Ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης του ανταγωνισμού και ποινική ρήτρα
Η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμούμπορεί να γίνει και αντικείμενο ρητού όρου (ρήτρας) της εργασιακής σχέσης, η οποία θεωρείται κατ’ αρχήν έγκυρη. Όταν όμως περιορίζει τη μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητα του εργαζομένου, το κύρος της ρήτρας εξαρτάται από τη διάρκειαισχύος της, την έκτασή της κατά τόπον, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε, και την παροχή από τον εργοδότη ανάλογης […]
Η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμούμπορεί να γίνει και αντικείμενο ρητού όρου (ρήτρας) της εργασιακής σχέσης, η οποία θεωρείται κατ’ αρχήν έγκυρη.
Όταν όμως περιορίζει τη μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητα του εργαζομένου, το κύρος της ρήτρας εξαρτάται από τη διάρκειαισχύος της, την έκτασή της κατά τόπον, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύθηκε, και την παροχή από τον εργοδότη ανάλογης αντιπαροχής προς τη συμβατική δέσμευση του εργαζομένου.
Έτσι, μπορεί να συμφωνηθεί ότι απαγορεύεται η ανταγωνιστική δραστηριότητα του εργαζομένου είτε με τη μορφή ανταγωνιστικών πράξεων από αυτόν, είτε με τη μορφή της πρόσληψής του σε ανταγωνιστική επιχείρηση, είτε με τη μορφή της άσκησης από αυτόν όμοιας, ανταγωνιστικής δραστηριότητας προς εκείνην του πρώην εργοδότη του.
Οι σχετικές ρήτρες είναι έγκυρες και δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εάν και εφόσον, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αφενός δεν καταλύουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το εξίσου κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής ή επαγγελματικής δράσης του εργαζομένου, και αφετέρου δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179Α.Κ.
Η κρίση για το αν η εκάστοτε ρήτρα συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας του εργαζομένου εναπόκειται στον δικαστή, ο οποίος σταθμίζει τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μερών.
Κριτήρια που λαμβάνονται υπ’ όψιν είναι: α) η χρονική διάρκεια και ο τοπικός χαρακτήρας της απαγόρευσης, β) το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και γ) η ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη.
Η ύπαρξη ειδικού οικονομικού ανταλλάγματος δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής ρήτρας, αλλά συνεκτιμάται ως κριτήριο τότε μόνον, όταν κρίνεται ότι οι λοιποί όροι της δέσμευσης, δηλαδή η χρονική διάρκεια, η χωρική έκταση και το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν στην ιδιωτική αυτονομία τα χρηστά ήθη. Εκτός από τη γνήσια ποινική ρήτρα, υπάρχει και η μη γνήσια ποινική ρήτρα, που δεν ρυθμίζεται από τον Α.Κ.
Με αυτήν συμφωνείται υπόσχεση ποινής υπό την αίρεση παράλειψης ορισμένης πράξης στο μέλλον, όπως η αποφυγή ανταγωνιστικών πράξεων από τον εργαζόμενο μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας
Στην περίπτωση αυτή, η υπόσχεση ποινής αποτελεί αυτοτελή σύμβαση, δεν αποβλέπει στην ενίσχυση άλλης (κύριας) ενοχής, αφού δεν υπάρχει άλλη κύρια ενοχή.
Περίπτωση εργαζομένου σε επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στον τομέα της ανάληψης και υλοποίησης μεγάλων έργων πληροφορικής μέσω διεθνών δημόσιων διαγωνισμών, ο οποίος (εργαζόμενος), παραιτούμενος, προσελήφθη από επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στον ίδιο τομέα, κατά παράβαση ρήτρας που είχε συνάψει με την προηγούμενη εργοδότριά του, δυνάμει της οποίας είχε αναλάβει τη δέσμευση, χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα, να μην απασχοληθεί σε ανταγωνιστική επιχείρηση για ένα έτος από τη λύση της σύμβασής του.
Κρίση ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η εν λόγω ρήτρα δεν ήταν άκυρη ως αντίθετη στην Α.Κ. 281
Κριτήρια που ελήφθησαν υπ’ όψιν και κατάπτωση ποινικής ρήτρας με ταυτόχρονο περιορισμό του ύψους της από το δικαστήριο, συνεκτιμωμένων των περιστάσεων, και ιδίως του γεγονότος ότι εν καταβλήθηκε στον εναγόμενο οικονομικό αντάλλαγμα ως αντιπαροχή για τις συμβατικές του δεσμεύσεις (Απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών του 2020, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου, τόμος 2020, σελ. 342 επ.).
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr