Παναγιώτης Τσιμπούκης: Που τελειώνουν τα όρια των σχέσεων δικαστών και δικηγόρων εκτός δικαστηρίων
Του Παναγιώτη Τσιμπούκη
Το Στρασβούργο με μια απόφασή του, ανέδειξε ένα μεγάλο θέμα που υφέρπει τα τελευταία χρόνια στον Ελληνικό χώρο της Δικαιοσύνης, που δεν είναι άλλο από τις σχέσεις δικαστών και δικηγόρων, μέσα στα επαγγελματικά πλαίσια, αλλά περισσότερο εκτός των δικαστηρίων.
Το θέμα των σχέσεων μεταξύ δικαστών και δικηγόρων στον Ελλαδικό χώρο έχει μια περίεργη διάσταση που είναι αρκετά δύσκολο να διακρίνεις τα όρια της συνύπαρξης, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν προκλητικές περιπτώσεις, οι οποίες θέτουν πολλούς προβληματισμούς μέχρι σημείου λόγου εξαίρεσης από ορισμένες υποθέσεις.
Το μεγάλο επιχείρημα ειδικά του δικαστικού σώματος είναι ότι ο δικαστής δεν μπορεί να αποκλειστεί από το κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν μπορεί να μη συναναστρέφεται εκτός έδρας με δικηγόρους, καθηγητές των Νομικών Σχολών κ.λπ.
Ναι, να συμφωνήσει κάποιος με την άποψη αυτή, αλλά πρέπει παράλληλα να τεθούν και κάποια όρια σε όλα αυτά.
Γιατί δεν μπορεί το προηγούμενο βράδυ μιας δικασίμου ο δικηγόρος να παραβρίσκεται σε τραπέζι δημόσια με πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου και την επόμενη ημέρα ο πρόεδρος να είναι στην έδρα και από κάτω να είναι ο δικηγόρος και να δικάζουν την υπόθεση του πελάτη του συντρώγοντα πριν από λίγες ώρες συνηγόρου.
Μπορεί για παράδειγμα, δικηγόρος ο οποίος χειρίζεται πολλές υποθέσεις σε ένα δικαστήριο, να πραγματοποιεί κοινές εμφανίσεις σε καφετέριες και σε άλλους δημόσιους χώρους με δικαστή που θα δικάσει την υπόθεσή του. Και εάν «ναι» ποια είναι τα όρια, αλλά και πότε τίθεται θέμα εξαίρεσης και μάλιστα αυτεπάγγελτης.
Απλοϊκά μπορεί να πει κάνεις ότι οι εξωδικαστικές σχέσεις δικαστών και δικηγόρων είναι «παρανυχίδα» μπροστά στις σχέσεις που έχουν απροκάλυπτα αναπτυχθεί μεταξύ πολιτικών και δικαστών και μάλιστα της ανωτάτης βαθμίδας της Δικαιοσύνης.
Δεν πρέπει να λησμονούμε το πρόσφατο γεγονός που εν ενεργεία υπουργός, δικηγόρος στο επάγγελμα, πρότεινε ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας να είναι συγκεκριμένο πρόσωπο που κατέχει θέσει πρόεδρου ενός εκ των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων. Ένα από τα επιχειρήματα που είχε για να στηρίξει την πρότασή του ο υπουργός ήταν ότι το πρόσωπο που πρότεινε είχε και έχει καλές σχέσεις τόσο με το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και με το ΠΑΣΟΚ-ΑΝΕΛ, ενώ ο ίδιος ο υπουργός «άνοιξε την πόρτα» στο προτεινόμενο πρόσωπο για να επισκεφθεί τον Πρωθυπουργό στο Μαξίμου και να του ζητήσει αλλαγές στο δικαστήριο που προΐσταται.
Στρασβούργο
Εκτός των Ελληνικών συνόρων τώρα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το απασχόλησε, μεταξύ των άλλων, περίπτωση κριτικής που ασκήθηκε σε δικαστίνα από δικηγόρο που εκπροσωπούσε πελάτες του.
Το μεμπτό ήταν (που τελικά δεν ήταν) το γεγονός ότι ο δικηγόρος είχε δηλώσει ότι είχε παρατηρήσει «ένα κλίμα μεγάλης εξοικείωσης μεταξύ της δικαστή και του δικηγόρου υπεράσπισης».
Αναλυτικότερα, δανείζομε την ανάρτηση από το «Διοικητικοί Δικαστές» (https://www.ddikastes.gr/
|
ΑΠΟΦΑΣΗ
L.P. και Carvalho κατά Πορτογαλίας της 08.10.2019 (αριθ. 24845/13 και
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κριτική σε δικαστές από δικηγόρους που εκπροσωπούσαν πελάτες τους. Αγωγή κατά δικηγόρων. Ελευθερία της έκφρασης των δικηγόρων προς υπεράσπιση των συμφερόντων των πελατών τους και προστασία των δικαστών και της δικαστικής εξουσίας.
Αγωγή δύο δικαστών κατά δύο δικηγόρων αντιστοίχως, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς τους από δυσφημιστικά δικόγραφα των δικηγόρων που κατήρτισαν υπερασπιζόμενοι τους πελάτες τους. Καταδίκη δικηγόρων σε αποζημιώσεις των δικαστών (ποσά 5.000 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα).
Το Στρασβούργο έκρινε ότι και οι δύο προσφεύγοντες ενεργούσαν κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων ως δικηγόροι. Θεώρησε επίσης ότι οι κυρώσεις ήταν ικανές να επηρεάσουν το δικηγορικό επάγγελμα στο σύνολό του, ιδίως όσον αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων των πελατών. Κατά το δικαστήριο του Στρασβούργου η προσπάθεια να αναγκαστεί ένας δικηγόρος να αρνηθεί εντολές πελάτη μπορούσε να παραβιάσει το δικαίωμα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση σε δικαστήριο.
Συνεπώς, οι λόγοι που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια για να δικαιολογήσουν την απόδοση ευθύνης στους προσφεύγοντες δεν ήταν ούτε σχετικοί, ούτε επαρκείς και δεν ανταποκρίνονταν σε μια πιεστική κοινωνική ανάγκη. Η παρέμβαση ήταν επομένως δυσανάλογη και δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 10
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Ιδιαίτερα σημαντική η απόφαση για την κριτική των δικηγόρων σε δικαστές που ασκείται προς υπεράσπιση των συμφερόντων των πελατών τους. Θωράκιση από το Στρασβούργο της κριτικής αυτής και του δικηγορικού λειτουργήματος και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η σκέψη του ΕΔΔΑ ότι η προσπάθεια να αναγκαστεί ένας δικηγόρος να αρνηθεί εντολή πελάτη μπορεί να παραβιάσει το δικαίωμα του πελάτη του σε πρόσβαση στο δικαστήριο.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, L.P. και Pedro Miguel Carvalho, είναι δύο Πορτογάλοι δικηγόροι που γεννήθηκαν το 1965 και το 1971 αντίστοια. Ζουν στη Λισαβόνα και στο Guimarães στη Πορτογαλία.
Το 2008 ο L.P. απέστειλε επιστολή στο Ανώτατο Συμβούλιο των Δικαστηρίων (HCJ) για να καταγγείλει τη συμπεριφορά της δικαστίνας Α.Α. κατά τη διάρκεια μιας προκαταρκτικής έρευνας και σχετικά με ορισμένες διαδικαστικές παρατυπίες. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι είχε παρατηρήσει «ένα κλίμα μεγάλης εξοικείωσης μεταξύ της δικαστή και του δικηγόρου υπεράσπισης». Το HCJ αποφάσισε να μην προβεί σε καμία ενέργεια επί της καταγγελίας. Η Δικαστής Α.Α. εν συνεχεία υπέβαλε αγωγή για δυσφήμιση εναντίον του δικηγόρου L.P., επικαλούμενη προσβολή της υπόληψης και της τιμής της. Το 2012 το Δικαστήριο της Λισαβόνας διέταξε τον L.P. να καταβάλει 5.000 ευρώ στην ενάγουσα, διαπιστώνοντας ότι οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον της είχαν υπερβεί τα όρια επιτρεπτών επικρίσεων. Τα ένδικα μέσα του L.P. κατά της απόφασης αυτής απερρίφθησαν.
Το 2009, δύο άτομα καταγωγής Ρομά, εκπροσωπούμενα από τον κ. Carvalho, υπέβαλαν καταγγελίες κατά της δικαστίνας Α.F. για δυσφήμιση και φυλετικές διακρίσεις λόγω παρατηρήσεων που διατύπωσε σε απόφαση που τους αφορούσε. Μετά την θέση της υπόθεσης στο αρχείο από τον εισαγγελέα, τα ίδια δύο πρόσωπα, εκπροσωπούμενα και πάλι από τον κ. Carvalho, άσκησαν αγωγή λόγω προσβολής της προσωπικότητάς τους από δυσφήμιση, ζητώντας 10.000 ευρώ από την δικαστίνα. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε. Το 2011, η ανωτέρω δικαστική λειτουργός άσκησε αγωγή κατά του κ. Carvalho υποστηρίζοντας ότι με την ιδιότητά του ως εκπροσώπου είχε εν γνώσει του καταθέσει αβάσιμη μήνυση εναντίον της. Ο κ. Carvalho καταδικάστηκε να καταβάλει 10.000 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης)
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αποφάσεις που διαπίστωσαν την ευθύνη των προσφευγόντων συνιστούσαν παρέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας έκφρασης. Η παρέμβαση είχε επιδιώξει δύο θεμιτούς σκοπούς: α) την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων και την προστασία των δικαστών, και β) τη διατήρηση της εξουσίας και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.
Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που προέβαλαν τα εθνικά δικαστήρια για να δικαιολογήσουν την ευθύνη των προσφευγόντων δεν ήταν ούτε σχετικοί ούτε επαρκείς και δεν ανταποκρίνονταν σε μια πιεστική κοινωνική ανάγκη. Η παρέμβαση ήταν επομένως δυσανάλογη και δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Στην αιτιολογία του, το ΕΔΔΑ διατύπωσε τις παρακάτω σκέψεις.
Και οι δύο προσφεύγοντες ενεργούσαν κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων ως δικηγόροι. Η καταγγελία του L.P. προς το HCJ είχε περιγράψει τη διεξαγωγή μιας προκαταρκτικής έρευνας στην οποία μετείχε ως εκπρόσωπος και είχε επιστήσει την προσοχή του HCJ σε καταστάσεις που θεωρούσε ασυνήθεις, με σκοπό την υπεράσπιση των συμφερόντων του πελάτη του. Το ποινικό αδίκημα και η αγωγή που συνέταξε ο κ. Carvalho είχαν ως στόχο τη δίωξη δικαστή για δυσφήμηση και διάκριση μετά από δηλώσεις της τελευταίας εναντίον ορισμένων πελατών του κ. Carvalho με απόφαση που τους καταδίκαζε.
Οι κατηγορίες του L.P. ήταν επικρίσεις και κριτική την οποία οι δικαστές θα έπρεπε να αναμένουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, χωρίς η τιμή ή η υπόληψή τους να υποστεί κάποια βλάβη. Οι κατηγορίες δεν είχαν υπερβεί τα όρια της επιτρεπόμενης κριτικής. Είχαν διατυπωθεί μόνο ενώπιον του HCJ και δεν είχαν δημοσιοποιηθεί. Ως εκ τούτου, η προβαλλόμενη βλάβη της υπόληψης του δικαστή ήταν πολύ περιορισμένη.
Η υπόθεση κατά του κ. Carvalho αφορούσε το γεγονός ότι ο ίδιος είχε λάβει οδηγίες από πελάτες που επιδίωκαν να διώξουν έναν δικαστή για δυσφήμιση και διακριτική μεταχείριση, καθώς και οι ίδιοι διώχτηκαν με απόφαση της εν λόγω δικαστίνας, γεγονός που είχε λάβει ευρεία κάλυψη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ωστόσο, η δίωξη δεν ήταν επιτυχής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κ. Carvalho υπερασπίστηκε απλώς τα συμφέροντα του πελάτη του και δεν κατάλαβε με ποιόν τρόπο δεν τηρήθηκε η επαγγελματική δεοντολογία. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσπάθεια να αναγκαστεί ένας δικηγόρος να αρνηθεί εντολές πελάτη μπορούσε να παραβιάσει το δικαίωμα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση σε δικαστήριο.
Όσον αφορά τη σοβαρότητα των κυρώσεων, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, μολονότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στον LP ήταν μικρό και η καταδίκη του δεν αμαύρωσε το ποινικό του μητρώο, η επιβολή ποινικής κύρωσης από μόνη της είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασής του. Αυτό ήταν ακόμη πιο απαράδεκτο στην περίπτωση του δικηγόρου, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να εξασφαλίσει την αποτελεσματική υπεράσπιση των πελατών του. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες και στις δύο υποθέσεις είχαν υποχρεωθεί να καταβάλουν σημαντικά ποσά αποζημίωσης στους ενδιαφερόμενους δικαστές (5.000 ευρώ στην υπόθεση L.P και 10.000 ευρώ στην περίπτωση του κ. Carvalho). Επομένως, οι επιβληθείσες κυρώσεις δεν επέφεραν την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος των δικαστών να προστατεύσουν την τιμή και υπόληψή τους και της εξουσίας του δικαστικού σώματος, αφενός, και της ελευθερίας της έκφρασης των προσφευγόντων από την άλλη. Είχαν επίσης, τη δυνατότητα να επηρεάσουν το επάγγελμα του δικηγόρου στο σύνολό του, ιδίως όσον αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων των πελατών τους.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πορτογαλία έπρεπε να καταβάλει στον L.P. το ποσό των 5.300 ευρώ και το ποσό των 10.793,42 ευρώ στον κ. Carvalho ως αποζημίωση, και 2.512 ευρώ στον L.P. και 9.100 ευρώ στον κ. Carvalho για έξοδα και δαπάνες.
Επίσης, έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης συνιστούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση όσον αφορά την ηθική τους βλάβη.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr