Έλενα Στοφόρου: Δικαίωμα εναντίωσης του εργαζομένου σε περίπτωση μεταβίβασης της επιχείρησης
Της Έλενας Στοφόρου* Από το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν το ζήτημα της μεταβολής του προσώπου του εργοδότη και κυρίως από το ΠΔ 178/2002 με το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 98/50/ΕΚ, προκύπτει ο κανόνας της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ή τμήματος αυτής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι […]
Της Έλενας Στοφόρου*
Από το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν το ζήτημα της μεταβολής του προσώπου του εργοδότη και κυρίως από το ΠΔ 178/2002 με το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 98/50/ΕΚ, προκύπτει ο κανόνας της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ή τμήματος αυτής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων επέρχεται ανεξάρτητα από τη συναίνεση του εργαζομένου.
Ο ανωτέρω κανόνας σκοπό έχει την προστασία των εργαζομένων και των δικαιωμάτων αυτών, τα οποία καταρχήν δεν δύνανται να μεταβάλλονται επί τα χείρω λόγω της μεταβίβασης. Βέβαια, το γεγονός ότι η μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης επέρχεται ανεξάρτητα από τη συναίνεση του εργαζομένου, δεν σημαίνει ότι αυτή μπορεί να λαμβάνει χώρα και παρά την αντίθετη βούλησή του.
Στο πλαίσιο αυτό, σε επίπεδο ευρωπαϊκού δικαίου γίνεται δεκτό ότι η Οδηγία 98/50/ΕΚ παρέχει μεν τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να συνεχίσει τη σχέση εργασίας του με τον νέο εργοδότη, διατηρώντας πλήρως τα δικαιώματα του, δεν τον υποχρεώνει όμως προς τούτο. Ο εργαζόμενος δηλαδή, μπορεί να παραιτηθεί από την προστασία που του παρέχει η ευρωπαϊκή Οδηγία και να εναντιωθεί στη μεταβίβαση της εργασιακής του σχέσης.
Το ΠΔ 178/2002 δεν κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα εναντίωσης. Γίνεται βέβαια δεκτό ότι, το δικαίωμα αυτό πρέπει να αναγνωριστεί υπό το φως ενός πλέγματος συνταγματικών δικαιωμάτων και κυρίως της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου. Σε κάθε δε περίπτωση, η ελληνική νομολογία οφείλει να προβεί σε σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης, δεν επιβάλλει παράλληλα και την υποχρέωση του μεταβιβάζοντα εργοδότη προς διατήρηση της εργασιακής σχέσης. Ως εκ τούτου, ο μεταβιβάζων εργοδότης μπορεί να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου, ο οποίος αρνήθηκε τη μεταβίβαση αυτής στον νέο εργοδότη. Αυτός είναι και ο λόγος που η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης είναι περιορισμένη. Έτσι, η πρακτική σημασία αυτού εντοπίζεται κυρίως στις περιπτώσεις που μεταβιβάζεται τμήμα μόνο της επιχείρησης και ως εκ τούτου ο εργοδότης έχει την ευχέρεια να απασχολήσει τον μισθωτό σε έτερο τμήμα.
Μεγαλύτερη ισχύ φαίνεται να παρουσιάζει η συλλογική άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης. Στην περίπτωση αυτή, η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης ελέγχεται υπό το πρίσμα της τυχόν κατάχρησης δικαιώματος. Για τη διαπίστωση βέβαια αυτής δεν αρκεί απλώς η παρεμπόδιση της μεταβιβάσεως αλλά θα πρέπει ο σκοπός άσκησής της να είναι εντελώς ξένος προς ένα εύλογο συμφέρον που εξαρτούν οι εργαζόμενοι από τη διατήρηση της θέσης εργασίας τους και την απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης.
*Η Έλενα Στοφόρου είναι δικηγόρος, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Εργατικό Δίκαιο ενώ επιπλέον, αποτελεί συνεργάτης της δικηγορικής εταιρίας ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ.
Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr