Διοικητικό όργανο σε ρόλο «δικαστηρίου»: Έθεσε σε αναστολή καθηκόντων πρώην δικαστική λειτουργό, χωρίς να της δίνεται δυνατότητα προσφυγής

Δικαιώθηκε, εισπράττοντας και αποζημίωση, για σαφή παραβίαση δίκαιης δίκης και στέρηση δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστική αρχή.

NEWSROOM
Διοικητικό όργανο σε ρόλο «δικαστηρίου»: Έθεσε σε αναστολή καθηκόντων πρώην δικαστική λειτουργό, χωρίς να της δίνεται δυνατότητα προσφυγής

Διετέλεσε δικαστής για είκοσι χρόνια και μετά την συνταξιοδότησή της διορίστηκε ως «μη δικαστικό» μέλος στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η περιπέτειά της ξεκίνησε όταν κατηγορήθηκε για αδικήματα, όπως πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων, για πράξεις που φέρεται να διαπράχθηκαν υπό την ιδιότητά της ως Προέδρου Πρωτοδικείου σε σχέση με τη διαδικασία διορισμού της.

Μετά τις κατηγορίες η Γενική Συνέλευση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου της επέβαλε το διοικητικό μέτρο της αναστολής από τα καθήκοντά της για χρονικό διάστημα έξι μηνών και με δυνατότητα ανανέωσης. Το μέτρο αναστολής παρατάθηκε αρκετές φορές εν αναμονή της τελικής απόφασης σχετικά με την ποινική διαδικασία εναντίον της.

Όπως η ίδια ισχυρίστηκε η πειθαρχική κύρωση που επεβλήθη σε βάρος της ήταν από μη δικαστικό όργανο, ενώ παράλληλα δεν υπήρχε κανένα ένδικο μέσο αμφισβήτησης αυτής.

Τελικώς, το αρμόδιο Εφετείο την αθώωσε για τις κατηγορίες της πλαστογραφίας εγγράφων και ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να επανεξετάσει την απόφαση αναστολή καθηκόντων. Στην απόφασή του, το Συμβούλιο κατέληξε πως την αμετάκλητη απαλλαγή της από την ποινική διαδικασία μπορούσε να επανέλθει στη θέση της.

Τελικώς, η ίδια επέλεξε να παραιτηθεί αλλά ταυτόχρονα προχώρησε και σε προσφυγή προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά των βελγικών αρχών (η ίδια είναι υπήκοος Βελγίου), καταγγέλλοντας πως παραβιάστηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο καθώς και για την έλλειψη δημόσιας ακρόασης και για την άρνηση να της δοθεί πρόσβαση στα πρακτικά της γενικής συνέλευσης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

Αποζημίωση 12.000 ευρώ

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Βελγίου (CSJ) ήταν διοικητικό όργανο. Δεδομένου ότι δεν ήταν καθήκον του να επιλύσει διαφορές, δεν αποτελούσε δικαστήριο.

Ως εκ τούτου, δεν αποτελούσε «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Συναφώς, το Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία του ότι, όταν μια αρχή η οποία εξέταζε διαφορές σχετικά με «αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις» δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 6§ 1, δεν θα μπορούσε να βρεθεί παραβίαση της Σύμβασης εάν η απόφασή της υπόκειται σε «μεταγενέστερο έλεγχο» από δικαστικό όργανο.

Σύμφωνα, όμως, με το ΕΔΔΑ, η προσφεύγουσα δεν είχε το δικαίωμα, ως μέλος του CSJ, να υποβάλει αίτηση στα διοικητικά δικαστήρια για να ακυρωθεί η εν λόγω απόφαση.

«Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η Κυβέρνηση δεν απέδειξε την ύπαρξη ένδικου μέσου που να επέτρεπε στην προσφεύγουσα να προσβάλει  την απόφαση αναστολής της από τα καθήκοντα της  και να ακυρωθεί  η απόφαση ή να ανασταλεί η εκτέλεσή της. Οι εν λόγω αποφάσεις συνεπώς δεν εκδόθηκαν  από «δικαστήριο» ή άλλο όργανο που ασκούσε δικαστικές εξουσίες και δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση από έναν τέτοιο οργανισμό» επισημαίνει το ΕΔΔΑ.

«Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα στερήθηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο για να ασκήσει ένδικο μέσο κατά του μέτρου αναστολής της από τα καθήκοντά της στο CSJ. Κατά το ΕΔΔΑ ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος πρόσβασης της προσφεύγουσας σε δικαστήριο είχε παραβιαστεί» καταλήγει.

Για το λόγο αυτό επιδίκασε ποσό 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Πηγή: www.echrcaselaw.com

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr