρραβώνα / Στο κάστρο του Αλή και στους μπαξέδες / πρώτη φορά θ’ ακούσεις μια φωνή / και θα το μάθεις πια το “Ίτε παίδες” / την πόρτα που θ’ ανοίξεις στη ζωή / λόγια πικρά θα λες στους καφενέδες / Το φως μες στην καρδιά φαρμακωμένο / σημάδεψε την πόρτα του φονιά / μα εγώ θα μείνω εδώ να περιμένω / για να σε βρω ξανά σε παγανιά / την ύστερη φορά που θα διαβαίνω».

Ο Ελευθερίου εδώ ιχνογραφεί το soundtrack μιας ολόκληρης εποχής συναρμόζοντας από τη μια, τον τρόπο της αστείρευτης μας παράδοσης και από την άλλη, την οπτική μιας ιστορικής περιόδου που θα ανέτρεπε συθέμελα τον ρου των γεγονότων. Ακόμα και το πρωτότυπο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης συνηγορούσε στην αντίληψη αυτή: Δύο εικόνες, σαν ένα φιλμ για την αστικοποιημένη Ελλάδα του ‘70, το περίπτερο και το καφενείο, άνοιγαν σαν φύλλα παραθύρου ενώ στο οπισθόφυλλο το παιδί με τον χαρταετό λειτουργούσε ως σύμβολο φυγής και ελπίδας. Ο Μαρκόπουλος στην κορύφωση της οργιώδους έμπνευσής του συνθέτει ένα ακρόαμα οριακό. Με την αρωγή των στίχων του Ελευθερίου, καταθέτει άποψη για τον ρόλο της κρίσιμης τέχνης! Από το κλάμα της γέννησης του μωρού, στην αρχή του δίσκου, μέχρι τον επιθανάτιο ρόγχο στο τέλος του, όλο το έργο, εν συνόλω, αναπαριστά τη θητεία μας στη ζωή με τρόπο διαχρονικό και πραγματικά ανυπέρβλητο.

Γ. Τροπάρια για φονιάδες

Αν ο «Άγιος Φεβρουάριος» και η «Θητεία» γνώρισαν αργά ή γρήγορα πλατιά αποδοχή, τα πράγματα εδώ αποδείχθηκαν πιο δύσκολα. Και ήταν πολύ φυσικό. Το 1977 οι φωνές κοπάζουν, το πάθος για πολιτικό τραγούδι αρχίζει να υποχωρεί, οι αφίσες να ξεθωριάζουν και τα συνθήματα να αφορούν πλέον μόνο ορισμένους. Εδώ έχουμε ένα δίσκο που δεν κραυγάζει, δεν συνθηματολογεί, δεν εξάπτει, δεν… χειραγωγεί! Ο Μικρούτσικος και ο Ελευθερίου δίνουν ένα σπάνιο μάθημα για το μέτρο και την ουσία του αυθεντικού πολιτικού τραγουδιού. Ο δίσκος ακούστηκε, αναγνωρίσθηκε, εκτιμήθηκε, όμως δεν αγκαλιάστηκε από τον κόσμο με τη λατρεία που του έπρεπε (ίσως να αποτελεί εξαίρεση η θρυλική «Δίκοπη ζωή»). Ισχυρίζομαι πάντα πως αποτελεί ακόμα, τόσα χρόνια μετά, δίσκο προς ανακάλυψη για προνομιακούς ακροατές. Η Μαρία Δημητριάδη και ο Γιώργος Μεράντζας ερμηνεύουν μερικές από τις σημαντικότερες εμπνεύσεις των δύο δημιουργών, που βρίσκονται ουσιαστικά κρυμμένες στον κύκλο αυτό.

Τα «Τροπάρια για φονιάδες» μέσα από τον κρυπτικό και σύνθετο λόγο του Ελευθερίου, οικοδομούν σε ένα ζοφερό τοπίο, μια πινακοθήκη προσώπων, ιδιαίτερων φυσιογνωμιών, καταραμένων υπάρξεων ή ταπεινών ανθρώπων που βρέθηκαν στο περιθώριο της Ιστορίας και σπάνια στο επίκεντρο αυτής. Ανάμεσά τους θα συναντήσουμε τον οσιομάρτυρα της Αριστεράς Νίκο Πλουμπίδη, τη γερμανίδα επαναστάτρια των Σπαρτακιστών Ρόζα Λούξεμπουργκ αλλά και τον ελάσσονα, αυτόχειρα ποιητή Κώστα Μίχο (που υπήρξε φίλος του Μάνου Ελευθερίου και  αυτοκτόνησε δι’ασήμαντον αφορμή, όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος του άρθρου σε λίγες μέρες).

Οι συγκεκριμένοι στίχοι δεν ήταν προορισμένοι να γίνουν τραγούδια. Χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία θα «υποταχθούν» στη μελωδική δεινότητα του Θάνου Μικρούτσικου και θα αναγεννηθούν ως τραγούδια συγκλονιστικά. Ο Μικρούτσικος βουτάει στη βαθιά και αγριεμένη θάλασσα του υψηλών απαιτήσεων ποιητικού λόγου του Ελευθερίου και αναδύεται ολόστεγνος!

«Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια / κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό / αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους / κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν / αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια / κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί / κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες, παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,  / Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες / στην αγορά, στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο / είσαι η Πρέβεζα, τα Γιάννενα και το Κιλκίς,  / το Μεσολόγγι, ο Πόντος κι η Ερμούπολις».

Όταν βυθιζόμουν στις αλλεπάλληλες ακροάσεις του δίσκου αυτού, μου φαινόταν αδιανόητο πως ο ίδιος Ποιητής είχε την ίδια περίοδο, την ικανότητα αλλά και τη μαγκιά να γράφει υπέροχους στίχους για καθαρόαιμα λαϊκά τραγούδια και τσιφτετέλια όπως το «Ναύτης βγήκε στη στεριά». Και να διατηρεί την ποιότητα και το ήθος του πάντα υψηλά και αναλλοίωτα…

Ο Μάνος Ελευθερίου κρύβεται πίσω από την μαρκίζα της επιτυχίας πολλών και μεγάλων λαϊκών τραγουδιών. Ο ευθύβολος λόγος του αναβαπτίζεται σε κάθε εποχή ως υπόδειγμα και επιτομή της αμεσότητας, της βαθιάς, διεισδυτικής ματιάς σε καταστάσεις ανθρώπινες, κοινές αλλά και συχνά οριακές. Ο Ελευθερίου δεν περιγράφει ούτε αναλύει, χαράζει με την πένα του στιγμές, αφήνει σημάδια του βίου, παρακαταθήκες πολύτιμες σε κάθε εποχή…

Το αμυδρό χαμόγελο, το αινιγματικό βλέμμα, η βαθιά κρυμμένη μελαγχολία, όπως αποτυπώνεται στις λιγοστές φωτογραφίες σχηματίζουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του κύριου Μάνου, πάντα γλυκιά… Τα λόγια του, ωστόσο, είναι πικρά, ενίοτε αληθινά μαχαίρια. Άλλες φορές, πικρόγλυκα, αλλά πάντα, όπως έλεγε ο ομότεχνός του Μανόλης Αναγνωστάκης, σαν τις πρόκες καρφώνονται οι λέξεις του, να μην τις παίρνει ο άνεμος! Λόγια μαλαματένια, αλλά και παραπονεμένα… Εντελώς προσωπικά… που όλοι σε εκείνο το σύντομο «σεργιάνι» μας στον κόσμο και με εφόδια τις «πληγές» μας σ’ αυτή τη δίκοπη ζωή, ευλαβικά τα κλείνουμε μέσα στην κιβωτό της ψυχής μας όπως τα νιώθουμε… Δεν έχει σημασία αν τα φέρνουμε στα μέτρα μας, αν τους αλλάζουμε και λίγο το νόημα… Φτάνει που ορθώνονται μπροστά μας σαν καθρέφτης, να αντανακλούν τον ήμερο εαυτό μας, φτάνει που με αυτά τα λόγια κοιτάζουμε πίσω την πορεία μας στο χρόνο, όταν τα σιγοψιθυρίζουμε κατ’ιδίαν ή όταν τα τραγουδάμε στο γλέντι ή στη συναυλία με δυνατή και βέβαιη φωνή!

«Όταν πηγαίνω στη Σύρο, ρωτάω για ορισμένους, αν ζουν, αν υπάρχουν. Ένας – δυο συμμαθητές υπάρχουν επίσης εκεί, καθώς και μία κυρία που μου λέει για όλους τους θανάτους. Όλα αυτά δεν είναι ευεργετικά, βέβαια, αλλά σκέφτεσαι και τον εαυτό σου, καθώς μαθαίνεις όλο δυσάρεστα νέα. Θυμάσαι και τον στίχο του Σεφέρη «η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει», τον οποίο έγραψε νεότατος.»

Τα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου συνιστούν την ακριβή στιχουργική ενός μοναχικού διανοούμενου, συλλέκτη αισθημάτων εκλεκτών, που επέλεξε συνειδητά να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην Τέχνη του…

Σε πείσμα καταστάσεων και κυρίως ανθρώπων που μας πλήγωσαν…

Ίσως, γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές … το χώμα που πατούν να προσκυνούνε…

Τέλος α΄μέρους. Σε λίγες μέρες το β΄μέρος του αφιερώματος στον Μάνο Ελευθερίου.

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr