Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Πυρά δικαστών και εισαγγελέων για τις νέες αλλαγές στους Κώδικες: “Ακροβασίες μεταξύ κράτους δικαίου και κράτους αποφάσεων”

Την αντίθεσή της στις νομοθετικές πρωτοβουλίες εξέφρασε η ΕνΔΕ για τον Ποινικό και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τι είπαν στην ακρόαση των φορέων στη Βουλή ο Αντιπρόεδρος Χαράλαμπος Σεβαστίδης και ο αναπληρωτής Γ.Γ. Χρήστος Φαρσαλιώτης.

NEWSROOM icon
NEWSROOM
Πυρά δικαστών και εισαγγελέων για τις νέες αλλαγές στους Κώδικες: “Ακροβασίες μεταξύ κράτους δικαίου και κράτους αποφάσεων” unsplash

Μετά τους δικηγόρους, που αποφάσισαν καθολική αποχή για τις 23 και 24 Ιανουαρίου, οπότε και εισάγεται το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, που αφορά αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για ψήφιση στη Βουλή, ήρθε και η σφοδρή αντίδραση δικαστών και εισαγγελέων.

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) κατέθεσε την Δευτέρα 20/1 τις προτάσεις της για το κατατεθέν πολυνομοσχέδιο με τίτλο «Αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 –Πρόσθετες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας – Αναδιοργάνωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών – Ενίσχυση της λειτουργίας της Eurojust – Μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας – Δικονομικές διατάξεις αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και άλλες ρυθμίσεις».

Και περιελάμβαναν πολλαπλές αιχμές για αυτό. «Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δηλώνει την αντίθεσή της στις νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα εκθέσουν την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα αποτελέσουν αφορμή για νέα συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων» αναφέρθηκε.

Όπως τονίστηκε «εκφράζουμε τον έντονο προβληματισμό μας για την διαφαινόμενη νομοθετική επιμονή στη θέσπιση αυστηρότερων διατάξεων που διασπούν την ενότητα του δικαίου, ως απάντηση στην αντιμετώπιση προβλημάτων που έχουν χαρακτηριστικά κοινωνικής παθογένειας και χρήζουν ενίσχυσης των δομών πρόνοιας (βία κατά γυναικών, ανήλικοι)».

Στο πλαίσιο των παρατηρήσεων της ΕνΔΕ υπογραμμίστηκε πως «το σχέδιο νόμου που εξήγγειλε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αποτελώντας επικίνδυνη νομοθετική οπισθοδρόμηση, θέτει την Ελλάδα σε έναν δρόμο μοναχικό και δύσβατο, μακριά από την παρακαταθήκη του ΕΔΔΑ. Επαναφέρει τον κανόνα της προφυλάκισης και μάλιστα και για πλημμελήματα, παρατείνει το διάστημα κράτησης μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο, απαγορεύει την μετατροπή ή την αναστολή της ποινής, παρακάμπτει την διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων, επιτρέπει την εκδίκαση μιας υπόθεσης και την καταδίκη κατηγορουμένου χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα να εξετάσει τον μηνυτή. Με δεδομένο μάλιστα πως θεωρείται a priori ως «παλαβή» μια απόφαση που θέτει περιοριστικούς όρους στον κατηγορούμενο, η προφυλάκιση όχι απλά μετατρέπεται σε κανόνα αλλά γίνεται έμμεσα προτροπή στους δικαστικούς λειτουργούς να την εφαρμόζουν ως το μοναδικό μέσο δικονομικού καταναγκασμού».

Και προσθέτει χαρακτηριστικά ότι «η θέσπιση των παραπάνω μέτρων συγκυριακά ταυτίζεται με το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας το οποίο χρησιμοποιείται ως μια βολική πρόφαση για την διαρκή απομείωση των δικαιωμάτων των πολιτών και την καταστρατήγηση των κανόνων μιας δίκαιης δίκης. Η σκληρή ποινική καταστολή με την εγκατάλειψη ευρωπαϊκών νομοθετικών προτύπων είναι μια μέθοδος ατελέσφορη για να επιφέρει μείωση της εγκληματικότητας».

Παρατηρήσεις ΕνΔΕ για νέους Κώδικες: Οι «ακροβασίες» και οι διατάξεις για ανήλικους

Δριμύ κατηγορώ εξαπέλυσε η Ένωση κατά του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο – όπως αναφέρει – «έδειξε και πριν τις τροποποιήσεις των Ποινικών Κωδίκων πως δεν υπολογίζει τις επισημάνσεις του νομικού κόσμου της χώρας, ακροβατώντας μεταξύ κράτους δικαίου και κράτους αποφάσεων, ανάμεσα στον θετικισμό με την ιδεαλιστική αίρεση ότι ο νόμος δεν παραβιάζει θεμελιακές αρχές των δικαιωμάτων και στην στεγνή έννοια της νομοκρατίας».

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η ΕνΔΕ στις διατάξεις για τους ανήλικους. «Οι νέες αυτές ρυθμίσεις παραβλέπουν την σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ που απαιτεί ειδικά ως προς τους ανηλίκους την κατά το δυνατόν μικρότερη διάρκεια της προσωρινής κράτησής τους. Παράλληλα, αλλοιώνεται ο δικονομικός χαρακτήρας των περιοριστικών όρων και της προσωρινής κράτησης, αφού γίνεται φανερό ότι πλέον η προσωρινή κράτηση απειλείται ως μία μορφή κύρωσης για την τέλεση νέου εγκλήματος και μάλιστα σε πρώιμο στάδιο, πριν την αμετάκλητη βεβαίωση της ποινικής ευθύνης του ανηλίκου, κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας. Η πρακτική χρησιμότητα και εφαρμογή της διάταξης αυτής θα αφορά τις περιπτώσεις εκείνες που και για το νέο έγκλημα που τελεί ο ανήλικος δεν κρίνεται από τον ανακριτή αναγκαία η επιβολή της προσωρινής κράτησης. Έτσι, ενώ ο αρμόδιος ανακριτής κρίνει ότι ούτε για το πρώτο ούτε για το δεύτερο έγκλημα πρέπει να κρατηθεί προσωρινά ο ανήλικος, ο νομοθέτης, επιδεικνύοντας μία αδικαιολόγητη δυσπιστία στην δικαστική κρίση, προβλέπει την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση».

Σε ό,τι αφορά τις αυτόφωρες διαδικασίες, σημειώνεται πως «το επικίνδυνο της προτεινόμενης ρύθμισης έγκειται στο ότι πέρα από την αυστηροποίηση σε νομοθετικό επίπεδο επιχειρείται και με ομόρροπες δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων να επιτευχθεί όσο το δυνατό πιο αυστηρή εφαρμογή του δικαίου, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται ως αδικαιολόγητη προστασία των εγκληματιών».

Η… σπουδή για τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων

Παράλληλα, αφήνει αιχμές και εκφράζει την απορία «για την αναγκαιότητα και ταχύτητα θέσπισης διατάξεων που αφορούν στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (αλλαγές στα κωλύματα, περικοπή μισθού), τη στιγμή που υφίσταται σε λειτουργία ειδική επιτροπή συσταθείσα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης αρμόδια για την επεξεργασία αλλαγών στον Κώδικα αυτόν».

Αφορμή για τη νέα ένσταση της ΕνΔΕ αποτέλεσε το κώλυμα συνυπηρέτησης δικαστικών λειτουργών με δικηγόρους σε ορισμένες πόλεις. «Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία των δικαστικών λειτουργών δεν επηρεάζεται ούτε ετεροκαθορίζεται από την επαγγελματική ιδιότητα των συγγενών τους, ενώ η προστασία της εικόνας της Δικαιοσύνης, προστατεύεται με την ad hoc αντιμετώπιση περιστατικών που εν δυνάμει θα μπορούσαν να την πλήξουν και όχι με οριζόντιες διατάξεις γενικής πρόληψης, που εξασφαλίζουν μόνο την υπηρεσιακή δυσκαμψία και την καχυποψία των πολιτών για φωτογραφική νομοθέτηση» επισημαίνεται.

Προστίθεται πως «οι δικαστές και εισαγγελείς έχουμε αποδεχθεί το να είμαστε αυστηροί με τους εαυτούς μας κατά την άσκηση των καθηκόντων μας και κατά την τήρηση των κανόνων της υπηρεσιακής ζωής και επίσης έχουμε αποδεχθεί και τους σημαντικούς περιορισμούς που συνεπάγονται στην κοινωνική μας καθημερινότητα. Αξιώνουμε όμως αντίστοιχα και την ανάλογη εμπιστοσύνη της Πολιτείας. Παρεκκλίσεις από τη χρηστή τήρηση των υπηρεσιακών καθηκόντων, πρέπει να ελέγχονται μόνο από τα αρμόδια Πειθαρχικά όργανα της Δικαιοσύνης ή από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο που μπορεί να συνεκτιμά όλα τα δεδομένα κατά την τοποθέτηση ή μετάθεση δικαστικού λειτουργού και στα όργανα αυτά ο νομοθέτης οφείλει να δείχνει εμπιστοσύνη στα πλαίσια του σεβασμού της διάκρισης των εξουσιών.

Δεν κινείται όμως σε αυτή την κατεύθυνση η de facto ακύρωση του ελέγχου με τη νομοθετική θέσπιση γενικών απαγορεύσεων και κωλυμάτων, τα οποία δε συνάδουν και με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές».

Και καταλήγει πως «η νομοθετική θέσπιση κωλυμάτων γεννά ποικίλες αντιφάσεις καθώς αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο δικαστικούς λειτουργούς που κατοικούν σε μικρές δημοτικές ενότητες των μεγάλων αστικών κέντρων, από εκείνους που κατοικούν σε μεγαλύτερους πληθυσμιακά δήμους των περιφερειακών πόλεων, αναδεικνύοντας έτι περαιτέρω ότι το ζήτημα δεν είναι αντικείμενο οριζόντιας ρύθμισης, αλλά διοικητικής κατανομής των οργανικών θέσεων και ουσιαστικού ελέγχου.

Προτείνουμε λοιπόν την διατήρηση της διάταξης ως έχει, άλλως σε περίπτωση επιμονής στον περιορισμό των πόλεων που αφορά το συγκεκριμένο κώλυμα να ληφθεί υπόψιν η πληθυσμιακή κατανομή των πόλεων της περιφέρειας».

Οι Ειρηνοδίκες στην Γενική Επετηρίδα

Όπως ανέφεραν οι εκπρόσωποι της ΕνΔΕ στη Βουλή «σε ορθή κατεύθυνση θεωρούμε ότι κινείται -στα πλαίσια των δεδομένων χρονικών πλαισίων της πρώτης χρονιάς εφαρμογής της ρύθμισης- η απαλοιφή της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης ακρόασης όλων των επιθεωρούμενων, δυνάμει του άρθρου 77, που τροποποιεί το άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 5108/2024, καθώς αυτή η προϋπόθεση θα καταστούσε ιδιαίτερα δυσχερή για τα όργανα Επιθεώρησης την αξιολόγηση όλων των αιτούντων. Επίσης σε θετική κατεύθυνση είναι η αναφορά ότι η έκθεση επιθεώρησης θα αφορά και το διάστημα από 16.09.2024 έως 28.05.2025, ώστε να καθίσταται σαφές ότι θα είναι δυνατή η συμπερίληψη, όλων των επιθυμούντων να αιτηθούν εισαγωγή στη γενική επετηρίδα, ανεξάρτητα από το τμήμα επιμόρφωσης στο οποίο τοποθετήθηκαν και ανεξάρτητα από το χρόνο ολοκλήρωσης της επιμόρφωσης».

Ωστόσο, διατυπώθηκαν και κάποιες ενστάσεις. «Πλην όμως θεωρούμε αναγκαίο στην έκθεση επιθεώρησης να είναι δυνατό να συναξιολογηθεί και η υπηρεσιακή πορεία προηγούμενων ετών, όπως καταγράφεται στις εκθέσεις επιθεώρησης των άλλοτε ειρηνοδικών, για το διάστημα τουλάχιστον των δύο τελευταίων ετών. Μια τέτοια πρόβλεψη καθίσταται αναγκαία, καθώς η αξιολόγηση του δικαστικού έργου των συναδέλφων, μόνο του τρέχοντος έτους, συρρικνώνει το εύρος της αξιολόγησης, υπόκειται στις δυσχέρειες της φετινής χρονιάς, που ταυτόχρονα με την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων, ολοκληρώνεται και η επιμόρφωση των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και ταυτόχρονα συρρικνώνει κατά πολύ τους χρόνους αναμενόμενης έκδοσης απόφασης, καθώς εμπρόθεσμα εκδοθείσες αποφάσεις, δε θα μπορούν να καταστούν αντικείμενο αξιολόγησης, λόγω του εγγύτατου με τη συνεδρίαση του ΑΔΣ χρόνου συζήτησής τους».

ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕνΔΕ

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ