Μονομερής βλαπτική μεταβολή και απόλυση κατόπιν υποβολής μήνυσης
Για την εφαρμογή του άρθρου 7 ν. 2112/1920, απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία.
Σε περίπτωση που η μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς τον νόμο και τη σύμβαση και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος τότε προστατεύεται από τις διατάξεις των άρθρων 7 ν. 2112/1920, 281 και 288 Α.Κ.
Ο δυνάμει του διευθυντικού δικαιώματος μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης.
Σε περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής, ο μισθωτός δύναται διαζευτικώς: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία εκ μέρους του της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή αποζημίωσης, και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους.
Αν η βλαπτική μεταβολή, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, προκαλεί προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση.
Κρίση ότι η, συνεπεία της ανάθεσης μιας υπηρεσίας σε εξωτερικό εργολάβο, μετάθεση του εργαζομένου, στο πλαίσιο των οριζομένων από τον κανονισμό της επιχείρησης, σε άλλη ειδικότητα (την οποία μάλιστα ο εργαζόμενος μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές που του προτάθηκαν), χωρίς μεταβολή του εργασιακού του καθεστώτος και χωρίς μισθολογική μείωση, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή, καθώς επιβαλλόταν στα πλαίσια αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών της επιχείρησης και υπαγορεύθηκε από λόγους οικονομικούς και πραγματικά σπουδαίους.
Περαιτέρω κρίση ότι η δυνάμει ασκήσεως πειθαρχικής εξουσίας οριστική απόλυση του εν λόγω εργαζομένου δεν υπήρξε καταχρηστική, καθώς έγινε για σπουδαίους λόγους και δεν μπορούσε να επιβληθεί κάποια άλλη, τυχόν ηπιότερη, πειθαρχική τιμωρία, αφού ο ενάγων εκδήλωνε σταθερά την άρνησή του να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα.
Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να απολύσει χωρίς αποζημίωση μισθωτό κατά του οποίου είχε υποβληθεί μήνυση από τον ίδιο για αξιόποινη πράξη που έχει σχέση με την παροχή της εργασίας ή του έχει απαγγελθεί κατηγορία για άλλη αξιόποινη πράξη σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος.
Αν επακολουθήσει απαλλαγή με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, το κύρος της καταγγελίας κατ’ αρχήν δεν επηρεάζεται, αλλά ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την αποζημίωση για τη λύση της συμβάσεως, και μόνο αν ο εργοδότης παραλείψει την καταβολή αποζημίωσης μέσα σε εύλογο χρόνο από την προς αυτόν κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της δικαστικής απόφασης επέρχεται εκ των υστέρων ακυρότητα της καταγγελίας και αυτός καθίσταται υπερήμερος ως εργοδότης (Απόφαση Αρείου Πάγου του 2019, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, τόμος 2019, σελ. 1020).
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr