Εργαζόμενος «με μπλοκάκι» παρέχων στην πραγματικότητα εξαρτημένη εργασία
Σύμβαση επιγραφόμενη ως «ανεξαρτήτων υπηρεσιών», αποτελούσα όμως αληθώς σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίπτωση εργαζομένης που απασχολείτο με συμβάσεις χαρακτηρισθείσες ως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία άσκησε αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί ότι η σχέση που αληθώς την συνέδεε με την επιχείρηση όπου εργαζόταν ήταν αυτή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, με τις εντεύθεν έννομες συνέπειες και αγωγικά αιτήματα.
Η εναγόμενη εργοδότρια επιχείρηση, προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό της περί του ότι συνήφθη μεταξύ αυτής και της ενάγουσας εργαζομένης σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι εξαρτημένης εργασίας, επικαλέστηκε τις προαναφερθείσες έγγραφες συμβάσεις, ισχυριζόμενη ότι αυτές συνήφθησαν με την ελεύθερη βούληση της ενάγουσας, που και η ίδια επιθυμούσε, για ευμενέστερη φορολογική αντιμετώπιση, τη συνεργασία μαζί της με καθεστώς ανεξαρτησίας.
Κρίση ότι, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που τα μέρη έδωσαν στη σύμβαση και ποια ήταν τα κίνητρα εκάστου των συμβαλλόμενων για τον χαρακτηρισμό αυτό (φορολογικά ή άλλα), σημασία εν προκειμένω έχει ο πραγματικός χαρακτήρας αυτής, ο οποίος ήταν εκείνος της εξαρτημένης εργασίας.
Ο δε χαρακτηρισμός της σύμβασης από τους συμβαλλομένους ως μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού αυτοί απέβλεπαν στην αποκλειστική και συνεχή απασχόληση της ενάγουσας υπό συνθήκες εξάρτησης, η οποία (ενάγουσα) ουδόλως επιθυμούσε ανεξάρτητο καθεστώς συνεργασίας.
Ούτε το σύνολο των ετήσιων αποδοχών της ενάγουσας παρέχει επιχείρημα περί υπάρξεως συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού αυτές ήταν σε κάθε περίπτωση χαμηλότερες από τις κατώτατες νόμιμες αποδοχές που θα ελάμβανε ως μισθωτή.
Μάλιστα η ενάγουσα, καίτοι στη σύμβαση φέρεται ότι διατηρεί το δικαίωμα να παρέχει τις υπηρεσίες της και σε άλλα πρόσωπα καθ’ όλη τη διάρκεια της ισχύος της, ωστόσο τούτο ούτε συνέβη ούτε ήταν δυνατόν να συμβεί, καθόσον αυτή ήταν υποχρεωμένη να προσέρχεται καθημερινά στα γραφεία της εναγομένης ή στα εκάστοτε εργοτάξιά της.
Η εργασία της ενάγουσας, εξάλλου, παρείχετο αυτοπροσώπως, χωρίς δικαίωμα υποκατάστασης άλλου, με τη χρήση του εξοπλισμού της εναγομένης, ενώ αυτή καθημερινά ενημέρωνε τον προϊστάμενό της για την πορεία των εργασιών και ελάμβανε κατευθυντήριες οδηγίες
Η εξάρτηση της ενάγουσας από την εναγομένη ήταν άμεση και έντονη και όχι χαλαρή, καθόσον η ενάγουσα δεν είχε δυνατότητα ούτε να καθορίσει η ίδια σε ποιο από τα έργα θα απασχοληθεί κάθε ημέρα, με ποια σειρά, με ποιο ωράριο, σε ποιον τόπο θα ελέγξει/συντάξει τα έγγραφα που της ανετίθεντο προς διεκπεραίωση, ούτε να απουσιάσει χωρίς άδεια, αλλά ούτε και να αποστεί από την τακτική ημερήσια «λογοδοσία» προς τον προϊστάμενό της και τη λήψη οδηγιών, υποκείμενη, συνεπώς, σε νομική εξάρτηση από την εργοδότριά της.
Το γεγονός ότι η ενάγουσα εξέδιδε δελτία παροχής υπηρεσιών δεν αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως σύμβασης μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού η ενάγουσα πληρωνόταν με μηνιαίο μισθό, πλέον δώρων εορτών, αποδοχών και επιδόματος αδείας, ενώ η έκδοση εκ μέρους της δελτίων παροχής υπηρεσιών, όποτε αυτά εκδόθηκαν, έγινε για καθαρά φορολογικούς λόγους.
Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, σε σχέση με τον τρόπο που καταρτίσθηκε και λειτούργησε η μεταξύ των διαδίκων έννομη σχέση, και με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η επίδικη σύμβαση φέρει τα χαρακτηριστικά τής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (Απόφαση Αρείου Πάγου του 2019, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, τόμος 2020, σελ. 329 επ.).
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr