Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Πότε είναι δικαιολογημένη η κατ’οίκον έρευνα σε σπίτι κατηγορουμένων
Το πλαίσιο κάτω από το οποίο είναι δικαιολογημένη η κατ’ οίκον έρευνα που έκαναν οι Αρχές, περιγράφει το Ευρωπαικό Δικαστήριο, σε μια απόφαση εξαιρετικά επίκαιρη για τη χώρα μας καθώς κρίνει πως εφόσον η σοβαρότητα της υπόθεσης υπερτερεί δεν παραβιάζει την ιδιωτική ζωή των κατηγορουμένων. Οι κατηγορούμενοι , ζεύγος Ρουμάνων, βιάστηκαν να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό […]
Το πλαίσιο κάτω από το οποίο είναι δικαιολογημένη η κατ’ οίκον έρευνα που έκαναν οι Αρχές, περιγράφει το Ευρωπαικό Δικαστήριο, σε μια απόφαση εξαιρετικά επίκαιρη για τη χώρα μας καθώς κρίνει πως εφόσον η σοβαρότητα της υπόθεσης υπερτερεί δεν παραβιάζει την ιδιωτική ζωή των κατηγορουμένων.
Οι κατηγορούμενοι , ζεύγος Ρουμάνων, βιάστηκαν να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίοι στην πατρίδας τους δραστηριοποιούνται στον Τύπο, ως δημοσιογράφοι και ιδιοκτήτες εφημερίδων και περιοδικών, καθώς η αγωγή τους εκκρεμούσε ακόμα στα εγχώρια δικαστήρια.
Η υπόθεση
Και οι δύο είχαν κατηγορηθεί στη χώρα τους για εκβίαση πολιτικών και οργανωμένο έγκλημα, ενώ ο άνδρας είχε κριθεί και προφυλακιστέος κατά τη διάρκεια της ανάκρισης της υπόθεσης. Η υπόθεση τους είχε λάβει μεγάλη έκταση στα εγχώρια ΜΜΕ. Ο δημοσιογράφος θεωρούσε ότι είχε υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση γιατί δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες του στον Τύπο με χειροπέδες. Οι Ρουμανικές αρχές κατά την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, είχαν κάνει έρευνα στο σπίτι τους και στα γραφεία της εταιρείας τους όπου και κατασχέθηκαν έγγραφα και υπολογιστές. Κατά τη διάρκεια της δίκης τους, στην οποία αθωώθηκαν κατασχέθηκαν υπολογιστές λογαριασμοί τους και το μέτρο δεν άρθηκε ακόμα και μετά την αθωωτική απόφαση του ποινικού Δικαστηρίου λόγω εκκρεμών αγωγών αποζημίωσης από τα θύματα. Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν στο Στρασβούργο για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, λόγω του εγκλεισμού του στη φυλακή, ωστόσο οι δικαστές έκριναν αβάσιμες τις αιτιάσεις τους λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων.
Κατά τους Ευρωπαίους δικαστές, η κατ’οίκον έρευνα, που διεξήχθη, προβλεπόταν και επιτρέπετο από το εθνικό δίκαιο προκειμένου να εξιχνιαστεί η σοβαρή κατηγορία για οργανωμένο έγκλημα και εκβίαση που τους αποδίδονταν. Κατόπιν αυτού δεν διαπιστώθηκε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.
Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των συνομιλιών στον τύπο δεν διαπιστώθηκε ευθύνη των αρχών και κρίθηκε αβάσιμη η καταγγελία αυτή.
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης εξαιτίας της κατάσχεσης προσωπικών αντικειμένων (υπολογιστών και εγγράφων). Το Στρασβούργο έκρινε ότι η κατάσχεση δεν ήταν δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό της ποινικής έρευνας και εν τέλει τα αντικείμενα τους επεστράφησαν.
Τέλος κρίθηκε πρόωρη η καταγγελία για παραβίαση της περιουσίας λόγω της κατάσχεσης των τραπεζικών λογαριασμών καθόσον η σχετική αγωγή στα εγχώρια δικαστήρια είναι εκκρεμής.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι ρουμάνοι Liviu Aurel M. και Milena M. 54 και 52 ετών αντίστοιχα ζουν στην Cluj-Napoca (Ρουμανία), και κατέχουν τρεις Ρουμανικές εταιρείες που εκδίδουν πολλές ερευνητικές εφημερίδες και εβδομαδιαία περιοδικά τα οποία σχετίζονται με τη διαφθορά υψηλού επιπέδου.
Πριν από δεκαπέντε χρόνια μαζί με άλλους πέντε δημοσιογράφους των εντύπων τους κατηγορήθηκαν ότι απειλούσαν τοπικούς πολιτικούς παράγοντες να προβούν σε αποκαλύψεις εκτός αν αγόραζαν διαφημιστικό χώρο από τις εφημερίδες τoυ ομίλου τους.
Στο πλαίσιο αυτής της ποινικής διαδικασίας, ο 54χρονος συνελήφθη και οι αρχές έκαναν έρευνας στο σπίτι του καθώς και σε δύο από τα κεντρικά γραφεία των εφημερίδων του, όπου η αστυνομία κατάσχεσε ορισμένα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων και των υπολογιστών, τα οποία τελικά επιστράφηκαν στους προσφεύγοντες τον Δεκέμβριο του 2009. Μετά τη σύλληψή του, ο κ. Man παρουσιάστηκε ενώπιον του εισαγγελέα και κρατήθηκε προσωρινά μέχρι τον Μάρτιο του 2007, όταν αποφυλακίστηκε με απαγόρευση εξόδου από την πόλη. Τελικά αθωώθηκε στην ποινική διαδικασία εναντίον του τον Δεκέμβριο του 2017, καθώς τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν ότι οι κατηγορίες δεν είχαν αποδειχθεί.
Στο μεταξύ καθ’ όλη τη διάρκεια της δικαστικής του περιπέτειας τα περιουσιακά στοιχεία και οι τραπεζικοί λογαριασμοί που ανήκαν στο ζεύγος είχαν κατασχεθεί ώστε να διασφαλιστεί ότι θα καταβληθεί οποιαδήποτε αποζημίωση διεκδικείται από τα φερόμενα ως θύματα. Στο τέλος των διαδικασιών, το Εφετείο αποφάσισε να διατηρήσει τα μέτρα. Ο δημοσιογράφος – εκδότης ζήτησε άρση των μέτρων, αλλά τα αιτήματα του απορρίφθηκαν ως αβάσιμα όπως και η καταγγελία του για παράνομη έρευνα των αστυνομικών στο σπίτι και τα γραφεία των εφημερίδων του.
Σήμερα εκκρεμεί αγωγή του ζεύγους των εκδοτών στη ρουμανική δικαιοσύνη με την οποία διεκδικούν αποζημίωση, ενώ έχει διαμαρτυρηθεί για τα μέτρα κατάσχεσης της περιουσίας του και τη δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών. Η υπόθεση δημοσιεύτηκε ευρέως στα ΜΜΕ.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης)
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο δημοσιογράφος- εκδότης είχε στη διάθεσή του αποτελεσματικά ένδικα μέσα σύμφωνα με το σχετικό εγχώριο δίκαιο αλλά απέτυχε να καταγγείλει τον εγκλεισμό του στις φυλακές αλλά και το γεγονός ότι είχε εκτεθεί στο κοινό φορώντας χειροπέδες. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταγγελίες του στο πλαίσιο του άρθρου 3 έπρεπε να απορριφθούν ως απαράδεκτες για τη μη εξάντληση των εγχώριων ενδίκων μέσων.
Άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας)
α) Καταγγελίες σχετικά με την κατ’οίκον έρευνα και την κατάσχεση
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι έρευνες, που ρυθμίζονται από τα άρθρα 100 έως 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είχαν διεξαχθεί «σύμφωνα με τον νόμο» και εξυπηρετούσαν θεμιτό σκοπό, δηλαδή την πρόληψη του εγκλήματος και την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων.
Επιπλέον, η απόφαση που επέτρεπε τις έρευνες είχε βασιστεί σε σχετικούς και επαρκείς λόγους, με επαρκείς διασφαλίσεις από κατάχρηση. Συγκεκριμένα, το ίδιο το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί από δικαστή στο πλαίσιο κατηγοριών για εκβιασμό και για οργανωμένο έγκλημα και βασιζόμενο στην αιτιολογία του εισαγγελέα ότι είχε επιδιώξει να συνάψει συμβόλαια διαφήμισης, να βρει λογιστικά βιβλία και μια βάση δεδομένων η οποία περιέχει πιθανό υλικό για εκβίαση των θυμάτων. Το ένταλμα είχε ως εκ τούτου βασιστεί σε εύλογη υποψία. Το γεγονός ότι ο κ. Man είχε τελικά απαλλαγεί από την κατηγορία δεν είχε καμία σχέση με την εν λόγω εκτίμηση. Το ένταλμα επίσης χορηγείται για μια λογικά περιορισμένη περίοδο, μόλις 10 ημερών.
Επιπλέον, οι έρευνες διεξήχθησαν παρουσία του κ. Man και της συζύγου του, δύο μαρτύρων και του συνηγόρου υπεράσπισης και τα κατασχεθέντα αντικείμενα είχαν τοποθετηθεί σε σφραγισμένους φακέλους και είχαν συνταχθεί εκθέσεις. Ούτε ο κ. Man ούτε η σύζυγός του δεν είχαν αντιρρήσεις για την έρευνα, ούτε είχαν προσφύγει στη συνέχεια σε οποιαδήποτε εθνική αρχή σχετικά με την έρευνα στο σπίτι τους. Ο κ. Man διαμαρτυρήθηκε για την έρευνα, αλλά μόνο όσον αφορά τις εγκαταστάσεις των εφημερίδων και η καταγγελία είχε εξεταστεί και απορριφθεί από το εθνικό δικαστήριο, το οποίο είχε αιτιολογήσει την απόφασή του.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε την καταγγελία των προσφευγόντων σχετικά με τις έρευνες και την κατάσχεση ως προδήλως αβάσιμες.
β) Ισχυρισμοί ότι τηλεφωνικές συνομιλίες διέρρευσαν στον Τύπο
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι αποσπάσματα συνομιλιών μεταξύ του κ. Man και τρίτων, τα οποία αποκτήθηκαν μέσω της τηλεφωνικής παρακολούθησης και τα οποία συμπεριλήφθηκαν στο φάκελο της εισαγγελίας, είχαν δημοσιευθεί σε ιδιωτικές εφημερίδες.
Ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ καμία αναφορά ότι οι εφημερίδες ήταν κατά κάποιο τρόπο υπό τον έλεγχο των δημοσίων αρχών.
Επίσης, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι δημοσιευθείσες πληροφορίες δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα δημοσιογραφικής έρευνας. Επιπλέον, η δημοσίευση των συζητήσεων πραγματοποιήθηκε στο τέλος του 2006 και στις αρχές του 2007, δηλαδή μετά την παραπομπή της υπόθεσης κατά των προσφευγόντων στα εθνικά δικαστήρια.
Επομένως, τα ΜΜΕ θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης κατά τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών, όπως δικαιούνταν σύμφωνα με το ρουμανικό δίκαιο. Οι προσφεύγοντες, αφετέρου, θα μπορούσαν να ζητήσουν να περιοριστεί η πρόσβαση στο ευρύ κοινό ώστε να προστατευτεί η ιδιωτική τους ζωή, αλλά δεν το έπραξαν.
Συμπερασματικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι οι αρχές ήταν υπεύθυνες για τη δημοσίευση των συζητήσεων. Ως εκ τούτου, απέρριψε την αιτίαση των προσφευγόντων ως προς το σημείο αυτό ως προδήλως αβάσιμη.
γ) Τα ΜΜΕ προσκλήθηκαν να καλύψουν τη σύλληψη του κ. Man και την έρευνα της κατοικίας
Δεδομένης της διαπίστωσης του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 3 σχετικά με τη δημόσια έκθεση του κ. Man με χειροπέδες, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελία αυτή έπρεπε επίσης να απορριφθεί για τη μη εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων.
Άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης)
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η προστασία των δημοσιογράφων βάσει του άρθρου 10 εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι αυτοί ενεργούν με καλή πίστη, εντός των αρχών της υπεύθυνης δημοσιογραφίας.
Επισήμανε επίσης ότι η υπόθεση των προσφευγόντων, η οποία περιλαμβάνει συνεχιζόμενη έρευνα για σύνθετα εγκλήματα, διέφερε από άλλες περιπτώσεις όπου το δικαίωμα δημοσιοποίησης πληροφοριών των δημοσιογράφων παραβιάστηκε εξαιτίας της έρευνας και των κατασχέσεων που αποσκοπούν στον εντοπισμό των δημοσιογραφικών τους πηγών.
Πράγματι, δεν υπήρχε τίποτα που να αποδεικνύει ότι η ποινική έρευνα είχε παράνομο σκοπό, όπως για παράδειγμα να περιορίσουν παράνομα τους προσφεύγοντες να δημοσιοποιήσουν πληροφορίες προς το κοινό. Τα κατασχεθέντα έγγραφα και οι υπολογιστές αποτέλεσαν απλώς τη συνέπεια της ποινικής έρευνας και σε κάθε περίπτωση τελικά τους επεστράφησαν. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να καταγγέλλουν το μέτρο στις αρχές και τα δικαστήρια εξέτασαν την καταγγελία τους.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρόλο που οι έρευνες, που αφορούσαν την κατάσχεση ορισμένων αντικειμένων, ήταν απαραίτητες για τις δημοσιογραφικές δραστηριότητες των προσφευγόντων, αποτελούσαν περιορισμό του δικαιώματός τους στην ελευθερία έκφρασης, ο περιορισμός αυτός δεν ήταν δυσανάλογος.
Συνεπώς, η καταγγελία των προσφευγόντων βάσει του άρθρου αυτού απορρίφθηκε επίσης ως προδήλως αβάσιμη.
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας)
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας, ο προσφεύγων είχε καταθέσει αγωγές αποζημίωσης κατά των αρχών, οι οποίες είχαν συμπεριλάβει καταγγελία σχετικά με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων και των τραπεζικών λογαριασμών του. Οι διαδικασίες αυτές ήταν προφανώς ακόμη εν εξελίξει και, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέρριψε ως πρόωρη την καταγγελία του κ. Man για παραβίαση του δικαιώματός του για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του.
Λοιπά άρθρα
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όλες οι καταγγελίες των άλλων προσφευγόντων, σύμφωνα με το άρθρο 5 §§ 3 και 4, άρθρο 6 §§ 1 και 2 και το άρθρο 13, ήταν προδήλως αβάσιμες και έπρεπε να απορριφθούν.
Επιμέλεια: echrcaselaw.com
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr