Δεν απόλλυται το επίδομα αδείας σε περίπτωση ασθένειας που ξεπέρασε τα όρια της «σχετικώς βραχείας διαρκείας»
Στις περιπτώσεις που ο μισθωτός δεν απέχει από την απασχόλησή του για ασθένεια βραχείας διάρκειας, στράτευση, απεργία, ανταπεργία ή ανώτερη βία αλλά απουσιάζει χωρίς δικαιολογία ή με την πρόφαση της συμμετοχής του σε απεργία που δεν είναι νόμιμη, καταλογίζεται ο χρόνος της απουσίας του αυτής στη διάρκεια της αδείας του, από την οποία αφαιρείται.
Αντιθέτως, τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απέχει από την απασχόλησή του λόγω ασθένειας βραχείας σχετικώς διάρκειας θεωρούνται ως χρόνος απασχόλησης και δεν συμψηφίζονται προς τις ημέρες της άδειας τις οποίες αυτός δικαιούται, την οποία επομένως δεν απομειώνουν.
Η λήψη αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας προϋποθέτει τη λήψη της άδειας, αφού οι εν λόγω αποδοχές και το ανάλογο επίδομα αδείας δεν αποτελούν ανεξάρτητο και αυτοτελές δικαίωμα του μισθωτού, αλλά παρεπόμενο του κυρίου δικαιώματος, δηλαδή του δικαιώματος λήψεως της άδειας.
Επομένως, όταν για λόγους που αφορούν τον εργαζόμενο δεν οφείλεται άδεια, τότε δεν οφείλονται και αποδοχές και επίδομα αδείας, αφού οι επιμέρους παροχές που συνθέτουν την άδεια αναψυχής έχουν στενή και άμεση εξάρτηση, η δε σχετική αξίωση είναι ενιαία και αδιαίρετη.
Κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε., το άρθρο 7 της Οδηγίας 2003/88 απαγορεύει εθνικές διατάξεις ή πρακτικές οι οποίες προβλέπουν ότι, κατά τη λύση της σχέσεως εργασίας, ουδεμία χρηματική αποζημίωση για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών καταβάλλεται στον εργαζόμενο ο οποίος δεν ήταν σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά του για ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, ιδίως επειδή ευρισκόταν σε αναρρωτική άδεια κατά τη διάρκεια ολόκληρης ή μέρους της περιόδου αναφοράς και/ή μιας περιόδου μεταφοράς.
Η Οδηγία 2003/88 είναι δεσμευτική για τον εθνικό δικαστή, ο οποίος οφείλει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύει το εσωτερικό δίκαιο υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτό, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της Οδηγίας.
Συνεπώς, η βούληση του εθνικού νομοθέτη, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 2 παρ. 6 του α.ν. 539/1945 περί βραχείας ασθενείας, πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, κατά το οποίο ο εργαζόμενος που βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τη λήξη της σχέσης εργασίας του και εξαιτίας του λόγου αυτού δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμά του για λήψη της ετήσιας άδειας, έστω και εάν η απουσία του υπερβεί τα όρια της βραχείας ασθένειας, δεν αποστερείται από το δικαίωμά του αυτό.
Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η υπέρβαση των ορίων βραχείας ασθένειας δεν θεωρείται αδικαιολόγητη απουσία και δεν απομειώνει τις ημέρες της κανονικής άδειας και, εφόσον ο εργαζόμενος δεν άσκησε αυτουσίως το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, αυτή μετατρέπεται σε χρηματική αξίωση και ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα αυτών (Ολομέλεια Αρείου Πάγου 7/2019, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, τόμος 2019, σελ. 719).
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr