Γιάννης Καρούζος: Η απόλυση του εργαζομένου στον χρόνο μεταφοράς άδειας αναψυχής σε επόμενο έτος

Η υποχρέωση παροχής άδειας μπορεί κατά το άρθρο 61 ν. 4808/2021 να εκπληρωθεί και εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους. Έτσι επιτρέπεται μεταφορά της άδειας για περιορισμένο μόνο χρονικό διάστημα. Αν δεν χορηγηθεί στο διάστημα αυτό, η άδεια χρηματοποιείται.

NEWSROOM
Γιάννης Καρούζος: Η απόλυση του εργαζομένου στον χρόνο μεταφοράς άδειας αναψυχής σε επόμενο έτος

Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου (112/2022 ΜΠρΖακ) διαπραγματεύτηκε για πρώτη φορά ένα ιδιαίτερο ζήτημα, εκείνο της εγκυρότητας της απόλυσης του εργαζομένου κατά το διάστημα όπου τελούσε σε άδεια αναψυχής, χορηγηθείσας με συμφωνία μεταξύ εργοδότη – εργαζομένου το επόμενο έτος από το οποίο έπρεπε να χορηγηθεί, κατά παράβαση των διατάξεων περί αδειών. Αξίζει να επισημάνουμε ορισμένα από τα κυριότερα σημεία της απόφασης.

Καταρχάς, η άδεια αναψυχής, καλούμενη και «κανονική» άδεια, προκειμένου να διακρίνεται από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει προφανώς στην ανάπαυση, τη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας και στην ανάκτηση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζομένου. Καθιερώνεται τόσο από το ενωσιακό δίκαιο, με την Οδηγία 2003/88, η οποία θεσπίζει κανόνες που να θέτουν ελάχιστα όρια ασφάλειας και προστασίας της υγείας των εργαζομένων κατά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, όσο και από το ελληνικό δίκαιο, με τον Α.Ν. 539/1945, ο οποίος συνιστά το γενικό δίκαιο που ισχύει σήμερα ως προς την άδεια αναψυχής. Συνεπώς, το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής απορρέει ευθέως εκ του νόμου, δεν εξαρτάται από την ουσιώδη η μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζομένου και υφίσταται ανεξάρτητα από το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της εν λόγω άδειας από τον εργοδότη. Εξάλλου ο θεσμός της άδειας αναψυχής αποσκοπεί και στην διασφάλιση του πολύτιμου αγαθού του ελεύθερου χρόνου, η σημασία του οποίου αναγνωρίζεται και από την ευρωπαϊκή αλλά και από την ελληνική έννομη τάξη.

Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την άδεια είναι δημόσιας τάξης. Συνεπώς, αποκλείεται ο περιορισμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων ή η παραίτηση απ’ αυτά. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να παράσχει την άδεια, έστω και αν δεν τη ζήτησε ο εργαζόμενος, οπωσδήποτε μέσα στο ημερολογιακό έτος («έτος άδειας»), για το οποίο αυτή χορηγείται (άρθρ. 4 §1 Α.Ν. 539/1945). Η υποχρέωση παροχής άδειας μπορεί κατά το άρθρο 61 ν. 4808/2021 να εκπληρωθεί και εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους. Έτσι επιτρέπεται μεταφορά της άδειας για περιορισμένο μόνο χρονικό διάστημα. Αν δεν χορηγηθεί στο διάστημα αυτό, η άδεια χρηματοποιείται.

Εφόσον ο εργοδότης έχει υποχρέωση να χορηγήσει την άδεια εντός του ημερολογιακού έτους, ο εργαζόμενος δεν δικαιούται να αρνηθεί την παροχή της με στόχο την αντικατάστασή της με χρηματική αποζημίωση, γιατί αυτό δεν συνάδει με το σκοπό της άδειας αναψυχής. Μετά τη λήξη του έτους η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική, καθόσον μεταφορά της άδειας, στο σύνολό της ή κατά ένα μέρος, στον επόμενο χρόνο δεν επιτρέπεται (πλην της περίπτωσης του άρ. 61 του Ν. 4808/2021 που προαναφέρθηκε) ακόμη κι αν η μεταφορά αυτή γίνεται με τη συναίνεση του εργαζομένου. Κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, απαγορεύεται ρητά η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου (άρθ. 5 § 6 Α.Ν. 539/1945). Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για άλλες άδειες πέραν της κανονικής άδειας. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, εύλογα καθίσταται αντιληπτό ότι οι διατάξεις περί αδειών, ως διατάξεις δημοσίας τάξεως, ισχύουν ανεξαρτήτως ύπαρξης τυχόν αντίθετης συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Στο ιστορικό της υπό κρίση απόφασης, φαίνεται ότι υφίσταται ακριβώς μία τέτοιου είδους συμφωνία, αντιβαίνουσα στις διατάξεις του νόμου περί απαγόρευσης μεταφοράς αδειών αναψυχής προηγούμενων ετών σε επόμενα έτη και συγκεκριμένα μεταφοράς της ετήσιας άδειας αναψυχής των ετών 2018-2020 στο έτος 2021. Κατά πάγια νομολογία, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κρίνει ότι δεν είναι επιτρεπτή η μεταφορά ετήσιας άδεια στο επόμενο έτος, χωρίς να ενδιαφέρει η μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου αντίθετη συμφωνία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η χορήγηση μίας τέτοιας άδειας δεν αποτελεί ετήσια κανονική άδεια. Το κομβικό σημείο της υπόθεσης ήταν ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω άδειας, ο εργαζόμενος απολύθηκε και εν συνεχεία ισχυρίστηκε ότι η απόλυσή του πρέπει να θεωρηθεί άκυρη, με δεδομένο ότι απαγορεύεται η απόλυση μισθωτού κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η χορήγηση ημερών αδείας στον αντίδικο σε μεθεπόμενα έτη, δεν αποτελεί άδεια αναψυχής κατά την έννοια του Α.Ν. 539/45, αφού μία τέτοια πρακτική του εργοδότη, ακόμα και με τη συμφωνία του εργαζόμενου είναι απαγορευμένη και άρα άκυρη. Αντιθέτως, ο εργαζόμενος διατηρούσε από το επόμενο ημερολογιακό έτος και μετά, αξίωση χρηματικής αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης της άδειας αναψυχής των προηγούμενων ετών. Επομένως, ορθώς το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου που έλαβε χώρα κατά την περίοδο που εκείνος τελούσε σε μη νομίμως μεταφερθείσα σε επόμενο έτος άδεια, δηλαδή με απλά λόγια σε μη νόμιμη «κανονική» άδεια, είναι τελικώς νόμιμη! Κι αυτό διότι στο προστατευτικό πεδίο του άρθ. 5 § 6 Α.Ν. 539/1945 εμπίπτει μόνο η περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύεται κατά τη διάρκεια της νομίμως χορηγηθείσας κανονικής άδειας, δηλαδή της άδειας αναψυχής και όχι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε άλλης άδειας. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα αξιοσημείωτη απόφαση δεδομένου ότι αποτελεί ίσως την πρώτη και μοναδική δικανική κρίση επί του εν λόγω θέματος. Συγκεκριμένα, είναι η πρώτη φορά που θεωρείται νόμιμη η απόλυση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια απουσίας του εργαζομένου βάσει άκυρης συμφωνίας του με τον εργοδότη, με την οποία αποφάσιζαν από κοινού τη μεταφορά σε μεταγενέστερο χρόνο αδειών προηγούμενων ετών.

Γιάννης Καρούζος, Δικηγόρος – Εργατολόγος

Ακολουθήστε το dikastiko.gr στο Google News και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Διαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο dikastiko.gr