Χάρης Κορέσης: Η διαφορά της κατάχρησης στην απόλυση και στη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας
Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία που δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη.
Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ. Ούτως, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία.
Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς τον σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα, όταν δηλαδή υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος της μονομερούς λύσης της σύμβασης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία οφείλεται σε λόγους εχθρότητας ή γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου, ή όταν γίνεται για προσχηματικούς οικονομοτεχνικούς λόγους που υποκρύπτουν εμπάθεια ή κακοβουλία. Αντίθετα, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτήν κάποια αιτία, αφού για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία που δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη.
Σε αντιδιαστολή με όσα ήδη αναφέρθηκαν, η μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας που επιχειρείται από τον εργοδότη, [χωρίς δηλ. ο τελευταίος να έχει τέτοιο δικαίωμα για την τροποποίηση των όρων της σύμβασης εργασίας από το νόμο ή από τη σύμβαση ή όταν η τροποποίηση των όρων της σύμβασης γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος], δεν συνεπάγεται αφ` εαυτής, τη λύση της εργασιακής σύμβασης αορίστου χρόνου, αλλά παρέχει στο μισθωτό το δικαίωμα να τη θεωρήσει είτε ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είτε να εμμείνει στη σύμβαση, αξιώνοντας την τήρηση των συμφωνηθέντων όρων, εάν δε ο εργοδότης αποκρούει τη συμφωνημένη με τους όρους αυτούς εργασία, καθιστάμενος έτσι υπερήμερος, να απαιτήσει την καταβολή των αποδοχών υπερημερίας, ή την ικανοποίηση άλλης αξίωσης που συνδέεται με την υπερημερία αυτή του εργοδότη. Η, κατά τα ανωτέρω, εξομοίωση της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με καταγγελία αυτής, εκ μέρους του εργοδότη, δεν επέρχεται αυτόματα, αλλά εξαρτάται από τη βούληση του εργαζομένου, έχοντος, προς τούτο, διαζευκτική ευχέρεια να μην θεωρήσει τη βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία, αλλά, εμμένοντας στη σύμβαση εργασίας, υπό τους αρχικούς της όρους, να ασκήσει όλα τα δικαιώματά του, που απορρέουν, από τη μονομερή τροποποίηση των όρων αυτής.
Από τα παραπάνω, λοιπόν κατέστη σαφές ότι περί μονομερούς βλαπτικής μεταβολής μπορεί να γίνει λόγος όταν ο εργοδότης τροποποιεί αφ’ εαυτού του και χωρίς τη συναίνεση του εργαζομένου τους όρους της σύμβασης εργασίας του τελευταίου, είτε κατά τρόπο παράνομο, είτε κατά τρόπο αντισυμβατικό είτε κατά κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος. Το ερώτημα όμως είναι εάν η κατάχρηση αυτή νοείται και εδώ με τον ίδιο τρόπο, όπως στην περίπτωση που ο εργοδότης αποφασίζει να ασκήσει το δικαίωμά του να λύσει μονομερώς τη σύμβαση εργασίας, για την οποία περίπτωση έγινε λόγος ανωτέρω.
Όπως εξηγήθηκε, σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς τον νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Τούτο διότι ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης βάσει του διευθυντικού δικαιώματος του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τέτοια περίπτωση μονομερούς μεταβολής των όρων της συμβάσεως εργασίας, κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος συντρέχει και όταν ο εργοδότης τοποθετεί τον μισθωτό σε άλλη υπηρεσία σε σχέση με εκείνη που είχε τοποθετηθεί προηγουμένως και με άλλο αντικείμενο απασχόλησης, εφόσον τα νέα αυτά καθήκοντα είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και συνεπάγονται άμεση ή έμμεση υλική ζημία ή ηθική βλάβη με την προσβολή της προσωπικότητάς του ως προς την επαγγελματική του αξία.
Συνοψίζοντας, το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση εργασίας του μισθωτού δεν ασκείται καταχρηστικά όταν απλώς δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, αλλά μόνον όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος της μονομερούς λύσης της σύμβασης. Αντίθετα, στην περίπτωση της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του μισθωτού, ο πήχης της καταχρηστικότητας τίθεται πιο χαμηλά και δεν απαιτείται η μεταβολή των όρων εργασίας να υπαγορεύθηκε από ταπεινά ελατήρια, αλλά αρκεί η μεταβολή που έλαβε χώρα κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, να μην εξυπηρετούσε κανέναν αντικειμενικό / επιχειρηματικό σκοπό, να μην απέβλεπε στην καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης.
* Του Χάρη Κορέση, Α. Δικηγόρου, συνεργάτη της Δικηγορικής Εταιρείας Καρούζος Γιάννης & Συνεργάτες
*ΠΗΓΗ:dikigorosergatologos
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο σεβασμός της προσωπικότητας του πειθαρχικά διωκόμενου εργαζόμενου Σουζάνα Κλημεντίδη: Υπέρ αστυνομικού το Διοικητικό Εφετείο σε υπόθεση πειθαρχικής δίωξης Επιτρέπεται να απολυθώ κατά την διάρκεια αναρρωτικής άδειας; Οι συνέπειες της μη αναγγελίας του Εργατικού ΑτυχήματοςΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr