Γιάννης Καρούζος: Η αντιμετώπιση των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία στον ιδιωτικό τομέα
«Ηνίοχος» των εξελίξεων η αναβαθμισμένη Επιθεώρηση Εργασίας
Η εργασία ως μέσο βιοπορισμού αλλά και ως μέσο ψυχικής ικανοποίησης είναι κεντρικής σημασίας για τη ζωή του ανθρώπου. Όταν το αποτέλεσμά της είναι παραγωγικό, όλα τα μέρη της εργασιακής σχέσης είναι ικανοποιημένα. Οι εργοδότες διότι εκπληρώνονται οι προσδοκίες τους και οι εργαζόμενοι διότι διαπιστώνουν ότι ανταποκρίνονται, προσηκόντως, στις απαιτήσεις της εργασίας τους. Παρότι, η ομαλή εξέλιξη της εργασιακής σχέσης αποτελεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, κοινό desideratum, συχνά, στις σχέσεις των εργοδοτών με τους εργαζομένους τους εκδηλώνονται φαινόμενα βίας και παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας τους (mobbing). Η κύρια αιτία αυτών εντοπίζεται στην κακή διαχείριση των (απαραίτητων) σχέσεων εξουσίας – ιεραρχίας, όπως εξελίσσονται στον χώρο εργασίας. Τα ανθρώπινα σφάλματα είναι αναπόφευκτα, η συνειδητοποίησή τους δεν είναι, πάντοτε, εύκολη, ενώ, και η προσπάθεια επανόρθωσης, συχνά, αποδεικνύεται ατελέσφορη.
Όταν τα ανωτέρω φαινόμενα εκδηλώνονται με έντονο τρόπο δεν συνιστούν απλή ενόχληση του θιγόμενου, αντιθέτως, αποτελούν βάναυση προσβολή του πρωταρχικού αισθήματος αξιοπρέπειας του ανθρώπου, πολλώ μάλλον, όταν ο δέκτης της βίας και της παρενόχλησης ανήκει στο «ασθενές» φύλο. Δυσμενείς είναι και οι αντανακλαστικές συνέπειες των φαινομένων αυτών στο οικογενειακό αλλά και στο φιλικό περιβάλλον των υφισταμένων τη βία και την παρενόχληση. Στις μέρες μας η δημοσιοποίηση ανάλογων περιστατικών στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο επηρεάζει πιο έντονα από ποτέ και τους δράστες των συμπεριφορών αυτών αλλά και το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον τους.
Η σπουδαιότητα της αντιμετώπισης των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έρευνα που πραγματοποιήθηκε εν έτει 2014 υπό την αιγίδα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (European Union Agency for Fundamental Rights, FRA), βασισμένη στις συνεντεύξεις 42.000 γυναικών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια στις δύο γυναίκες κάτοικοι στα κράτη – μέλη της Ένωσης έχουν βιώσει κάποιο είδος σεξουαλικής παρενόχλησης, τουλάχιστον, μια φορά από την ηλικία των 15 ετών. H εξάπλωση του κινήματος του MeToo προκάλεσε αίσθηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά και στη χώρα μας έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2020 για λογαριασμό της ανεξάρτητης διεθνούς οργάνωσης ActionAid στους κλάδους του επισιτισμού και του τουρισμού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ποσοστό 85% των γυναικών έχει υποστεί κάποια σεξουαλικά παρενοχλητική συμπεριφορά στην εργασία. Εξ αυτών ποσοστό 18 % αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Η απουσία αποτελεσματικού νομικού πλαισίου για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των ανωτέρω φαινομένων δυσχέραινε την κατάσταση. Και αυτό διότι ο τρόπος διαμαρτυρίας και ανάληψης δραστικών πρωτοβουλιών από τα θύματα της «κακομεταχείρισης» ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Επιπλέον, οι δυσκολίες στη διερεύνηση των καταγγελιών και των αναφορών καθιστούσαν την έκβαση της εξέτασης αυτών αβέβαιη.
Η ανάληψη πρωτοβουλιών από τους αρμόδιους φορείς ήταν επιβεβλημένη. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) τάραξε τα «λιμνάζοντα ύδατα», υιοθετώντας την πρώτη – σε διεθνές επίπεδο – Διεθνή Σύμβαση Εργασίας 190 (σε ισχύ από την 25-6-2021) και τη συμπληρωματική αυτής Διεθνή Σύσταση 206 για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον χώρο εργασίας. Τη σκυτάλη ανέλαβε ο νομοθέτης. Σε σύντομο χρόνο σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο θεσπίσθηκαν αντίστοιχοι κανόνες δικαίου. Η χώρα μας ήταν από τις πρώτες που κύρωσε αυτήν την ιστορικής σημασίας Σύμβαση με τον Ν. 4808/2021 για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον «κόσμο» της εργασίας. Σκοπός του νομοθέτη είναι η δημιουργία ενός συνεκτικού και σύγχρονου πλαισίου για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εργασίας χωρίς βία και παρενόχληση. Στον «κόσμο» της εργασίας, κατά τον εύστοχο όρο που υιοθετήθηκε από τη Σύμβαση 190 (αλλά και κατά τη διαβούλευση στη χώρα μας) και όχι «χώρο» της εργασίας εμπίπτουν κατά τον Ν. 4808/2021 εργαζόμενοι και απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα ανεξαρτήτως του συμβατικού καθεστώτος τους, δηλαδή, οι απασχολούμενοι με σύμβαση έργου, ανεξαρτήτων υπηρεσιών, έμμισθης εντολής, μέσω τρίτων παρόχων υπηρεσιών, καταρτιζόμενοι, μαθητευόμενοι κι εθελοντές, άτομα που αιτούνται εργασία και εργαζόμενοι στην άτυπη οικονομία. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι τα ανωτέρω πρόσωπα απολαμβάνουν της προστασίας του Ν. 4808/2021, ακόμη και όταν η εργασιακή τους σχέση έχει λήξει, όπως στην περίπτωση που έχουν απολυθεί.
Ως περιστατικά βίας και παρενόχλησης κατά τη διάρκεια της εργασίας νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, πράξεις, πρακτικές ή απειλές αυτών που αποσκοπούν, οδηγούν ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα είτε κατ’ επανάληψη. Ειδικότερα, ως παρενόχληση νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως εάν συνιστούν διάκριση και περιλαμβάνουν και την παρενόχληση λόγω φύλου ή για άλλους λόγους διάκρισης.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον Ν. 4808/2021 στις συμπεριφορές που συνιστούν παρενόχληση λόγω φύλου και ειδικότερα στη σεξουαλική παρενόχληση του Ν.3896/2010, στις συμπεριφορές σε σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, στην έκφραση, στην ταυτότητα ή στα χαρακτηριστικά φύλου του προσώπου. Το αποτέλεσμα της παρενόχλησης κρίνεται αντικειμενικά. Αυτό σημαίνει ότι η πρόθεση του δράστη είναι αδιάφορη για τον νομοθέτη. Με την υιοθέτηση αυτού του αντικειμενικού κριτηρίου, ο νομοθέτης ενεργεί, εμμέσως, προληπτικά, ωθώντας άπαντες να υιοθετούν στον χώρο εργασίας τους συμπεριφορές εγκράτειας στις μεταξύ τους σχέσεις και εκδηλώσεις.
Ως χώρος εργασίας νοείται ο φυσικός χώρος εργασίας, οι χώροι διαλείμματος και μετακίνησης από και προς την εργασία (ακόμη και κατά τα επαγγελματικά ταξίδια), οι χώροι εκπαίδευσης και κοινωνικών δραστηριοτήτων σχετικών με την εργασία. Συμπεριφορές βίας και παρενόχλησης εντοπίζονται από τον νομοθέτη και στον ψηφιακό χώρο, δηλαδή, στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες εργοδοτών και εργαζομένων σε σχέση με την εργασία.
Ο νομοθέτης ιδρύει σειρά υποχρεώσεων για τον εργοδότη της επιχείρησης με σκοπό όχι μόνο την παράλειψη συμπεριφορών βίας και παρενόχλησης αλλά και την αποτροπή τους. Ο εργοδότης πρέπει να είναι προσεκτικός με τη συμπεριφορά του και συνάμα ικανός να διαχειρίζεται με αποτελεσματικότητα περιστατικά βίας και παρενόχλησης. Επιδεικνύοντας μηδενική ανοχή στη βία, με εμπιστευτικότητα και σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, οφείλει να παραλαμβάνει καταγγελίες ή αναφορές των εργαζομένων του και να τους παρέχει συνδρομή και πρόσβαση σε κάθε αρμόδια υπηρεσία (δημόσια, διοικητική ή δικαστική αρχή). Οφείλει, δε, να τους πληροφορεί για τους κινδύνους βίας και παρενόχλησης, να τους υποδεικνύει τα διαθέσιμα μέτρα πρόληψης και να αναρτά στον χώρο εργασίας σαφή ενημέρωση και για τις διαδικασίες αντιμετώπισης τέτοιων συμπεριφορών αλλά και τα στοιχεία επικοινωνίας με τις αρμόδιες δικαστικές και διοικητικές αρχές. Ο εργοδότης οφείλει να ενημερώνει τους εργαζόμενους για κάθε ζήτημα σχετικά με την υγεία και την ασφάλειά τους και να ενεργεί προληπτικά, επιβλέποντας, διαρκώς, την ασφαλή λειτουργία των εγκαταστάσεων εργασίας και αξιολογώντας τους ψυχοκοινωνικούς κινδύνους που, πιθανώς, να σχετίζονται με την παρενόχληση. Κρίσιμη στο σημείο αυτό αναδεικνύεται και η συμβολή του ιατρού εργασίας. Ανάλογες υποχρεώσεις (πρόληψης, ενημέρωσης και πληροφόρησης) ιδρύονται και για τις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από είκοσι (20) άτομα. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν να οργανώνουν αποτελεσματικά τις διαδικασίες υποβολής και υποδοχής των καταγγελιών των εργαζομένων τους, να διασφαλίζουν την αμερόληπτη έρευνα αυτών με σεβασμό στις αρχές της εμπιστευτικότητας και των προσωπικών δεδομένων όλων των μερών και να αποτρέπουν την επιβολή αντιποίνων. Πρέπει να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση ότι οι υποχρεώσεις αυτές αποτελούν εκδήλωση της πολιτικής της επιχείρησης και αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων ως περιεχόμενο της Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή του Κανονισμού Εργασίας. Η επιχείρηση λαμβάνει τα ανωτέρω μέτρα, αφού προηγουμένως έχει ενημερώσει σχετικά τους εργαζομένους της.
Ο Ν. 4808/2021 προβλέπει τη δυνατότητα του θιγόμενου να ζητήσει από τον εργοδότη τη λήψη απαραίτητων πρόσφορων μέτρων για την αντιμετώπιση της βίας και της παρενόχλησης. Μπορεί δηλαδή να ζητήσει από τον εργοδότη του να απευθύνει σύσταση συμμόρφωσης προς τον δράστη, να ζητήσει την αλλαγή τόπου, ωραρίου, τρόπου και χρόνου παροχής της εργασίας ή να ζητήσει ακόμα και την καταγγελία της σχέσης απασχόλησης ή συνεργασίας του δράστη.
Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν λαμβάνει κάποιο από τα ανωτέρω μέτρα, για οποιονδήποτε λόγο, ακόμη και διότι μπορεί να είναι ο ίδιος ο δράστης, ο θιγόμενος μπορεί να αποχωρήσει από την εργασία του για εύλογο χρόνο χωρίς στέρηση μισθού ή άλλη δυσμενή συνέπεια, εφόσον έχει την εύλογη πεποίθηση ότι από την παραμονή του στον χώρο αυτής τίθεται σε κίνδυνο η υγεία, η ασφάλεια ή η ζωή του. Σε περίπτωση που ο κίνδυνος πάψει να υφίσταται και ο εργαζόμενος δεν επιστρέφει στη θέση του ο εργοδότης έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας για την επίλυση της διαφοράς. Εκδικητική συμπεριφορά και αντίποινα απαγορεύονται. Σε περίπτωση που τα περιστατικά προέρχονται από πρόσωπα, τα οποία θα έπρεπε να αποτρέψει ο ίδιος ο εργοδότης από τις συγκεκριμένες συμπεριφορές η ευθύνη του είναι επιπρόσθετη και ο θιγόμενος έχει αξίωση για πλήρη αποζημίωση (θετική, αποθετική ζημία, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης). Είναι φανερό ότι ο βασικός στόχος του νομοθέτη του Ν. 4808/2021 είναι να ενεργοποιηθούν όλα τα αντανακλαστικά του εργοδότη προκειμένου να μην επέλθει με κανέναν απολύτως τρόπο η προσβολή. Μάλιστα, το βάρος της απόδειξης των καταγγελλόμενων βαρύνει τον καθ’ ού η καταγγελία. Ορθώς κατά την άποψή μας θεμελιώνεται ένα τεκμήριο ενοχής για τον καταγγελλόμενο, ώστε άπαντες οι εργαζόμενοι να είναι σε εγρήγορση και να ασκούν συνεχώς αυτοέλεγχο ως προς τις εκδηλώσεις τους και τις συναντήσεις τους με τους συναδέλφους τους στον χώρο εργασίας τους, ιδίως όταν δύο εξ αυτών συναντώνται χωρίς παρουσία τρίτων.
Εκτός από τη διαδικασία καταγγελίας περιστατικού βίας και παρενόχλησης εντός της επιχείρησης, ο θιγόμενος μπορεί να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας και στον Συνήγορο του Πολίτη. Οι δύο αυτές Αρχές αναπτύσσουν, πλέον, στενή συνεργασία δεδομένου ότι στον Συνήγορο του Πολίτη έχει ανατεθεί η ειδική αρμοδιότητα για την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Μετά, λοιπόν, και τη θέσπιση του Ν. 4808/2021, οι εργατικές διαφορές που κατατίθενται ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας κατατίθενται και στον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος ελέγχει τυχόν αρμοδιότητά του.
Ιδιαίτερα σημαντικός καθίσταται με τον Ν. 4808/2021 και ο ρόλος της Επιθεώρησης Εργασίας. Ειδικότερα, με το άρθρο 102 η Επιθεώρηση Εργασίας αναβαθμίσθηκε σε Ανεξάρτητη Αρχή με σκοπό να ελέγχει την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας (ΥΑ 67759/19-7-2022, ΦΕΚ Β 3795) ενώ, κατέστη καθολική διάδοχος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), υπεισερχόμενη έτσι αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση στα δικαιώματα, τις απαιτήσεις, τις υποχρεώσεις, τις έννομες σχέσεις και τις εκκρεμείς δίκες αυτού. Επίσης, καταργήθηκε και η θέση του Γενικού Επιθεωρητή. Από τις πιο πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις σημαντική κρίνεται η δημοσίευση του Οργανισμού της Επιθεώρησης Εργασίας με την ΥΑ 510148/21-11-2022 κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 121 παρ. 1 του Ν. 4808/2021.
Σημαντική καινοτομία εισάγεται με τη σύσταση Αυτοτελούς Τμήματος στην Επιθεώρηση Εργασίας – εντός του πρώην ΣΕΠΕ – με αντικείμενο την παρακολούθηση των περιστατικών βίας και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας (αρ. 16). Το Τμήμα έχει και άλλες σημαντικές αρμοδιότητες, με μάλλον σπουδαιότερες τη σύνταξη και υποβολή, ετήσιων εκθέσεων με θέμα τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα επί των καταγγελιών, καθώς και την τήρηση Μητρώου Εργοδοτών, κατά των οποίων έχει επιβληθεί διοικητική κύρωση για παραβίαση της νομοθεσίας για τη βία και την παρενόχληση στην εργασία. Το Τμήμα παρακολουθεί τη διαδικαστική πορεία της κυρώσεως έως την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως επ’ αυτής, ενώ επανελέγχει και τυχόν υποτροπές των καταχωρισθέντων στο ως άνω Μητρώο εργοδοτών. Η Επιθεώρηση Εργασίας ασκεί τις αρμοδιότητές είτε κατόπιν αιτήσεως είτε αυτεπαγγέλτως. Κατόπιν αιτήσεως επιλαμβάνεται για να ελέγξει τη βασιμότητα περιστατικών βίας και παρενόχλησης στην εργασία (αρ. 4), την προσήκουσα άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στην Επιθεώρηση Εργασίας για τα περιστατικά του άρθρου 4 (αρ. 12) και τη μη επιβολή αντιποίνων (αρ. 13). Αυτεπαγγέλτως επιλαμβάνεται για να ελέγξει την τήρηση εκ μέρους των εργοδοτών των ιδρυόμενων με τα άρθρα 5 έως 11 πολλών και σημαντικών υποχρεώσεών τους.
Η υποβολή αίτησης εργατικής διαφοράς ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας κρίνεται σε ανώτερο επίπεδο είτε από Επιθεωρητή βαθμού Προϊσταμένου είτε από την αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων είτε από το αρμόδιο Τμήμα. Ο Επιθεωρητής Προϊστάμενος είναι υποχρεωμένος αφενός να ενημερώσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα το Αυτοτελές Τμήμα και τον Συνήγορο του Πολίτη και αφετέρου να ολοκληρώσει τη διαδικασία εντός δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης (αρ. 18). Ως προς τις διοικητικές κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν από την Επιθεώρηση Εργασίας, αυτές διακρίνονται ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης (υποχρέωση υποβολής γραπτών εξηγήσεων, επιβολή προσωρινών μέτρων με άμεση ισχύ, προσωρινή διακοπή επιχείρησης ή τμήματος επιχείρησης έως πέντε ημέρες) (αρ. 19). Με την ΥΑ 101269/2021 διευκρινίζεται ότι η Επιθεώρηση Εργασίας επιλαμβάνεται αιτήσεων εργατικών διαφορών για ζητήματα βίας και παρενόχλησης στην εργασία μόνο στον ιδιωτικό τομέα.
Στην ίδια ΥΑ προσδιορίζεται η διαδικασία που ακολουθείται για την εξέταση των αιτήσεων. Πρόκειται για μια διαδικασία που διαρθρώνεται με τη θέση αυστηρών προθεσμιών. Η διαδικασία επισπεύδεται με την υποβολή έγγραφης, επώνυμης και συγκεκριμένης αίτησης. Εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την υποβολή της προσδιορίζεται συζήτηση της υπόθεσης και αποστέλλεται σχετική πρόσκληση στον όποιον θιγόμενο, εργοδότη ή εργαζόμενο και στον Συνήγορο του Πολίτη. Από την ημερομηνία παραλαβής της πρόσκλησης έως την ημερομηνία συζήτησης πρέπει να μεσολαβούν, τουλάχιστον, δύο εργάσιμες ημέρες. Αν υποβληθεί αίτημα αναβολής για σοβαρό λόγο, ο Επιθεωρητής αποφασίζει ελεύθερα, εφόσον δεν κινδυνεύει η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός διμήνου (αρ. 18). Η διαδικασία περατώνεται με το αιτιολογημένο πόρισμα του Επιθεωρητή με το οποίο μπορεί να επιβάλλονται κυρώσεις, (όπως προσωρινά μέτρα του άρθρου 19 ή εάν τέτοια έχουν επιβληθεί η ανάκληση, η μεταβολή, ή η διατήρηση αυτών).
Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής διαπιστώσει ότι στοιχειοθετείται ποινικό αδίκημα μπορεί να υποβάλλει μηνυτήρια αναφορά. Ο Επιθεωρητής μπορεί να επιβάλλει τις κυρώσεις του άρθρου 4 παρ. 5 του Ν. 3094/2003 μετά την υποβολή πορίσματος από τον ΣτΠ. Κατηγοριοποίηση των παραβάσεων και καθορισμός του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται από την Επιθεώρηση Εργασίας έγινε με την ΥΑ 80016/2022.
Ο κεντρικός ρόλος της Επιθεώρησης Εργασίας αναδεικνύεται και μετά την έκδοση της ΥΑ 73066/2022 «Έγκριση Εθνικής Στρατηγικής για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία 2022-2027», κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 127 του Ν. 4808/2021, με την οποίαν προβλέπεται η ανάπτυξη ειδικής, ενημερωτικής και ελεγκτικής δράσης της Επιθεώρησης Εργασίας στο πλαίσιο της πρόληψης των ψυχοκοινωνικών κινδύνων στην εργασία (εργασιακό άγχος, βία, παρενόχληση, εκφοβισμός, εργασιακή εξουθένωση) καθώς η ανάπτυξη της εκπαίδευσης των Επιθεωρητών Ασφαλείας και Υγείας στην εργασία.
Συμπερασματικά, μπορεί να επισημανθεί ότι οι ενέργειες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για την καταπολέμηση των φαινομένων βίας και παρενόχλησης στην εργασία είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι προβλέψεις για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των φαινομένων είναι λεπτομερής, ενώ η αναβάθμιση της Επιθεώρησης Εργασίας δημιουργεί αναμφίβολα και δικαιολογημένα μεγάλες προσδοκίες. Η με αριθμό 487/2022 πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αδημ.), η οποία έκρινε ως άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εργαζόμενης για λόγους αντεκδίκησης αποτελεί ένα πρώτο «δείγμα» της δυναμικής του Ν. 4808/2021, αφού για τη διάγνωση της διαφοράς ο δικαστής έλαβε υπόψη του το πόρισμα της Προϊσταμένης Επιθεωρήτριας Εργασίας, που είχε αρχικά επιληφθεί της υποθέσεως.
Τα επόμενα χρόνια, η αντιμετώπιση των φαινομένων βίας και παρενόχλησης αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο μετά και την κατάθεση τον Μάρτιο του 2022 της Πρότασης Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας. Βασικοί άξονες της εκδοθησομένης Οδηγίας θα είναι η στήριξη των θυμάτων της βίας και της παρενόχλησης, η κατάρτιση των διευθυντικών στελεχών στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα και η κατάρτιση εθνικών πολιτικών για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
*Γιάννης Καρούζος, Δικηγόρος-Εργατολόγος
Πηγή: dikigorosergatologos.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Σουζάνα Κλημεντίδη: Αναγκαστική εκτέλεση μεταξύ εταίρων για αδιανέμητα κέρδη – Τι πρέπει να γνωρίζετε Γιάννης Καρούζος: Ακριβός μου Απρίλιος – Ο πληθωρισμός πέφτει αλλά η ακρίβεια “κρύβεται” στο ράφι των σούπερ μάρκετ Γιάννης Καρούζος: Αγορά εργασίας, το διπλό στοίχημα για το 2023 Γιάννης Καρούζος: Εργάζομαι με σύμβαση δανεισμού – Ποιος είναι ο εργοδότης μου – Ποιος πρέπει να με δηλώνει Χαράλαμπος Τσιλιώτης: Η «υπηρεσιακή» Κυβέρνηση κατά το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ ΣΑκολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr