Αικατερίνη Φραγκάκη: Απάτη κατά πιστωτικού ιδρύματος και η κατάργηση του απαρχαιωμένου και παρωχημένου ν. 1608/1950
Σύμφωνα με τις προσφάτως ψηφισθείσες διατάξεις του ν. 4619/2019 επήλθαν ρηξικέλευθες μεταβολές σε όλο το φάσμα του Ποινικού Δικαίου, μεταξύ των οποίων και η κατάργηση του απαρχαιωμένου και παρωχημένου ν. 1608/1950, που αφορούσε στους καταχραστές του Δημοσίου.
Σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 462 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο νόμος 1608/1950 που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό.». Συνεπώς, παύει να ισχύει τόσο ο νόμος 1608/1950, όσο και ο ν. 1892/1990, ο οποίος ερμήνευσε τον αρχικό νόμο και διεύρυνε την έννοια του Δημοσίου, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή την πολύ ευρεία έννοια και τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου που κατ’ εξουσιοδότηση νόμου μπορεί να ασκούν δημόσια εξουσία, όσο και τα πιστωτικά ιδρύματα. Πλέον ο ν. 1608/1950 έχει αντικατασταθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 386 του νεου Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο: «Αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.
Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη». Πλέον με το νέο καθεστώς, αποσαφηνίζεται η έννοια του Δημοσίου, αποβάλλοντας την παρωχημένη, διευρυμένη και ενδεχομένως αντισυνταγματική ερμηνεία, η οποία θεωρούσε ως Δημόσιο και τα πιστωτικά ιδρύματα. Ο νόμος αναφέρει πλέον ρητά και περιοριστικά τους φορείς που συνθέτουν την έννοια του Δημοσίου και αυτοί είναι το νομικό πρόσωπο του ελληνικού Δημοσίου, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Σε καμία περίπτωση υπό το ισχύον νομικό καθεστώς δεν μπορούν τα πιστωτικά ιδρύματα να θεωρηθούν δημόσιο υπό την ευρεία έννοια. Όπως μάλιστα ενδεικτικά αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4619/2019, από την οποία διακρίνουμε ποιά ήταν η βούληση του νομοθέτη: «Οι κακουργηµατικές µορφές των βασικών εγκληµάτων στηρίζονται σε ενιαίο ποσοτικό κριτήριο (αξία του αντικειµένου ή ζηµία άνω των 120.000€). Το εν λόγω κριτήριο παρέχει ασφάλεια δικαίου η οποία αντισταθµίζει τα επισηµανθέντα κατά καιρούς µειονεκτήµατά του.
Οσάκις τα κατά τα ανωτέρω κακουργήµατα στρέφονται αµέσως κατά του νοµικού προσώπου του Ελληνικού Δηµοσίου ή νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου ή οργανισµού τοπικής αυτοδιοίκησης, προβλέπεται βαρύτερη ποινή (κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών). Τούτο, σε συνδυασµό µε την επιµήκυνση του χρόνου της παραγραφής (είκοσι έτη αντί δεκαπέντε), εξασφαλίζει την µείζονα προστασία της πράγµατι δηµόσιας περιουσίας και καθιστά περιττό τον απαρχαιωµένο και άκρως προβληµατικό Ν. 1608/50, ο οποίος καταργείται.».
Εκ των ανωτέρω συνεπάγεται ότι εφόσον η αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη στρέφεται κατά πιστωτικών ιδρυμάτων, που με το ισχύον δίκαιο δεν αποτελούν δημόσιο, τότε δεν τυγχάνει εφαρμογής η παράγραφος 2 του άρθρου 386 ΠΚ, αλλά η παράγραφος 1 κατά την οποία: «Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.».
Το αδίκημα της παραγράφου 2 του άρθρου 386 ΠΚ προβλέπει άλλωστε μεγαλύτερο πλαίσιο ποινής, ενώ συνεχίζει να ισχύει το άρθρο 2 του ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο, αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Εν προκειμένω λοιπόν, θα πρέπει να εφαρμοστεί η παράγραφος 1 του άρθρου 386 ΠΚ, η οποία προβλέπει ποινή κάθειρξης έως δέκα (10) ετών, σε αντίθεση με την παράγραφο 2 που προβλέπει ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών. Σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 ΠΚ: «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους.»
Ορίζεται με την ως άνω διάταξη πως για τα αδικήματα που διώκονταν αυτεπαγγέλτως πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4619/2019 και τώρα έχουν μετατραπεί σε κατ’ έγκληση διωκόμενα, υπάρχει υποχρέωση του παθόντος να υποβάλλει έγκληση εντός τετραμήνου από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, ήτοι μέχρι την 1-11-2019, προκειμένου να συνεχιστεί η ποινική δίωξη. Εν προκειμένω υπό το προισχύσαν δίκαιο, η απάτη ήταν αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα, όπως προκύπτει από τα άρθρα 386 επ. ΠΚ. Όμως ύπο το νέο νομικό καθεστώς, η απάτη η οποία στρέφεται κατά ιδιώτη (386 ΠΚ παρ. 1, η οποία τυγχάνει και εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση), διώκεται πλέον κατ’ έγκληση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 405 παρ. 1 ΠΚ (για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 386 παρ. 1,386Α παρ. 1 και 2, 387, 389, 390 παρ. 1 εδάφ. α’, 394, 397 και 404 απαιτείται έγκληση). Συνεπώς και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω παύει η ποινική δίωξη σε περίπτωση που δεν ασκήθηκε η έγκληση από τις Τράπεζες καθώς δυνάμει της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 464 ΠΚ, η απάτη έχει μετατραπεί από αυτεπαγγέλτως διωκόμενο σε κατ’ έγκληση διωκόμενο.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr